Ανεξάρτητα αν τα καινούργια πεζά γράφτηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, υποθέτουμε εντός της τελευταίας δεκαπενταετίας, και κάποια δημοσιεύτηκαν σε έντυπα ενώ άλλα πρωτοπαρουσιάζονται στο βιβλίο, η γενικότερη εντύπωση είναι αυτή των μεγάλων ανοικτών αφηγήσεων, όπου η μία διαδέχεται τεχνηέντως την άλλη, όπως, καλή ώρα, οι διηγήσεις της Σεχραζάντ, η οποία διέσωζε για χίλιες και μία νύχτες την κεφαλή της κρατώντας αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του απειλητικού χαλίφη. Στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη απειλητικότερου, αφού πρόκειται για το σημερινό αναγνωστικό κοινό, που θα πρέπει κάποτε να μάθει πως οι ευχάριστες ιστορίες είναι τις περισσότερες φορές, για να μην πούμε πάντοτε, ανούσιες, ενώ οι τρομακτικές έχουν θεραπευτικές ιδιότητες, όπως υποστηρίζει ο Μ. Κουμανταρέας μέσω της ηρωίδας του, της κυρίας Βικτωρίας. Εκείνη αναπτύσσει παραβολικά πώς τα παιδιά αγαπούν τις ιστορίες με δράκους και φαντάσματα γιατί ξορκίζουν τον φόβο χάρη στο άπλωμα και στα πισωγυρίσματα στον χρόνο των παραμυθιών. Οσοι λοιπόν μεγάλοι έχουν φτάσει στην ηλικία όπου κανείς σκιάζεται τη φθορά και τον θάνατο θα γλυκαθούν με τις ιστορίες του Κουμανταρέα που άλλοι, νεότεροι, μπορεί να βρουν και ψυχοπλακωτικές.


Σαν μετέωρες


Δέκα νουβέλες και ένα διήγημα, δέκα, όχι αναγκαστικά οι ίδιες, σε πρώτο πρόσωπο και μία σε τρίτο που εμφανίζονται σαν μετέωρες μεταξύ μυθοποιημένης αυτοβιογραφίας και ρεαλιστικής μυθοπλασίας. Αν και σε αυτό το βιβλίο η αυτοβιογραφική διάσταση χάνεται στα εξωλογοτεχνικά εδάφη που αρέσκονται να ανασκαλεύουν οι φιλοπερίεργοι καθώς τα πρόσωπα συστήνονται μόνο με το μικρό τους όνομα ή τον βαθμό συγγένειας ως προς τον αφηγητή, σε αντίθεση με τα δύο προηγούμενα «ημερολόγια της λογοτεχνίας» του Κουμανταρέα. Π.χ., στο αφήγημα «Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα», που προτάσσεται στο ομότιτλο βιβλίο του 1999, πρωταγωνιστεί ο Κώστας Ταχτσής, ενώ στο πρόσφατο «Μαραμπού και Χούντα» ένας Κώστας, ο οποίος, για νεότερους αναγνώστες, κυρίως για τους μελλοντικούς των επανεκδόσεων, δεν είναι παρά ένας παρορμητικός ήρωας με ευγένεια ψυχής και εμμονή στα καλά ελληνικά, μέσω του οποίου ο συγγραφέας ζητεί να δείξει πως η αντρίκια συμπεριφορά είναι ανεξάρτητη των όποιων ερωτικών επιλογών. Οσο για το θέμα της αφήγησης και τους 18 συγγραφείς που υπέγραψαν ένα κείμενο διαμαρτυρίας για τη λογοκρισία της χούντας, οι πρεσβύτεροι και κάπως σχετικοί τους συγχέουν με αυτούς των «Δεκαοκτώ κειμένων», όταν οι νεότεροι μετά βίας γνωρίζουν πως πριν από ένα τρίτο του αιώνα υπήρξε ένα δικτατορικό καθεστώς.


