Το μυθιστόρημα αρχίζει άγρια, απότομα, όπως σε μια ταινία όπου ο φόνος προηγείται των ζενερίκ (των αρχικών τίτλων). Εδώ όμως δεν πρόκειται για φόνο, αλλά για μια ετεροχρονισμένη εκδίκηση όπου ένας τύπος σαν μαινόμενος ταύρος τα σπάει σε μια εφημερίδα, φορώντας μάσκα Γκράουτσο Μαρξ και γάντια και, στο τέλος, απέρχεται σαν κύριος, γλιτώνοντας τη σύλληψη, αλλά με ένα καταματωμένο χέρι. Ποιος είναι; Ποιοι είναι οι άλλοι τύποι που τον περιθάλπουν; Ακόμη, μυστήριο. Σαν μια παρέα πανκ εμφανίζονται οι ανώνυμοι σύντροφοί του, που ζουν μάλλον περιθωριακά και μοιάζει να… πεινούν. Το τοπίο ξεκαθαρίζει σταδιακά, με τον τρόπο που ξεφλουδίζεις ένα κρεμμύδι. Μαθαίνουμε πως… ο ταύρος είναι ένας από τους ήρωες. Ο Βενιαμίν Σανιδόπουλος, πρώην δημοσιογράφος που μόλις επέστρεψε ύστερα από μια δεκαετία αυτοεξορίας στο Παρίσι (δούλευε σε μη κυβερνητικές οργανώσεις). Βρίσκει προσωρινό καταφύγιο κοντά στον παλιό του φίλο και ομοϊδεάτη της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς τον Παναγή. Το δίδυμο των φίλων συμπληρώνεται από δύο κοπέλες. Την τριαντάχρονη Μαρία, ιδιωτική υπάλληλο (δουλειά – σπίτι – δουλειά) και την 25χρονη Φλώρα, μια κοπέλα από την «ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων».


Οι δύο Φλώρες


Είναι κατακαλόκαιρο. Η Αθήνα φλέγεται και οι δύο μεσήλικοι άντρες αποφασίζουν να «διακόψουν», στην κυριολεξία, με το παρελθόν τους και ό,τι τους βασανίζει από αυτό, και να φύγουν διακοπές με τις κοπέλες τους σε ένα ανώνυμο νησί, που είναι κάτι «μεταξύ Μάνης και Κρήτης». Το νησί μάς παρουσιάζεται στην αρχή ως σχεδόν νορμάλ τόπος. Σιγά σιγά ανακαλύπτουμε πως μόνο τέτοιο δεν είναι. Παλιός τόπος εξορίας των αριστερών επί Εμφυλίου διαποτίστηκε από την ιδεολογία τους και έπειτα από χρόνια, την εποχή που διαδραματίζονται τα γεγονότα (καλοκαίρι του 2000), διατηρεί την ιδιαιτερότητά του: οι κάτοικοι στην πλειονότητά τους παραμένουν ασυμβίβαστοι (π.χ. πετούν στη θάλασσα τις κάμερες των τηλεοπτικών συνεργείων όταν έρχονται να καλύψουν μια μεγάλη πυρκαϊά, τα μαγαζιά τους ανοίγουν τα μεσάνυχτα, κινούνται όλοι σε προκλητικά αργούς ρυθμούς κ.ο.κ.) – ζώντας σε έναν δικό τους κόσμο. Ο αναγνώστης σιγά σιγά συνειδητοποιεί ότι το νησί αυτό είναι η ίδια η Ελλάδα, μαύρο πρόβατο στην απονευρωμένη και πειθήνια Ευρώπη.


Ωσπου στην ιστορία εμφανίζεται η μεγάλη Φλώρα, κάτοικος του νησιού εδώ και περίπου 40 χρόνια, η οποία διατηρεί ζαχαροπλαστείο-καφετέρια για την επιβίωση. Πρόκειται για την πραγματική Φλώρα, τη γυναίκα που ενέπνευσε την ηρωίδα του Στρατή Τσίρκα, την ερωμένη του «Ανδρέα» της «Χαμένης άνοιξης». Τότε ήταν μόλις 25 χρόνων, δηλαδή στην ηλικία της φίλης του Σανιδόπουλου, της «μικρής» Φλώρας. (Ο Σανιδόπουλος, μαθαίνουμε πως είναι κι αυτός ένας «ρατέ» (ματαιωμένος) συγγραφέας, άρα ο παραλληλισμός «Χαμένης» και «μανίας με την Ανοιξη» πατάει σε γερά πόδια). Από ‘δω και πέρα αρχίζει το πανηγύρι.


