«Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» θα μπορούσε να είναι ο τίτλος για ένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής, «Το ταμπελάκι», μια και εμπνέεται από το συγκεκριμένο διήγημα του Γεωργίου Βιζυηνού. Και μάλιστα όχι όπως οι περισσότεροι τα τελευταία χρόνια από την κυρίως ιστορία αλλά από την τρόπον τινά απομυθοποιητική κατάληξή του. Ενας μικρός φαντασιώνει τρομακτικό και συνάμα μαγικό τον κόσμο πέρα από τη μεγάλη ανηφοριά που φράζει τον ορίζοντα του σπιτιού του. Οπως ο παππούς του Βιζυηνού, θα ήθελε και αυτός να ταξιδέψει ως την «Τούμβα», που δείχνει να αγγίζει τον ουρανό. Μόνο που ο μικρός στο διήγημα του Ν. Α. Μάντη έχει έναν παππού πολύ διαφορετικό από τον ονειροπόλο του θράκα συγγραφέα. Εναν «γεροντόμαγκα» που μια ωραία ημέρα παίρνει τον εγγονό του από το χέρι για μια βόλτα στη μυθική περιοχή που οι μεγάλοι αποκαλούν Γούβα, κι ας πρόκειται για ύψωμα, αφού εκεί μέσα σε φτωχογειτονιές φωλιάζουν τα κακόφημα στέκια. Στον δρόμο δεν συναντούν ούτε «Σκυλοκέφαλους» ούτε άλογα να χορεύουν, μόνο τσιγγάνους και ένα σπίτι με βεράντα και καγκελωτή εξώπορτα που επισκέπτεται ο παππούς αφήνοντας τον μικρό να περιμένει στο κεφαλόσκαλο. Περίεργος εκείνος κοιτάζει από τη μισάνοιχτη πόρτα και τότε αντικρίζει «το τεράστιο θηλυκό πλάσμα». Λίγο αργότερα ο παππούς συμπληρώνει το ταξείδιον της ζωής του και μένει ο εγγονός να ονειρεύεται εκείνο το γυμνό γυναικείο σώμα ως τον κατ’ εξοχήν θρυλικό και ανεξερεύνητο τόπο. Εφηβος πια θα αποτολμήσει το πρώτο της δικής του ζωής ταξείδιον στο σπίτι της ανηφόρας. Αν το διήγημα τελείωνε σε αυτό το σημείο, ουδείς θα υποψιαζόταν πως πρόκειται για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα, φρόντισε όμως ο Μάντης να φανερώσει την ανασφάλεια του πρωτάρη στρογγυλεύοντας την αφήγηση με μια σύμπτωση στα όρια του ανεκδότου.


Τα άκρα του βίου


Κυρίαρχο μοτίβο των εντελέστερων διηγημάτων της συλλογής, η σεξουαλική επιθυμία, όχι γενικώς και αορίστως αλλά στα άκρα του βίου ενός άνδρα, στην εφηβεία και κυρίως στο κατώφλι του γήρατος, όταν παίρνει τη μορφή της αταξίας, συνοδευόμενη, όπως συμβαίνει συνήθως με όλες τις τρέλες και τις παρεκτροπές, από την αγωνία της επιτυχούς διεκπεραίωσης. Πέραν του θαλερού παππού, και ο συνταξιούχος διπλωμάτης του πρώτου διηγήματος μια αταξία ετοιμάζεται να κάνει, αν και περισσότερο τον συγκινεί η σκέψη παρά αυτή καθαυτή η πράξη. Μια τελευταία αναλαμπή ενός ένδοξου παρελθόντος ως καζανόβα.


Ανεξάρτητα αν ελάχιστα πράγματα θυμάται από τα περασμένα μεγαλεία καθώς πάσχει από μερική αμνησία. Ανθεκτικότερη όμως της εγκεφαλικής μνήμης, τουλάχιστον κατά το διήγημα, αποδεικνύεται μια άλλη μνημονική λειτουργία, ας πούμε κυτταρική, που εγγράφει μυρωδιές, γεύσεις, αγγίγματα, με έναν λόγο όλες τις ερωτογόνες αισθήσεις. Για τον διπλωμάτη η ερωτική ζωή του στάθηκε ένα καρναβάλι με γυμνές μασκοφόρους, όπως τις απαθανάτιζε φωτογραφικά, και ήδη ακούει τις επευφημίες αθάνατος, «Αθάνατος στη Βενετία», κατά τον ευφάνταστο τίτλο του διηγήματος.


