Είναι κοινό μυστικό ότι ο δεύτερος πόλεμος στο Ιράκ, που άρχισε τον Μάρτιο του 2003, έγινε για τα πετρέλαια, δηλαδή εξαιτίας των στενών προσωπικών δεσμών του προέδρου Μπους και του αντιπροέδρου Τσένι με εταιρείες πετρελαίων οι οποίες ήθελαν να εκμεταλλευθούν το ιρακινό υπέδαφος. Οπως πολλά κοινά μυστικά, πρόκειται για ένα ακόμη λάθος. Η συγκεκριμένη ερμηνεία υποβαθμίζει μια μακροχρόνια κίνηση της ιστορίας σε προσωπικές εκδουλεύσεις αμερικανών ηγετών. Για τον μαρξιστή γεωγράφο Ντέιβιντ Χάρβεϋ, η μακροχρόνια κίνηση είναι η υποχώρηση της πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου και η μερική υποκατάστασή της από τη συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους. Στα πρώτα στάδια του καπιταλισμού η πρωταρχική συσσώρευση περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τη βίαιη εκδίωξη των χωρικών από τη γη τους, το δουλεμπόριο και την τοκογλυφία. Σήμερα κυριαρχεί μια διαφορετική τάση απόσπασης πόρων με τις «πυραμίδες επενδυτικών απατών, τη σχεδιασμένη καταστροφή περιουσιακών στοιχείων μέσω του πληθωρισμού, την αφαίρεση περιουσιακών στοιχείων μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών και την αύξηση των επιπέδων του χρέους που υπάγει ολόκληρους πληθυσμούς… σε κατάσταση δουλοπαροίκων λόγω χρέους» (σελ. 152).


Η αδυναμία της βίας


Ο Χάρβεϋ ισχυρίζεται ότι η τάση αυτή του παγκόσμιου καπιταλισμού χρονολογείται από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και ότι αναδύθηκε τότε ως «αντιστάθμισμα στα χρόνια προβλήματα υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου» (σελ. 159). Στα προβλήματα αυτά προστέθηκαν αργότερα ο ανταγωνισμός της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Κίνας προς τις ΗΠΑ, οι οποίες κατέφυγαν έτσι στον «Νέο Ιμπεριαλισμό». Ο σημερινός ιμπεριαλισμός μοιάζει με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό του τέλους του 19ου αιώνα κατά το ό,τι εκδηλώνεται με την καταφυγή στη χρήση στρατιωτικής βίας προκειμένου να ελεγχθούν πλουτοπαραγωγικές πηγές έξω από τα σύνορα των ισχυρών χωρών της γης. Ωστόσο, κατά τον Χάρβεϋ αυτό δεν είναι σημάδι δύναμης αλλά αδυναμίας, καθώς οι ΗΠΑ δεν είναι τόσο ισχυρές όσο δείχνει η στρατιωτική τους υπεροχή. Μεγάλο μέρος των αμερικανικών κρατικών ομολόγων και του μετοχικού κεφαλαίου των εταιρειών δεν ανήκουν πια σε Αμερικανούς, η απώλεια θέσεων εργασίας στην αμερικανική βιομηχανία δεν αντισταθμίζεται, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ είναι τεράστιο και αυτή ακόμη η πρωτοκαθεδρία τους σε θέματα έρευνας και τεχνολογίας έχει αρχίσει να αμφισβητείται. Ο Χάρβεϋ είναι πολύ πιο πειστικός όταν αναλύει την τρέχουσα κατάσταση παρά όταν προτείνει διεξόδους. Το σενάριο ενός «νέου Νιου Ντιλ» στο εσωτερικό των ΗΠΑ και διεθνώς (σελ. 216) και της συγκρότησης ενός «αντιφιλελεύθερου συνασπισμού» από την Ινδία, τη Ρωσία, τη Βραζιλία και την Κίνα (σελ. 215), προκειμένου να υπάρξει μια αναδιανομή πόρων, δεν φαίνεται πιθανό.


Την αιτία για αυτό τη βρίσκουμε στα άρθρα των Ε. Σαϊντ και Στ. Γουργουρή στον συλλογικό τόμο Ο πειρασμός της Αυτοκρατορίας. Στο εσωτερικό των ΗΠΑ η φωνή της άλλης Αμερικής, που είναι «καλύτερα διατεθειμένη για τη διεθνή συνεργασία και το διάλογο» (σελ. 208) και η οποία εκφράζεται από φιλελεύθερες προσωπικότητες και από «σεβάσμιες προσωπικότητες του κεφαλαίου», παραμένει άφαντη, «όπως και κάθε άλλη κριτική της κυβέρνησης» (σελ. 188). Στον δε υπόλοιπο κόσμο η ερμηνεία της θετικής προδιάθεσης «των αμερικανών πολιτών προς τις επιλογές της εκάστοτε πολιτικής τους ηγεσίας στο χώρο της εξωτερικής πολιτικής», θέμα το οποίο μελετά η Ιωάννα Λαλιώτου, δεν έχει προχωρήσει πολύ μακριά από αυτό που ο Γουργουρής αποκαλεί «αφελή αντιαμερικανισμό». Η Λαλιώτου προτείνει ένα σχήμα ερμηνείας κατά το οποίο οι ίδιοι οι Αμερικανοί έχουν συγκροτήσει ένα «εθνικό φαντασιακό» υπόβαθρο πολιτισμικού πλουραλισμού και διεθνισμού και βλέπουν το έθνος τους ως μια μικρογραφία της παγκόσμιας οικογένειας των εθνών, ως «μια προβολή του κόσμου όπως θα έπρεπε να ήταν». Το πέρασμα από αυτή την αυτοεικόνα «στο αυτονόητο των στρατιωτικών επεμβάσεων ανά την υφήλιο αποδείχθηκε πολλές φορές ιδιαίτερα εύκολο» (σελ. 164).