Δεν θα μπω στον κόπο να το διηγηθώ. Είναι τόσο πολλά τα επίπεδα που κινείται το μυθιστόρημα, που μόνο θα τα επισημάνω:


1. Οι διαπροσωπικές σχέσεις των τεσσάρων «παραθεριστών» καθώς εμπλέκονται σιγά σιγά στην ιστορία. Οι βαθμιαίες αλλαγές που επέρχονται στη νοοτροπία τους καθώς βιώνουν τα συγκλονιστικά γεγονότα του καλοκαιριού. (Ερωτες, ανακάλυψη της ιστορίας των ανθρώπων του νησιού, «το τελευταίο Σοβιέτ» της Ευρώπης, φόνοι, πυρκαϊές, πανηγύρια, άγρια φύση, βουνίσιοι, πεδινοί, αντάρτες και ταγματασφαλίτες – ένας ολόκληρος κόσμος που τίποτε μες στον χρόνο δεν τον άγγιξε.)


2. Η νεωτερική γραφή του συγγραφέα που δένει αρμονικά με το κοινωνικό μήνυμα που διαπερνά και αναθερμαίνει τις σελίδες του.


3. Η καλύτερη ανάλυση που διάβασα ποτέ για την «τρομοκρατία». Τυπικά συμβαίνει στο νησί, το καλοκαίρι της αφήγησης, αλλά οι ρίζες της πάνε πολύ βαθιά, βρίσκονται ενσωματωμένες στα βράχια, στις χαράδρες και στα βουνά του…


4. Ενας νεότερος συγγραφέας (Αρης Μαραγκόπουλος) δίνει το χέρι και ανασύρει από τη λήθη ένα μάλλον αποτυχημένο, διότι εξόχως πολιτικοποιημένο, μυθιστόρημα ενός άλλου συγγραφέα, μεγαλύτερου στα χρόνια, και διάσημου για άλλα έργα του, τον Στρατή Τσίρκα της Χαμένης Ανοιξης. Ο Μαραγκόπουλος με τη «μανία της δικής του Ανοιξης» καταφέρνει να πλάσει τον Σωτήρη Πέτρουλα τού σήμερα. (Ο πραγματικός σκοτώθηκε το 1965 σε διαδήλωση, ενώ ο Αξαρλιάν, το αθώο θύμα της 17Ν, σκοτώθηκε στην οδό Καραγεώργη Σερβίας το 1990).


5. Ο «Συνεταιρισμός» των γυναικών του νησιού: μετεξέλιξη των «Λαμπράκηδων» της δεκαετίας του ’60 και των πολιτιστικών συλλόγων της μεταπολίτευσης, κάτω από την καθοδήγηση της εκρηκτικής αυτής γυναίκας που είναι η «μεγάλη» Φλώρα.


6. Ο διάχυτος ερωτισμός του βιβλίου που διαποτίζει κάθε σελίδα του.


7. Ακόμη η άψογη κατασκευή του, δηλαδή η «δομή» του: ούτε μια σελίδα δεν στερείται τον λόγο της ύπαρξής της.


8. Τέλος η απεικόνιση της πραγματικής Ελλάδας, όπως επιβιώνει «εκτός των τειχών» και που φυσικά είναι αντίθετη, διότι real, με τα «ριάλιτι» της τηλεόρασης.


Το χρυσάφι του Μπαλζάκ


Το βιβλίο θα μπορούσε να λέγεται και Ο αρχαίος θυμός, αν δεν προϋπήρχε η Αρχαία σκουριά της Μάρως Δούκα. Αντιγράφω (σελ. 159-160): «Δεν υπάρχει άλλος λαός που μπορεί να καταλάβει (πόσο μάλλον να αισθανθεί) την πικρή ηδονή αυτού του συλλογικού καημού, τον καταπιεσμένο θυμό που τρέφουν αυτοί οι νοσταλγικοί ρυθμοί, αυτά τα απελπισμένα λόγια της ανεκπλήρωτης αγάπης, αυτές οι λυγμώδεις φωνές της απατημένης γυναίκας-χώρας». Η μανία με την Ανοιξη ολοκληρώνει την πορεία του συγγραφέα στον δύσκολο δρόμο που επέλεξε, περνώντας από τις συμπληγάδες του Τζόυς και του Μπόρχες, για να ξαναβρεί, σαν ανακαινισμένο νόμισμα, το χρυσάφι του Μπαλζάκ. Ενα συναρπαστικό πολιτικό θρίλερ, μια ανατομία του τόπου αυτού που λέγεται Ελλάς, και που ελπίζω να ανοίξει ευρύ διάλογο στο αναγνωστικό κοινό, μια που διαπραγματεύεται τη νεότερη ιστορία μας από τον Κολοκοτρώνη – Μαρίνο Αντύπα – Αρη Βελουχιώτη ως τον Κουφοντίνα. Οι εστέτ μπορούν να απέχουν. Εξάλλου τους απαγορεύεται η είσοδος στον «Συνεταιρισμό των Γυναικών».


Ο κ. Βασίλης Βασιλικός είναι συγγραφέας.