Η ερωτική επιθυμία συνυφασμένη με την απειλή του επερχόμενου θανάτου βρίσκεται στην καρδιά και ενός από τα σκοτεινά διηγήματα της συλλογής, που αποπειράται συνομιλία με τον «Θάνατο στη Βενετία» του Τόμας Μαν και την κατά Βισκόντι κινηματογραφική εκδοχή του. Αν και σε αυτό το διήγημα οι ρόλοι αντιστρέφονται και μια γυναίκα ορίζει το ερωτικό παιχνίδι, ενώ βαραίνουν το μεταφυσικό φορτίο και ο υπαρξιακός τρόμος, που σε ορισμένα από τα συντομότερα διηγήματα γίνεται το κυρίως θέμα. Ο συγγραφέας παίζει με παραβολές και συμβολισμούς ποικίλλουσας ευστοχίας. Για παράδειγμα, στο διήγημα «Σαύρα στον λαιμό» ο παρηκμασμένος ηθοποιός δείχνει ιδανικός στον ρόλο του πορθμέως για τη Νήσο των Μακάρων. Παρομοίως στο βραχύτατο «Πρόσωπο με πρόσωπο» ο αποκρουστικός τύπος, σωστός Κουασιμόδος, παραπέμπει σαφώς, ίσως και περισσότερο του αναγκαίου, στο τέρας της μοναξιάς. Ενώ στο διήγημα «Σκοτοδίνη» ένα άλλο τέρας, που και αυτό καταδιώκει τον ήρωα, καταντά περισσότερο γραφικό παρά γριφώδες καθώς η σύζευξη ρεαλιστικής και φανταστικής αφήγησης δείχνει βεβιασμένη. Στα δύο τελευταία διηγήματα της συλλογής, που και αυτά θα εντάσσονταν στα υπαρξιακά, ο φόβος του θανάτου παντρεύεται με το θέμα του χαρισματικού και ως προπομπού δημιουργώντας ένα κάποιο σασπένς.


Εύπλαστη γλώσσα


Γενικότερα πρόκειται για 11 ολοκληρωμένα διηγήματα που απλώνονται στην ενδεικνυόμενη έκταση. Η αφηγηματική φωνή παίζει άλλοτε σε πρώτο πρόσωπο και άλλοτε σε τρίτο, ωστόσο η εστίαση παραμένει σε καθένα σταθερή, παρακολουθώντας την οπτική γωνία του κεντρικού ήρωα. Εύπλαστη η γλώσσα, αποτυπώνει το λεκτικό του και αποπνέει, ανεξαρτήτως αφηγηματικού προσώπου, την κουλτούρα του, δίνοντας το χρονικό στίγμα της ιστορίας, ακόμη και όταν δεν αναφέρονται χρονολογίες. Αν και στο διήγημα «Η μνηστή του Τόμπι Γουίλιαμς» η συγγραφική δεξιότητα εξαντλείται στο πλάσιμο του ιδιόλεκτου, υστερώντας, πιστεύουμε, στις ψυχολογικές πινελιές. Εντελέστερο σε αυτή την άσκηση ύφους προβάλλει το διήγημα «Λευκή», με δάνεια υπόθεση από μια ιστορία του αστυνομικού δελτίου που συνέβη πριν από κάποια χρόνια, όπου απέλπιδα κυρία μιας κάποιας κοινωνικής θέσης εκμεταλλεύεται τα αισθήματα που εμπνέει σε έναν τρόπον τινά υποτακτικό της για να τελέσει αντ’ αυτής γι’ αυτήν το απονενοημένο διάβημα.


Ευτυχώς στην ολοένα και πολυαριθμότερη στρατιά των πρωτοεμφανιζομένων υπάρχουν και οι ευχάριστες εκπλήξεις, αν και ολοένα και σπανιότερα. Εννοούμε ευχάριστες από τη σκοπιά της ελληνικής λογοτεχνίας, όπου ο όρος νοείται με την παλαιότερη, στενή και κυριολεκτούσα σημασία του.