Το βιβλίο της παιδικής του ζωής σε ελεύθερη μνημονική απόδοση γράφει ο Αντώνης Σουρούνης. Τουτέστιν, τις περιπέτειες του Αντωνάκη όπως εκτυλίχθηκαν σε ελικοειδή δρομίσκο της Ανω Πόλης στη Θεσσαλονίκη με οριακή γραμμή δράσης όχι τον Μισισιπή του Τομ Σόγερ αλλά την Εγνατία οδό. Περιπέτειες γεμάτες σασπένς καθώς σημεία και τέρατα συμβαίνουν στην προσφυγική γειτονιά όταν εκείνος βρίσκεται ακόμη στα νήπια, ιδίως το σωτήριο έτος 1948 που ο Αντωνάκης μπαίνει στην πρώτη δημοτικού και η εμφύλια σύρραξη φθάνει στα στενά και στις αυλές. Τρομερά συμβάντα σε συνδυασμό με άλλα παράξενα και θαυμαστά που απλώνονται σε όλες τις τάξεις του δημοτικού ως την επεισοδιακή αποφοίτησή του από το εξατάξιο. Στην πεντακοσιοστή σελίδα της αυτοβιογραφικής ανάπλασης ο Αντωνάκης είναι μόλις δωδεκαετής, ευτυχώς όμως για το βιβλίο δεν πρόκειται για ένα τυχόν αγόρι προ των πυλών της εφηβείας αλλά για παιδί με ταμπεραμέντο που είχε από τα γεννοφάσκια του τον νου του σε μια Δουλτσινέα, ποτέ την ίδια.


Σκιρτήματα και ερεθίσματα


Χυμώδης η αφήγηση, περιγράφει σκιρτήματα και ερεθίσματα, όπως προηγήθηκαν της γνώσης και της σχετικής σεξουαλικής ενημέρωσης, ξεκινώντας με μια τω όντι εκπληκτική σκηνή, όταν ο Αντωνάκης νόμισε πως είδε το φεγγάρι σε όλο του το μεγαλείο να ανατέλλει μέσα από τα χόρτα της αυλής των Αγίων Ταξιαρχών όπου είχε καταφύγει η μικρή Φρόσω για την ανάγκη της. Επρόκειτο για την αποκάλυψη των πρώτων θηλυκών οπισθίων, τα οποία στην αφήγηση προφανώς και αναφέρονται με τη λαϊκή ονομασία τους. Γιατί ο Αντωνάκης δεν έπαιζε μόνο με την μπάλα αλλά και με τις λέξεις, ευαίσθητος παιδιόθεν σε συνηχήσεις και παρηχήσεις. Τουλάχιστον έτσι τον παρουσιάζει ο Σουρούνης. Δική του η παιδική ζωή και ό,τι θέλει την κάνει, ως και ζουμερό μυθιστόρημα, σαν τα καρπούζια που πουλούσε με τον θείο του στη λαχαναγορά. Γλυκά και μεγάλα, όπως οι πρώιμες οπώρες που γεύεται ο Αντωνάκης, όχι όμως κόκκινα αλλά κίτρινα. Το πιο πιστό χρώμα του κόσμου κατά τον Μπόρχες, το χρώμα του τέλους, όπως οι αναμνήσεις του συγγραφέα, με τη μελαγχολία να κρύβεται πίσω από την παιγνιώδη διάθεση και να αποκαλύπτεται μόνο στο τέλος σε ένα μακρύ κεφάλαιο όπου υποτίθεται πως αναφέρεται επί τροχάδην στον κατοπινό του βίο, στην πραγματικότητα όμως παραθέτει καταποδιαστά τους θανάτους συγγενών, ανιόντων και κατιόντων, επιμένοντας σε λεπτομέρειες μεγάλης συγκινησιακής φόρτισης.


Ωστόσο το κυρίως μέρος του βιβλίου ανασταίνει μια εποχή πλησμονής εντυπώσεων και αισθημάτων, ανεξάρτητα αν αυτή συνέπεσε για τον Αντωνάκη με καιρούς ισχνών αγελάδων. Αυτό άλλωστε δεν την καθιστά λιγότερο ανεξάντλητη· τουναντίον, καθώς σε εκείνα τα παλιά χρόνια υπήρχε πακτωλός πραγμάτων στον παιδικό κόσμο μαζί με τις ονομασίες τους. Εποχή που έχει μυθοποιηθεί και από άλλους συγγραφείς, που κι εκείνοι έγραψαν, αν όχι το βιβλίο της παιδικής τους ζωής, σίγουρα όμως της εφηβικής, εστιάζοντας σε γειτονιές, με πολυκάμαρα σαν καράβια σπίτια και με μεγάλες φαμίλιες, όπου η γιαγιά είναι η κορυφαία, ενώ οι θείοι προσφέρουν για τους φροϋδίζοντες εναλλακτικά πατρικά πρότυπα. Ο αφηγηματικός οίστρος του Σουρούνη κάνει τη διαφορά, το εκ πρώτης όψεως χειμαρρώδες και απροσχεδίαστο, που χαρακτηρίζει και τα άλλα βιβλία του, όπως όλα αρδεύονται από το τυχοδιωκτικό στοιχείο του βίου του.


Το βιωματικό υλικό


Πάντως στο πρόσφατο μυθιστόρημα εκπλήσσει και ο τρόπος που διαπλέει το βιωματικό υλικό χωρίς μπούσουλα ούτε χρονική αλληλουχία, μόνο κάνοντας κύκλους στον δρόμο του, στην οδό Μουσών, και ακόμη μακρύτερα, από το Κουλέ Καφέ – κάποτε περιώνυμο για τις πασχαλιάτικες αβγομαχίες – ως την πλατεία Καλλιθέας της προσφυγιάς και του Αγίου Νικολάου. Η αφήγηση παρακολουθεί τη λογική του παιδιού, που δουλεύει διαφορετικά από αυτήν του ενηλίκου, αναποδογυρίζοντας τις θυμόσοφες κουβέντες των μεγάλων σε λογοπαίγνια. Κάπως έτσι, σκιτσάροντας τύπους και αραδιάζοντας περιστατικά, στήνεται ο παιδικός κόσμος ως δοκιμή ή και πρώτη προσέγγιση του πραγματικού, με μακριές προτάσεις ρηματικής κατάχρησης και συναισθηματικής έξαρσης.