Ενα βιβλίο που ξεκινά με τον θάνατο του πατέρα είναι αναμφίβολα ένα βιβλίο που προσφέρεται για πρόχειρη και εύκολη ψυχανάλυση. Ο Μισέλ Βινόκ όμως φαίνεται να γνωρίζει πολύ καλά ότι οι ζωές των ανθρώπων μέσα στον χρόνο δεν μπορούν να ερμηνευθούν βιαστικά και αποσπασματικά, αλλά και ότι το υφάδι της μνήμης είναι πυκνό και αξεδιάλυτο. Ετσι, αξιοποιεί το πλούσιο ταλέντο του στην έρευνα και στη γραφή για να μας δείξει ότι η ιστορία του εαυτού είναι μια σύνθετη και πολύπλοκη υπόθεση που διαπλέκεται με την ιστορία της οικογένειας και με την ιστορία της κοινωνίας. Ομότιμος καθηγητής στο περίφημο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού, ο Βινόκ είναι ένας εξαιρετικός ιστορικός με σημαντικό έργο γύρω από την ιστορία των ιδεών, των ιδεολογιών, των διανοουμένων και του αντισημιτισμού. Σε αυτό το τελευταίο έργο του εγκαταλείπει τη «μεγάλη ιστορία» για να μας δώσει μια συναρπαστική αυτοβιογραφική μαρτυρία για τη «μικρή ιστορία» βάζοντας στο κέντρο της αφήγησης την οικογένειά του. Πρόκειται για ένα εξ ορισμού δύσκολο εγχείρημα, αφού ο ιστορικός καλείται να σκεφτεί και να εξιστορήσει το παρελθόν μέσα από τη ζωή του ίδιου και των δικών του.


Στον Μεσοπόλεμο


Ο Γκαστόν Βινόκ, γόνος μιας καθολικής αγροτικής οικογένειας του γαλλικού Βορρά, και η Ζαν Ντυσόλ, μια «αληθινή χωρική από τη Λουβρ» που δουλεύει από τα δώδεκά της χρόνια, παντρεύονται και αρχίζουν την κοινή τους ζωή στη Γαλλία της δεκαετίας του 1920. Το νεαρό ζευγάρι δεν ξέρει βέβαια ότι ζει στην εποχή που θα ονομαστεί αργότερα μεσοπόλεμος και «θέλει να πιστεύει ότι ζει σε ειρηνικούς καιρούς» (σ. 91). Οι καθολικοί Βινόκ αποκτούν σύντομα έξι παιδιά. Ο πατέρας εργάζεται στις σιδηροδρομικές γραμμές ενώ παράλληλα βοηθάει τη μητέρα στις καθημερινές της ασχολίες στο παντοπωλείο «Η Φθήνια», ένα μαγαζάκι που τους προσφέρει τα προς το ζην. Επισημαίνοντας εύστοχα ότι «οι ζωές των ανθρώπων πάνε συχνά κόντρα στο ρεύμα της ιστορίας έτσι όπως τη μαθαίνουμε στα σχολικά εγχειρίδια» (σ. 91), ο Βινόκ μας αφηγείται τις δυσκολίες της οικογένειας στα «τρελά χρόνια» της αφθονίας και τη σχετική βελτίωση της θέσης τους όταν η χώρα βυθιζόταν στην οικονομική κρίση. Μέσα από την ιστορία της οικογένειας Βινόκ αναδεικνύονται εικόνες της εποχής και πτυχές του βίου των λαϊκών στρωμάτων. Η χωριστή κλίνη των συζύγων αποτελεί τη βασική μέθοδο αντισύλληψης, πολυμελείς οικογένειες στριμώχνονται σε δυο δωμάτια, η εκπαίδευση είναι ένας από τους κεντρικούς δείκτες της κοινωνικής τάξης, το σχολείο παύει για τους φτωχούς στα 13 ή στα 14, ο καθημερινός μόχθος λυγίζει τους ανθρώπους, ο καθολικισμός συγκρούεται με τον κομμουνισμό στις φτωχογειτονιές. Το βιβλίο απογειώνεται όταν ο Βινόκ οργανώνει την αφήγησή του με βάση το ημερολόγιο του, πρόωρα χαμένου, μεγαλύτερου αδελφού του Μαρσέλ. Οι τύχες της οικογένειας ακολουθούν τις τύχες της Γαλλίας μέσα στον σκληρό χειμώνα του 1939-1940. Οι Παριζιάνοι εγκαταλείπουν την πόλη τους και η θύελλα του πολέμου σκορπίζει την οικογένεια στους πέντε ανέμους προκειμένου να επιβιώσουν. Ξαναβρίσκονται το 1943 με τον πατέρα και τον Μαρσέλ να έχουν προσβληθεί από φυματίωση. Ολοι μαζί, φυματικοί και υγιείς, ζουν «μέσα στη στενή κουζίνα» με το πτυελοδοχείο του πατέρα σε κοινή θέα (σ. 212). Ο πόλεμος, το Βισύ, η Αντίσταση, η απόβαση στη Νορμανδία ζωντανεύουν μέσα από τις σελίδες του ημερολογίου του Μαρσέλ που πεθαίνει στα 22 του, ενώ ο πατέρας τον ακολουθεί έναν χρόνο αργότερα.