Εν τέλει ο Κώστας του «Μαραμπού και Χούντα», όπως και οι ήρωες των άλλων αφηγήσεων, είναι ένας άνθρωπος που στα νιάτα του θέλησε να πετάξει αλλά του έκοψαν τα φτερά, γιατί ο περίγυρος πάντοτε αποθαρρύνει, όταν δεν συνθλίβει, τους ευαίσθητους, ανεξαρτήτως φύλου και εποχής. Μια ευαίσθητη ψυχή και η Αγγελική, η οποία «εφονεύθη, πεσούσα από του εξώστου, εν εκστάσει φρενών», κατά την παπαδιαμάντεια φράση, που ανακαλεί ο αφηγητής, αφού και αυτή πλέει στη μνήμη του σαν τον «Νεκρό Ταξιδιώτη» του Σκιαθίτη. Μάνα της μάνας του, και οι φήμες στην οικογένεια γύρω από τα δεινά της αφήνουν σκοτεινά σημεία που αυτός φωτίζει σκιαγραφώντας με αδρές πινελιές χαρακτήρες και αποπνικτικές καταστάσεις συμβίωσης. Ακόμη μία ιστορία για τις τρυφερές κόρες των καλών οικογενειών, που τη μελαγχολία της συζυγικής στέρησης την αποκάλεσε η ιατρική της εποχής τους παράνοια ενώ ήταν μόνο τρέλα για ζωή. Ανέκαθεν το στίγμα της τρέλας ταλάνιζε τις ελληνικές οικογένειες, που προτιμούσαν να πιστεύουν πως την κουβαλούν στα γονίδιά τους παρά πως τη γεννούν στους παμφάγους κόλπους τους. Ενας άλλος ωραίος τρελός στο βιβλίο που στοιχειώνει τη μνήμη του αφηγητή είναι ο μεγαλύτερος αδελφός του, «Ο Αρης», όπου την ανιστόρηση του βίου του και του άδοξου τέλους του χρωματίζουν με δεξιότητα οι τύψεις όχι τόσο για μια συγκεκριμένη πράξη όσο για την κρυφή δυσφορία που προκαλούν στον οικογενειακό περίγυρο οι μακροχρόνιες ασθένειες. Τελείως διαφορετική η ατμόσφαιρα στην πρώτη διήγηση του βιβλίου «Τα χιόνια του Δεκέμβρη παραμονεύουν πάντα», που ανακαλεί τα Χριστούγεννα του 1944 και την αιχμαλωσία του δεκατριετούς τότε αφηγητή από τους Ελασίτες. Οι σημερινές απόψεις του αφηγητή, μαζί με τη νοσταλγική διάθεση, καθορίζουν την περιγραφή των ανταρτών, που μπορεί να ήταν και της περίφημης ΟΠΛΑ, προβάλλουν όμως σαν δερβίσηδες, ενώ μένει μια σχεδόν ερωτική ανάμνηση από τον αγριωπό μυστακοφόρο που του χάιδεψε τα μαλλιά.


Γερή δόση φαντασίας


Με πρότυπο τον πολλαπλώς μνημονευόμενο Παπαδιαμάντη, που ήθελε τον αφηγητή του να εικάζει εκμεταλλευόμενος τα κενά που αφήνουν οι ανιστορήσεις των συμβάντων, όπως άλλωστε και οι αναμνήσεις, ο Κουμανταρέας πλάθει ιστορίες ανακατώνοντας τη μνήμη και την παρατήρηση με μια γερή δόση φαντασίας. Κυρίως ιστορίες, κι άλλες εγκιβωτισμένες ή κατά παρέκβαση, η καθεμιά με τον δικό της αφηγητή, πέραν του συγγραφικού alter ego, κυρίες της καλής κοινωνίας έως ταξιτζήδες και γκαρσόνια στο ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρεταννίας», μπλέκουν τη σαγήνη παλαιότερων καιρών με την εξαλλοσύνη του 21ου. Το Παρίσι του 1900, το αριστοκρατικό Νέο Φάληρο της δεκαετίας του ’20 και την Κεντρική Ευρώπη του Μεσοπολέμου διαδέχονται οι πλατείες Βικτωρίας και Αγίου Παντελεήμονος. Οχι όμως οι υποβαθμισμένες περιοχές που αντικρίζουν οι πολλοί αλλά τα εξωραϊσμένα σκηνικά που στήνει ένας ουτοπιστής της παγκοσμιοποιημένης εποχής μας. Π.χ., στο πιο πρόσφατο πεζό του βιβλίου ο Νικολίν ο Αλβανός προβάλλει στα μάτια του αφηγητή σαν εκείνο το μοναδικό παλικάρι του Στράτη Μυριβήλη, τον Βασίλη τον Αρβανίτη.


Τελικά, ο Κουμανταρέας είναι ένας από τους λιγοστούς έλληνες συγγραφείς που τα βιβλία τους συγκαταλέγονται στα ευπώλητα παραμένοντας στη νησίδα της ελληνικής λογοτεχνίας, όπως την έχουν οριοθετήσει οι παλαιότεροι γηγενείς γραμματολόγοι.