Το φαινόμενο του «δωσιλογισμού», όπως επικράτησε να αποκαλείται στη χώρα μας η συνεργασία με τις κατοχικές αρχές την περίοδο 1941-1944, υπήρξε για πολλές δεκαετίες ένα θέμα λίγο-πολύ ταμπού, αντικείμενο απλουστευτικής καρικατούρας, αποσπασματικής αναφοράς, ενίοτε σιωπής ή πολιτικής εκμετάλλευσης. Τρία βιβλία που κυκλοφόρησαν μέσα στο 2006 αλλάζουν ριζικά το σκηνικό μετατρέποντας τον δωσιλογισμό σε «νόμιμο» θέμα επιστημονικής ανάλυσης και αναθεωρώντας στην πορεία αρκετές πλευρές του. Συνιστούν με την έννοια αυτή μιαν άτυπη τριλογία.


Το φαινόμενο του δωσιλογισμού έδωσε ώθηση σε μια σειρά στερεότυπα: ο δωσίλογος ως μαυραγορίτης, κλασική φιγούρα του ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ’60· ο δωσίλογος ως χαφιές, με σημείο αναφοράς το «Μπλόκο της Κοκκινιάς» του χαράκτη Τάσου· ή ο δωσίλογος ως «γερμανοτσολιάς» στην πολυδημοσιευμένη φωτογραφία εύζωνα δίπλα σε απαγχονισμένο σώμα αντιστασιακού.


Πέρα από τα στερεότυπα


Οπως όλα τα στερεότυπα, έτσι και αυτά έχουν κάποια βάση, χωρίς όμως να επαρκούν. Το εξαιρετικό βιβλίο του Στράτου Δορδανά αποδεικνύει του λόγου το αληθές ανασυνθέτοντας τους δωσιλογικούς κύκλους της κατοχικής Θεσσαλονίκης, έναν κόσμο που αντίθετα από τα στερεότυπα υπήρξε κατ’ εξοχήν προσφυγικής προέλευσης και βενιζελογενούς χαρακτήρα, ενώ δεν απουσίαζε ο αντισημιτισμός. Βασική μέθοδος η ακραία τρομοκρατία, η αυθαίρετη βία και ο πλουτισμός, που περιελάμβανε την αδίστακτη λεηλασία της περιουσίας των Εβραίων της πόλης.


Κεντρικό συμπέρασμα της εργασίας αυτής που βασίστηκε σε ενδελεχή έρευνα, κυρίως στα αρχεία του Ειδικού Δικαστηρίου Δωσιλόγων Θεσσαλονίκης, η ανομοιογένεια του δωσιλογισμού και η ποικιλομορφία των κινήτρων των φορέων του: «Δίπλα στους πληγέντες από τον ΕΛΑΣ και σε όσους μπλέχτηκαν για προσωπικούς λόγους στην ένοπλη αναμέτρηση, πολέμησαν οι ιδεολόγοι αντικομμουνιστές και οι κατ’ επίφαση αντικομμουνιστές, αυτοί που γοητεύτηκαν από τον πόλεμο, την περιπέτεια και τα κέρδη, τυχοδιώκτες, καιροσκόποι, άνεργοι, άνθρωποι της κατώτερης κοινωνικής υποστάθμης, ολόκληρα χωριά δεμένα με ισχυρούς δεσμούς συγγένειας, αλλά και ιδεολόγοι Εθνικοσοσιαλιστές και γερμανόφιλοι που οραματίζονταν αξιώματα και εξουσία μετά το τέλος του «νικηφόρου» πολέμου».


Η ανομοιογένεια αυτή ορίζεται με βάση δύο πόλους: τον Γεώργιο Πούλο από τη μία και τον Κυριάκο Παπαδόπουλο ή Κισά Μπατζάκ από την άλλη. Βενιζελικός αξιωματικός και απότακτος του κινήματος του ’35 ο πρώτος, αποτελεί τον ιδεότυπο του ιδεολογικού αλλά και συγχρόνως τυχοδιωκτικού δωσιλογισμού. Απλός πρόσφυγας χωρικός από την Πιερία ο δεύτερος, συνθέτει τον ιδεότυπο του «αμυντικού» και λαϊκού δωσιλογισμού που ζητεί «κάπου να ακουμπήσει» προκειμένου να αντισταθεί στον ΕΛΑΣ. Ανάμεσά τους πολλαπλές πτυχές και αντιφάσεις που θα κορυφωθούν στην περιβόητη μάχη του Κιλκίς. Ο Δορδανάς ασχολείται κυρίως με τον πρώτο πόλο που κυριάρχησε μέσα στη Θεσσαλονίκη, αναδεικνύοντας ανάμεσα στα πολλά άλλα ένα άγνωστο ως τώρα χαρακτηριστικό: τη σύγκρουσή του με τις κρατικές αρχές – την αστυνομία και τη χωροφυλακή.