Δύσκολες μνήμες


Ανάμεσα στις γραμμές της αφήγησης, ο συγγραφέας διαχειρίζεται και λογαριάζεται με τις δύσκολες μνήμες της παιδικής και νεανικής του ζωής. Αυτό είναι ένα βιβλίο για τον πρόωρα χαμένο Μαρσέλ, έναν μεγαλύτερο αδελφό που έφυγε αφήνοντας πίσω έναν μικρότερο που αγωνίζεται να τον γνωρίσει και να τον κρατήσει ζωντανό διαβάζοντας παθιασμένα τα βιβλία και το ημερολόγιο που άφησε. Είναι ακόμη ένα βιβλίο για τον Γκαστόν, έναν πατέρα σκληρό και δύστροπο, κατεστραμμένο από τις στερήσεις, την ανέχεια και την αίσθηση του ξεπεσμού. Είναι επίσης ένα βιβλίο για τη Ζαν, «για το παράδειγμα της μητέρας μου» όπως σημειώνει ο συγγραφέας (σ. 236), που μάζευε κουράγιο για να στήσει και να ζήσει μια οικογένεια. Αφανής ηρωίδα του βιβλίου και της ζωής, η Ζαν ακολουθεί και παρακολουθεί τον γιο της σε ένα ταξίδι όπου ο πατέρας, οιονεί πρωταγωνιστής, εξουσιάζει αλλά δεν κυριαρχεί.


Ο Σταθμός του Βορρά προσφέρει, όπως επισημαίνει ο Ρ. Σωμερίτης στο επίμετρο, μια γνωριμία με τη «βαθιά Γαλλία» των λαϊκών στρωμάτων και ένα μάθημα ουσιαστικής ιστορίας μιας χώρας που «δεν διακρίνεται για την αποτελεσματικότητα του «κοινωνικού της ανελκυστήρα»» (σ. 254-5). Στο πλαίσιο αυτής της ιστορίας, το βιβλίο αποκαλύπτει τη συγκλονιστική διαδρομή ενός ιστορικού από τις φτωχογειτονιές του Παρισιού στην αφρόκρεμα της γαλλικής διανόησης. «Ημουν νέος και ντρεπόμουν: μας περιέβαλλαν γιοι καθηγητών, μηχανικών και διαφόρων άλλων μεγάλων και τρανών» γράφει ο Βινόκ (σ. 235) για την εποχή των σπουδών του, όταν μόνος αυτός από ολόκληρη την οικογένεια κατόρθωσε να συνεχίσει το σχολείο χάρη στην υποστήριξη της μητέρας του και του αδελφού του, Πιερ. Συναρπαστική και λιτή αφήγηση, χωρίς περιττούς βερμπαλισμούς, αλλά με γνήσια, υπόγεια συγκίνηση, σε ένα βιβλίο που αποκαλύπτει με μοναδικό τρόπο την ταραγμένη επιφάνεια της ιστορίας και τα βάθη του ανθρώπινου ψυχισμού.


Η κυρία Εφη Γαζή είναι επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.