Ατυπη αυτοκρατορία


Ωστόσο για άλλους συγγραφείς του ίδιου τόμου, όπως ο Π. Βόγλης και ο Χ. Παπαστυλιανός, οι στρατιωτικές επεμβάσεις δεν είναι το κύριο χαρακτηριστικό της αμερικανικής Αυτοκρατορίας. Ο μεν πρώτος υποστηρίζει ότι το μοντέλο της αυτοκρατορικής κυριαρχίας των ΗΠΑ είναι άτυπο. Δεν είναι μια τυπική αυτοκρατορία γιατί δεν στηρίζεται τόσο στην άμεση κυριαρχία επί άλλων κρατών όσο «στην αναπαραγωγή σε πλανητική κλίμακα του αμερικανικού καπιταλιστικού μοντέλου», «στην ενσωμάτωση των εθνικών οικονομιών σε ένα παγκόσμιο οικονομικό σύστημα υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ» (σελ. 107), καθώς και – στην περίπτωση της μετεμφυλιακής Ελλάδας – στην εγκαθίδρυση ενός «καθεστώτος συγκυριαρχίας» των ελληνικών ελίτ και της αμερικανικής αποστολής στην Ελλάδα. Ο δε δεύτερος, πιο πιστός στο βιβλίο των Α. Νέγκρι και Μ. Χαρντ με το οποίο ξεκίνησε η σχετική συζήτηση (Η Αυτοκρατορία, εκδόσεις Scripta, 2002), δεν ταυτίζει την Αυτοκρατορία με τις ΗΠΑ, αλλά μιλάει για ένα νέο, πολυεπίπεδο σύστημα διακυβέρνησης, στο οποίο η ηγεμονία ανήκει στις ΗΠΑ μόνο σε ό,τι αφορά τη στρατιωτική ισχύ.


Η οικονομική ισχύς ανήκει σε «μια ομάδα κρατών που ελέγχει τους μηχανισμούς νομισματικής σταθερότητας», ενώ σε βαθύτερο επίπεδο λειτουργούν διάφορα δίκτυα «που ελέγχουν τις ροές κεφαλαίου και τεχνολογίας… σε όλο τον πλανήτη». Δηλαδή «δεν υπάρχει πλέον μια μονοσήμαντη πηγή ισχύος, όπως ήταν αυτή του έθνους-κράτους» (σελ. 93). Ο Παπαστυλιανός προσθέτει ότι η άτυπη κυριαρχία στηρίζεται στους διάχυτους σε όλο τον κόσμο κοινούς ορισμούς για μια σειρά εννοιών (π.χ. τι σημαίνει σήμερα κίνδυνος, ασφάλεια κ.ά), προς τους οποίους εναρμονίζονται οι εθνικές νομοθεσίες. Η απώτερη συνέπεια είναι ότι στο επίπεδο του Συντάγματος και των νόμων «τα όρια μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας… γίνονται δυσδιάκριτα» (σελ. 94). Ποιος θα μπορούσε να αντισταθεί σε όλα αυτά; Οπως δείχνει ο Γ. Σταθάκης, η Αυτοκρατορία των Νέγκρι και Χαρντ, ως συνολικό ερμηνευτικό αφήγημα για τον κόσμο σήμερα, δεν προσδιορίζει ένα επαναστατικό υποκείμενο ούτε μια ενοποιητική ιδεολογία, διακατέχεται ωστόσο από το «πάθος της ανάλυσης και της φυγής στο μέλλον» (σελ. 62). Μέρος από αυτό το πάθος διοχετεύεται και στη δική μας επιστημονική κοινότητα χάρη στον τόμο των Βόγλη, Λαλιώτου και Παπαθεοδώρου. Αναδύονται και στη χώρα μας κριτικοί προβληματισμοί που ξεφεύγουν από τον κλασικό αντιαμερικανισμό. Ηταν καιρός, αν και αναπόφευκτα οι πιθανότητες αντικατάστασης του εύκολου καταγγελτικού λόγου από τον σύνθετο και ιστορικά τεκμηριωμένο λόγο είναι πολύ μικρές.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.