Η κορύφωση της αφήγησης (αλλά και της περιπέτειας του βορειοελλαδικού δωσιλογισμού) έρχεται με τη μάχη του Κιλκίς, την πλέον πολύνεκρη της περιόδου 1941-1944. Ο ΕΛΑΣ θα θρηνήσει περίπου 150 νεκρούς αλλά θα προβεί σε μαζικές εκτελέσεις 1.000-3.000 αντιπάλων του μετά το τέλος της. Ο ενδοελληνικός χαρακτήρας αυτής της μάχης στοιχειοθετεί και τον χαρακτηρισμό της σύγκρουσης ως «κατοχικού εμφυλίου» (δεν είναι τυχαίος ο τίτλος Ελληνες εναντίον Ελλήνων). Μοναδική μου ένσταση, η ατεκμηρίωτη αναγωγή με την οποία οι εκτελέσεις του Κιλκίς ανάγονται στην εκτόνωση συσσωρευμένων παθών και μόνο. Συνολικά ο Δορδανάς μάς δίνει μιαν έντιμη, νηφάλια, λιτή αλλά συγχρόνως γλαφυρή ανασύσταση ενός κόσμου ελάχιστα γνωστού ως σήμερα που πλέον δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται «σκοτεινός».


Την ανομοιογενή πραγματικότητα του δωσιλογισμού φέρνει στην επιφάνεια και το συλλογικό έργο Εχθρός προ των πυλών που περιλαμβάνει τις ανακοινώσεις του πρώτου συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε γύρω από το θέμα αυτό. Δύο είναι οι βασικές συμβολές: η συγκριτική οπτική που τοποθετεί την ελληνική περίπτωση στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο και η τοπική προσέγγιση που βασίζει την ανασύνθεση σε συστηματικά τοπικά τεκμήρια.


Περιθωριακή παρουσία


Τον γενικό τόνο δίνει το άρθρο του Mark Mazower. Ο άγγλος ιστορικός δεν διστάζει να αμφισβητήσει τις κυρίαρχες ως τώρα απόψεις περί δωσιλογισμού που τον ταυτίζουν ιδεολογικά με τον φασισμό, θέτοντας ένα καίριο ερώτημα: Πώς συνδέεται η περιθωριακή παρουσία του φασισμού στις κατεχόμενες χώρες με την έκταση του δωσιλογισμού; Ο δωσιλογισμός, ισχυρίζεται ο Mazower, έχει ως έννοια ισχνή επεξηγηματική ικανότητα, καθώς το 1943 ο ναζισμός διέθετε ελάχιστους φίλους και θαυμαστές. Η αναζήτηση επομένως των ιδεολογικών καταβολών της συνεργασίας πρέπει να αναζητηθεί λιγότερο στον φασισμό και περισσότερο στον αντικομμουνισμό και στον μειονοτικό εθνικισμό. Ο δεύτερος άλλωστε βρίσκεται στο επίκεντρο του βιβλίου, καθώς πέντε εξαιρετικά άρθρα καταπιάνονται με τη σχετικά άγνωστη εμπειρία της Ανατολικής Μακεδονίας. Αξίζει ιδιαίτερα να διαβαστούν τα άρθρα για τους σλαβόφωνους της περιοχής (Τάσος Χατζηαναστασίου), τους Αρμένιους της Καβάλας και της Δράμας (Κατερίνα Τσέκου), το «βουλγαρογράψιμο», όπως ήταν γνωστή η απόκτηση βουλγαρικής υπηκοότητας (Νίκος Καραγιαννακίδης), και τις ποικίλες διαστάσεις του δωσιλογισμού στην Καβάλα (Κυριάκος Λυκουρίνος) και στη Δράμα (Βασίλης Ριτζαλέος), όπως αυτές προκύπτουν από τις διαθέσιμες αρχειακές πηγές.


Τόσο οι Ελληνες εναντίον Ελλήνων όσο και ο Εχθρός προ των πυλών κινούνται μέσα στο πνεύμα του ρεύματος εκείνου που έχει χαρακτηριστεί «νέο ιστοριογραφικό κύμα», καθώς καταπιάνονται σοβαρά και συστηματικά με μια δύσκολη θεματολογία, δίχως ιδεολογικές εμπάθειες, αγκυλώσεις και προκατασκευασμένα συμπεράσματα, ενώ δεν διστάζουν να καταπιαστούν με ευαίσθητες πτυχές όπως ο κατοχικός εμφύλιος ή η βία των δύο παρατάξεων. Από την άποψη αυτή είναι χαρακτηριστικό πως οι προλογούντες τα δύο αυτά βιβλία, και ιδιαίτερα το δεύτερο, είτε δυσκολεύονται να τα παρακολουθήσουν κατατρεχόμενοι από τα ανύπαρκτα φαντάσματα της «ρηχής και εξισωτικής αποιδεολογικοποίησης» και «της εξωφρενικής δικαίωσης» είτε αγνοούν εντελώς τα πορίσματά τους επιμένοντας στα τετριμμένα, λες και ξέχασαν να διαβάσουν τα άρθρα που επιμελήθηκαν ή μάλλον προτίμησαν να μην τα καταλάβουν.


