Μοιάζει σαν παραμύθι και όμως είναι ένα κείμενο Ιστορίας. Η πορεία ενός Ελληνα που έζησε μια από τις πιο δραματικές περιόδους της νεοελληνικής Ιστορίας, ενός Αθηναίου με το χάρισμα της πνευματικής οξύνοιας, το δώρο της κριτικής μνήμης και την τύχη – αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι – να παρακολουθήσει όχι ως απλός θεατής αλλά ως συνειδητός αγωνιστής και οδηγός αυτή την περίοδο. Και με αίσθημα ευθύνης καταγράφει αυτά τα βιώματά του πιστεύοντας ότι είναι χρέος του να τα καταθέσει. Σε γλώσσα που μαγεύει, σε ελληνικά που σαγηνεύουν επειδή κυριολεκτούν και συναρπάζουν – τουλάχιστον εκείνους που γνωρίζουν ελληνικά -, επειδή πλάθουν λέξεις που αποδίδουν αισθήματα, ο Δεσποτόπουλος μας περιφέρει μαζί του στην 20ετία που αρχίζει με τον πόλεμο του ’40 και καταλήγει στον χρόνο που, επιτέλους, άρχισε να προβάλλει κάποια μορφή δημοκρατίας στην Ελλάδα.


Εφεδρος αξιωματικός από τη Σχολή της Σύρου, ο Δεσποτόπουλος γνωρίζει τον Πόλεμο του ’40 κοντά στα βουλγαρικά σύνορα της Μακεδονίας με την τραγική του κατάληξη – υποχώρηση, σύντομη αιχμαλωσία από γερμανικές δυνάμεις, πολυήμερη πορεία νηστικός προς την Αθήνα όπου θα ζήσει τους σκληρούς μήνες της πείνας και του θανάτου του ’41, με την αγωνία για το μέλλον της χώρας και τη σκέψη της αντίστασης στον κατακτητή. Το Πανεπιστήμιο, όπου «θητεύει» στη Φιλοσοφική Σχολή του, αλλά και κάποιες ιδιωτικές «συντροφιές» στις οποίες έχει συζητήσεις με νέους και νέες που αργότερα θα γίνουν προσωπικότητες της ελληνικής κοινωνίας είναι για τον Κ.Ι.Δ. το πρόσφορο περιβάλλον για να φρονηματίσει και να εμπεδώσει στους συνομιλητές του τις ηθικές αξίες αλλά και τα πατριωτικά καθήκοντα του κάθε Ελληνα. Δεν περιορίζεται όμως σε συζητήσεις και σε μαθήματα ο Δεσποτόπουλος. Παίρνει μέρος στις διαδηλώσεις και στις εκδηλώσεις εναντίον του κατακτητή και μετέχει σε αντιστασιακές οργανώσεις. Στα χρόνια της Κατοχής έχει την ευκαιρία να γνωρίσει και να συναναστραφεί με τον Σικελιανό, τον Τσαρούχη, τον Μητσοτάκη, τη Μιράντα Οικονόμου-Πεσμαζόγλου, τον Καρτάλη, τον Χατζιδάκι, τον Μπίτσιο, τον Καραβία και άλλους.


Η απελευθέρωση το 1944 και τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν για τον Δεσποτόπουλο «ιδιαίτερα δεινά» αλλά και «γλίσχρα ευνοϊκά», όπως ο ίδιος τα χαρακτηρίζει στον πρόλογο των «Αναπολήσεών» του. Υφηγητής στο Πανεπιστήμιο, αντικαθιστά τον Κωνσταντίνο Τσάτσο στη διδασκαλία της Φιλοσοφίας του Δικαίου και γίνεται το ίνδαλμα όλων των φοιτητών αλλά και στόχος της Ασφάλειας. Ο Δεσποτόπουλος δεν περιορίζεται στο Πανεπιστήμιο. Γίνεται πρόεδρος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου Νέων και με αυτή την ιδιότητα προωθεί μέσω της Σοβιετικής Πρεσβείας την ένταξη της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα. Φυσικά, αυτά κρίνονται ως «εν γένει αντεθνική δράσις» και το 1947 απολύεται από το Πανεπιστήμιο. Αν αυτό είναι απλός διωγμός, εκείνο που ακολουθεί είναι κακούργημα σε διαδοχικές πράξεις. Συλλαμβάνεται, εξορίζεται στην Ικαρία και αργότερα στο στρατόπεδο της Μακρονήσου όπου υποβάλλεται μαζί με άλλους στρατιωτικούς κρατουμένους σε ψυχικά και σωματικά βασανιστήρια επειδή αρνείται να υπογράψει τη διαβόητη «δήλωση». «Εχω καθήκον να περισώσω την τιμήν της ελληνικής φιλοσοφίας» απάντησε όταν ο διοικητής του στρατοπέδου τού έθεσε το δίλημμα «ή αμέσως υπογράφεις ή πηγαίνεις αμέσως για λιντσάρισμα». Η επιλογή του τον κράτησε εξόριστο ως τον Δεκέμβριο του 1950.


Τι έχει να πει για τους βασανιστές του και τους άλλους δράστες της «μεγάλης δοκιμασίας» του; Ο καθηγητής, ο ακαδημαϊκός, ο διανοούμενος Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος γράφει: «Δεν σημειώνω τα ονόματα υπευθύνων για πράξεις κακουργίας ώστε και να μην πικράνω τους συγγενείς των. Χαίρω πάντοτε να γεραίρω».