Επιτέλους, ένα μυθιστόρημα υπεράνω του τρέχοντα κώδικα ηθικής, που θέλει στο τέλος τον σύζυγο, ιδιαίτερα τον πολύτεκνο, να επανακάμπτει στην οικογενειακή εστία όπως συνήθως ο δολοφόνος στη φυλακή. Μυθιστόρημα πρωτίστως ερωτικό το τέταρτο της Ιωάννας Καρυστιάνη, σπάει τα ταμπού και τις προκαταλήψεις. Εστω και σε ώριμο γήρας, ο έγγαμος εραστής κάνει την επανάστασή του, ανταμείβοντας την πιστή επί 38 συναπτά έτη αγαπητικιά του, ενώ η σύζυγος, τουλάχιστον τρις του τα είχε φορέσει. Βίος και πολιτεία το ζεύγος των εραστών και η ανιστόρηση των παθών τους ένας Κήπος Χαρίτων, όπως εύστοχα τον αποκαλεί η συγγραφέας εις μνήμην Κωνσταντίνου Δαπόντε, καθόσον τον σταυρό του μαρτυρίου του περιέφερε και ο ήρωας, όχι όμως στην ξηρά ως ο μοναχός Καισάριος αλλά θαλασσοδέρνοντας, με σταθερό ωστόσο και αυτός σημείο αναφοράς το Ορος. Αθως το όνομα του φορτηγού με το οποίο τα τελευταία δώδεκα χρόνια κάνει κύκλους στον Ειρηνικό αρνούμενος να επιστρέψει οίκαδε. Αθωνίτισσα η Παναγία που σώζει το καράβι κάθε φορά που δοκιμάζεται από τον καιρό. Και τα προσκυνήματα παλαιότερα πάντοτε στο Αγιον Ορος, έστω και ως προπέτασμα καπνού για τις ερωτικές παρασπονδίες.


Μνήμη και ναυτοσύνη


Το γήρας και την τυφλότητα, δύο προσφιλή θέματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας πολιορκεί η συγγραφέας συσκευασμένα σε ένα βιβλίο μνήμης και ναυτοσύνης. Εβδομήντα πέντε ετών ο καπετάνιος στο παρόν της αφήγησης που τοποθετείται, ως επί τούτου, το 1997 ώστε ο ήρωας να είναι ασαράντιστο βρέφος στην πυρπόληση της Σμύρνης, 31 Αυγούστου 1922. Γέννημα Μικρασιάτης ονόματι Αυγουστής Δημήτρης, Μίμης για τη σύζυγο, Μήτσος για την αγαπητικιά, με τα χαϊδευτικά να δηλώνουν καταγωγή και βάρος αισθημάτων, ναυτόπαις από τα δεκαεπτά του γνώρισε στα 38 τη μοιραία γυναίκα της ζωής του, τη Λίτσα την κομμώτρια, αλλά παντρεύτηκε δύο χρόνια αργότερα κόρη μεγαλομπακάλη. Καταπόδας δύο κόρες και ο γιος με καθυστέρηση, από ένα συζυγικό κουτούπωμα, Νοέμβριο του 1973, λόγω απαγόρευσης της κυκλοφορίας πάνω που είχε αποφασίσει το διαζύγιο. Ενώ η Λίτσα της τετάρτης Γυμνασίου, μόνη στον κόσμο από τα δεκαπέντε, ψηφίζει ΚΚΕ για τη μάνα της, που την σκότωσαν γιατί έδωσε την κότα τους στους αντάρτες, και κάνει απανωτές εκτρώσεις.


Σωρευτικές και εν περιλήψει οι θαλασσινές περιπέτειες του καπετάνιου· λιμάνια, φορτία, ονόματα ναυτικών, με ανασκόπηση επί τροχάδην του βίου τους. Πλήρης κατάλογος του τελευταίου πληρώματος, είκοσι οι Αθωνίτες, δύο-τρεις σκιαγραφούνται, ένας προβάλλει ως ολοκληρωμένος χαρακτήρας, ο βοιωτός μάγειρας τακίμι από το 1972 με τον καπετάνιο. Ωστόσο οι αναδρομές εστιάζονται στις ανθρώπινες σχέσεις, κυρίως τις ενδοοικογενειακές, αφού σύζυγος και γιος μπαρκάρουν με τη σειρά σε μια προσπάθεια ανάκλησης του απολωλότος. Με ψεύτικη ταυτότητα παρουσιάζεται ο γιος, σαν την Αλίκη στο Ναυτικό. Στην ταινία ο Κωνσταντάρας έχει χάσει τα γυαλιά του, στο βιβλίο ο καπετάνιος το μάτι του από κεραυνό στο Αγιον Ορος, πιθανώς και ως τιμωρία του μοιχού.


Το ζεύγος των εραστών


Με ρομαντική άλω το ζεύγος των εραστών, κερδίζει τον αναγνώστη, ακόμη και αν κάποιες περιπέτειές του φτάνουν στην υπερβολή. Μπορεί κάποιος να δυσπιστεί με τον Αυγουστή όταν πηγαίνει σε κομμωτήριο κυριών αναζητώντας λύση για τα μαλλιά της μητέρας του, συχωρεμένης προ διετίας, που μάκραιναν μέσα από τις ραφές της μαρμαρόπλακας και με τη Λίτσα που ανταποκρίνεται, έτσι όμως φαίνεται η προσήλωσή τους στις ρίζες. Ηδη ο τίτλος του βιβλίου, Σουέλ, ως απόδοση του αγγλικού swell, σηματοδοτεί δευτερευόντως το κύμα, πρωτίστως όμως το φούσκωμα αισθημάτων και λόγου. Ιδιαίτερης μνείας αξίζει το διακριτό πλέον ύφος της συγγραφέως, έτσι όπως πλάστηκε εντός δεκαετίας. Η εκκίνηση σε κάθε κεφάλαιο γίνεται με μια θυμόσοφη ή και συνθηματική φράση που συχνά ομοιοκαταληκτεί για να ξεδιπλωθεί στη συνέχεια η περικοκλάδα της αφήγησης. Οι φράσεις μακραίνουν, οι παρομοιώσεις τελούν όλο και τολμηρότερα γεφυρώματα, τα επίθετα πληθύνονται και διά της συζεύξεως δύο ουσιαστικών η νεανική αργκό ερωτοτροπεί με στίχους και ατάκες, εν γένει ο λόγος λαμπρύνεται καθ’ υπερβολήν. Μπαρόκ το καρυστιάνειο ύφος, βρίσκεται ακόμη στο σουέλ του, μακράν εισέτι της μανιέρας.