Ενας μάλλον πεζός τίτλος, ο ενδεδειγμένος για τον πιθανολογούμενο ορίζοντα προσδοκιών του αγοραστή, αντί κάποιου χαρακτηριστικού που θα προσδιόριζε ευκρινέστερα το στίγμα του μυθιστορήματος, μακράν του διαφημιζόμενου στο οπισθόφυλλο θρίλερ. Εκτός κι αν το εκλάβουμε ως θρίλερ εκτυλισσόμενο στην «ένδον χώρα» οπότε ένας προσφυής τίτλος θα ήταν ο μετωνυμικός «σιωπηλό αποτύπωμα» ή, κατά την απόδοση εκ του γαλλικού του ίδιου του συγγραφέα, «αποτύπωμα σιωπής» παρ’ όλο που αυτή η δεύτερη εκδοχή ακυρολεκτεί, αφού δεν πρόκειται για την ψυχική εντύπωση της άκρας του τάφου σιωπής αλλά για τα ίχνη από καταστάσεις και συμβάντα, ενόσω κάποιος βρίσκεται σε πνευματική και ψυχική ετοιμότητα χωρίς ωστόσο να λειτουργεί ο νους ούτε το συναίσθημα. Κατά μια ανάγνωση, που θα ξεκινούσε από αυτόν τον εναλλακτικό τίτλο, ολόκληρο το μυθιστόρημα δεν είναι παρά η ανιστόρηση μιας αλλόκοτης «εσωτερικής εμπειρίας». Τυχαία συναπαντήματα με αγνώστους, διασταυρούμενα βλέμματα και ανίερα αγγίγματα, κλεμμένες εικόνες από ξένες ζωές, όλα στιγμιότυπα, ακαριαία και χαρακτηριστικά, που ο αφηγητής αναμηρυκάζει περπατώντας νύκτωρ και ακαταπαύστως. Διαδικασία μυστικιστικής τάξης, που αναδεύει επτασφράγιστες επιθυμίες, γειτνιάζουσα με το ψυχαναλυτικό ξεγύμνωμα, ανεξάρτητα από το αν ο αφηγητής εξομολογείται, δοθείσης της ευκαιρίας, πως για τον «δαιμόνιο Σιγισμούνδο» και τις «αποκρυπτογραφήσεις» του νιώθει δέος σαν να πρόκειται για «μυστικιστικές μεθόδους της Καμπάλα» όπου, ωστόσο, σπεύδει να προσθέσει πως αυτή η θυμική απόρριψη του δόκτορα Φρόιντ μπορεί και να δηλώνει ανωριμότητα ή και προκατάληψη.


Ενας πλους αυτογνωσίας, λοιπόν, διανθισμένος με τρομακτικά ενύπνια και παραληρηματικά ημερολογιακά αποσπάσματα, μετέωρης κατάληξης και ακαθόριστης διάρκειας, που δεν αποκλείεται να συμπίπτει με τα δηλούμενα όρια της γραφής – «φθινόπωρο 1999 – άνοιξη 2006» – αφού ξεκινά με επετειακή βραδιά στην Παλαιά Βουλή για τον Σολωμό και καταλήγει με τιμητική εκδήλωση στο Μέγαρο Μουσικής για γνωστό χάρις στο κοινωνικό του εκτόπισμα ποιητή. Αν και για να ακριβολογούμε, δικές μας οι εικασίες πως πρόκειται για τον Σολωμό ή τον δείνα λογοτεχνικά ελλειμματικό ποιητή και τους συγκεκριμένους χώρους, αφού η αφήγηση παραμένει αρκούντως αόριστα και όταν μετέπειτα αναφέρεται σε τηλεοπτικές εκπομπές και στρογγυλά τραπέζια, ώστε οι περιγραφές να αποκτούν γενικευτικά ισχύ. Πάντως ο συγγραφέας κλείνει το μάτι στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, καθώς το άπλωμα της ενορατικής εμπειρίας φέρνει στο προσκήνιο όψεις από «το λογοτεχνικό σινάφι» όχι σε ρεαλιστική ή σατιρική απόδοση αλλά ως καθρέφτισμα στο ταραγμένο συνειδητό του ήρωά του, ενός σαρανταπεντάχρονου πεζογράφου, ανασφαλούς και συμπλεγματικού.