Οικογενειακή ιστορία


Η τριλογία αυτή ολοκληρώνεται με Τα φαντάσματα της παραλίας της Πλάκας γραμμένο από έναν επαγγελματία οικονομολόγο και ερασιτέχνη ιστορικό (το βιβλίο κυκλοφορεί στα αγγλικά και αναμένεται η μετάφρασή του στα ελληνικά). Ο Στέλιος Περράκης, που διδάσκει οικονομικά στον Καναδά αλλά κατάγεται από το Ναύπλιο και τις Σπέτσες, επιχειρεί να ξεδιαλύνει ένα μυστήριο που τον απασχολούσε χρόνια: τη δολοφονία του αδελφού της μητέρας του από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ τον Μάιο του 1944 έξω από το χωριό Δίδυμα της Ερμιονίδας. Η έρευνά του, που στιγμές στιγμές θυμίζει αστυνομικό μυθιστόρημα, τον οδήγησε στη λεπτομερή ανασύνθεση του φόνου και, μέσα από αυτόν, της ζοφερής πραγματικότητας του πελοποννησιακού ’44 που παραπέμπει έντονα στο κλασικό έργο του Θανάση Βαλτινού Ορθοκωστά. Ο Περράκης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η δολοφονία του θείου του δεν υπήρξε μεμονωμένο γεγονός αλλά μέρος μιας ευρείας τρομοκρατικής εκστρατείας που εξαπέλυσε το ΕΑΜ και που είχε ως αποτέλεσμα την εξώθηση ενός σημαντικού τμήματος του πληθυσμού στη συνεργασία με τους Γερμανούς για λόγους αυτοπροστασίας αλλά και εκδίκησης. Η εκδίκηση αυτή περιγράφεται σε όλη την τραγική της διάσταση. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη η περίπτωση των Σπετσών που κατέληξε στους ξεχασμένους σήμερα απαγχονισμούς έξω από το Ποσειδώνιο.


Αν και εμπνευσμένος από μια οικογενειακή ιστορία και παρ’ ότι ερασιτέχνης ιστορικός, ο Περράκης πραγματοποίησε μιαν ιστορική έρευνα επαγγελματικού επιπέδου, χρησιμοποιώντας πλήθος αρχειακών τεκμηρίων και προφορικών μαρτυριών (γι’ αυτό άλλωστε δημοσιεύεται σε ακαδημαϊκό εκδοτικό οίκο). Αξίζει να σημειωθεί πως παρά τις προφανείς παγίδες παγίδες του εγχειρήματός του δεν ολισθαίνει σε εύκολους συναισθηματισμούς και εμπάθειες, ούτε επιχειρεί να δικαιώσει (ή να δικαιολογήσει) τη μία ή την άλλη πλευρά. Ετσι η έρευνά του έρχεται να συμπληρώσει τα πορίσματα των άλλων δύο βιβλίων (όπως και δύο πρόσφατων εργασιών του Νίκου Μαραντζίδη: του πρωτοποριακού Γιασασίν Μιλλέτ και των Αλλων Καπετάνιων).


Τρία βιβλία λοιπόν που φωτίζουν ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα. Νηφάλια, μετριοπαθή, έντιμα και βασισμένα σε εξαντλητική έρευνα, μετακινούν τον δωσιλογισμό από το πεδίο των απλοϊκών στερεοτύπων και των ατεκμηρίωτων διχοτομικών σχημάτων σε αυτό των σύνθετων αναλύσεων: ο δωσιλογισμός δεν είχε το ίδιο περιεχόμενο για τις πολλαπλές του ηγεσίες και βάσεις, ούτε τα ίδια χαρακτηριστικά στις πόλεις και στην ύπαιθρο, στον Βορρά και στον Νότο. Τα κίνητρα ήταν πολλαπλά, ανομοιογενή και συχνά αντιφατικά. Η αναγνώριση αυτής της πολυμορφίας αποτελεί κατάκτηση της επιστημονικής έρευνας, πρόκληση για νέες έρευνες σε μεγαλύτερο βάθος και προϋπόθεση βαθύτερης κατανόησης μιας δύσκολης στιγμής της ελληνικής Ιστορίας.


Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.