Καθ’ υπερβολήν και με τα μελανότερα χρώματα, ένας παρόμοιος αφηγητής σκιαγραφεί τις συντροφιές συγγραφέων και το λογοτεχνικό κατεστημένο, αποδίδοντας σχεδόν εξπρεσιονιστικά ελιτίστικες νοοτροπίες και σαδομαζοχιστικές συμπεριφορές. Χαρακτήρες δεν πλάθονται, προβάλλουν όμως αντιπροσωπευτικές φιγούρες, όπως ο ναρκισσευόμενος λόγιος «κατά το ήμισυ γκέι» και ως προς το υπόλοιπο εραστής, που ακούει στο δηλωτικό παρωνύμιο Μαρκήσιος Ιν Εξέλσις. Από την άλλη ο αφηγητής, περιπλανώμενος στους αθηναϊκούς δρόμους, δίνει μια παρεκκλίνουσα εικόνα της πόλης, που συνταιριάζει στις λοξοδρομήσεις της με εκείνη του Σωτήρη Δημητρίου στο πρόσφατο αφήγημά του. Επαρχιώτης και ο περιπατητής του Πασχάλη, «βασανίζει» και αυτός ιστορίες για λαϊκούς ανθρώπους, τις οποίες και παραθέτει ως δοκιμές ή και σχεδιάσματα μελλοντικών διηγημάτων. Καθώς μάλιστα δέχεται προσκλήσεις από το εξωτερικό, όπως πλείστοι όσοι συγγραφείς μας εσχάτως, προσθέτει διηγήσεις από Λονδίνο, Παρίσι και πόλη της Ρουμανίας.


Απαξάπασες πλέκονται γύρω από καταραμένους έρωτες ανθρώπων που βρίσκονται στον προθάλαμο της κόλασης. Λόγος εκ βαθέων, πλούσιος σε υποβλητικές εικόνες τοπίων της υπαίθρου ανάκατα με φανταστικές παραστάσεις από εφιάλτες της ψυχής.


Ο συγγραφέας όμως, αγωνιώντας μην και εκφυλιστεί το μυθιστόρημά του σε συρραφή ιστοριών κάπως βεβιασμένης συνοχής, επινοεί ως ενοποιητικό πυρήνα ένα ερωτικό τρίγωνο που θυμίζει, όσον αφορά και την αμφιθυμία των ηρώων, τους έρωτες στη «Βερενίκη» του Ρακίνα, που ο Πασχάλης απέδωσε δις, σε ελεύθερο στίχο και κλασική μορφή, συμπτωματικά, κατά την έναρξη και το τέλος συγγραφής του μυθιστορήματος. Τρία πρόσωπα εμπλέκονται· ο πεζογράφος με τις λαϊκές προτιμήσεις, ένας ομήλικός του ποιητής, επηρμένος ως έκπτωτος άγγελος, και η αλλοδαπή σύζυγός του, μήλον της Εριδος, αν και ουδείς ερίζει για τη διεκδίκησή της. Εν τέλει μια σκοπίμως σαθρή ηρωίδα, προκάλυμμα στην ερωτική έλξη των δύο ανδρών, που πλάθονται αμφότεροι ως συγγραφικά alter ego μέσω ενός διχαστικού αντικατοπτρισμού. Ως κατάληξη, στήνονται ανατροπές μεταμοντέρνας σύλληψης, αφήνοντας ανοικτό το δράμα του ιψενικού τριγώνου. Διαβάζοντας το μυθιστόρημα του Στρατή Πασχάλη, έρχεται στον νου το σεφερικό παράδειγμα· το ύφος ευφραίνει, το μυθιστόρημα πάσχει.