«Αγαπώ τη νύχτα και πολλούς από τους ανθρώπους της που υπερβαίνουν τα όρια» γράφει ο Μπράιαν Πάλμερ στο τελευταίο κεφάλαιο αυτού του εκτενέστατου έργου γύρω από τις ταραγμένες νύχτες του καπιταλισμού (σ. 673). Η νύχτα της παράβασης, η νύχτα της εξέγερσης και της αμαρτίας, η νύχτα της λιμπιντικής φόρτισης, η νύχτα της ελευθερίας αλλά και της αποξένωσης αποτελεί τον καμβά πάνω στον οποίο ο συγγραφέας αποπειράται να ανασυνθέσει τις διαδρομές του καπιταλισμού σε ένα χρονολογικό πλαίσιο που ξεπερνά τους πέντε αιώνες. Συνδυάζοντας τη μαρξιστική με τη φουκωική ανάλυση, ο Πάλμερ εστιάζει στην παραβατική έκφραση στο πλαίσιο του κοινωνικού μετασχηματισμού και παρακολουθεί τις «σκοτεινές κουλτούρες» μέσα στα ιστορικά συμφραζόμενα της ανάπτυξης του καπιταλισμού.


Το δαιμονικό σκότος


Τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου συζητούν το «Παλαιό Καθεστώς» και τις διαδικασίες μετασχηματισμού των αγροτικών κοινωνιών στον ευρωπαϊκό κυρίως χώρο αλλά και στη Β. Αμερική. Το δαιμονικό σκότος της υπαίθρου και οι βασανιστικές συνθήκες ζωής του αγροτικού κόσμου προσφέρουν στον συγγραφέα την ευκαιρία να αναστοχαστεί τις νύχτες της μαγείας σε συνδυασμό με τις «αιρετικές αμφισβητήσεις της εξουσίας» στο τέλος της προ-νεωτερικής περιόδου, πριν από την επιστήμη και τον ορθολογισμό. Στην αυγή της νεωτερικότητας, ο Πάλμερ στρέφει το βλέμμα του στην «εποχή των Επαναστάσεων». Οι νύχτες των λιμπερτίνων συνδυάζουν, για τον συγγραφέα, την ενσώματη εμπειρία με τον λόγο της ανυπακοής προς την Εκκλησία και τον βασιλιά, ενώ οι λιμπιντικές ηδονές της νεωτερικότητας και η πορνογραφία απηχούν τον χλευασμό του «Παλαιού Καθεστώτος» και τον σαρκαστικό αντικληρικαλισμό. Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, μας λέει ο Πάλμερ, στέκεται στο κατώφλι ενός τεράστιου κοινωνικού μετασχηματισμού και «πλήττει τόσο τη φεουδαρχική όσο και την αστική τάξη» (σ. 146), χωρίς όμως να γίνεται πλήρως κατανοητό πώς οι νύχτες του εγγράφονται και απηχούν αυτό τον μετασχηματισμό. Η άνοδος του καπιταλισμού γεννάει τα «τέρατα της νύχτας» στα επόμενα κεφάλαια, όπου η λογοτεχνία του Μπραμ Στόουκερ και της Μαίρης Γουόλστονκραφτ Σέλεϊ, ο Δράκουλας και ο Φρανκενστάιν, ανακλούν τους φόβους της διχασμένης κοινωνίας, τις ταξικές και έμφυλες αντιθέσεις της και την αναζήτηση της κοινωνικής ευταξίας.


Οι ταξικές και έμφυλες ιεραρχίες του καπιταλισμού διαπλέκονται με τη φυλετική ανισότητα στα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου, όπου ο συγγραφέας εξετάζει την «εποχή των Αυτοκρατοριών». Τάξη, φύλο και φυλή «ανασυγκροτούνται στα προκεχωρημένα φυλάκια των αυτοκρατοριών». Στην εποχή της ανάδυσης του παγκόσμιου καπιταλισμού και της αποικιοκρατίας, ο Πάλμερ ανασυνθέτει με μαεστρία έναν κόσμο ανισότητας και εκμετάλλευσης μέσα στον οποίο η νυχτερινή εργασία, η παρανομία, οι κοινωνικότητες της νύχτας, οι αδελφότητες και οι συλλογικότητες, οι παραβατικές σεξουαλικότητες προβάλλουν ως μορφές αντίστασης μέσα στο σκοτάδι. Σε αυτή τη νύχτα της αντίστασης που συζητεί ο Πάλμερ παρεμβάλλεται ως εφιάλτης το επόμενο κεφάλαιο (σ. 491 κ.έ.) που εστιάζει στη σκοτεινή περίοδο του φασισμού. Η «Νύχτα των Κρυστάλλων» και το Ολοκαύτωμα ρίχνουν τη βαριά σκιά τους στη μακριά νύχτα της φασιστικής κτηνωδίας, αλλά και ο αντιφασιστικός αγώνας οργανώνεται μέσα στο σκότος. Ο συγγραφέας επιστρέφει στον οικείο του χώρο στο τελευταίο μέρος του βιβλίου για να συζητήσει «τις νύχτες της καπιταλιστικής εμπορευματοποίησης». Μπλουζ και τζαζ, σόουλ και σουίνγκ είναι οι μουσικές που γεννιούνται μέσα από πολιτισμικά υβρίδια και αρθρώνουν εναλλακτικούς λόγους πριν εμπορευματοποιηθούν, ενώ η σκοτεινή εικονολογία του «νουάρ» έχει την τιμητική της σε ένα κεφάλαιο πλημμυρισμένο από τα ανεκπλήρωτα όνειρα, τους εφιαλτικούς φόβους και τους αντι-ήρωες των αμερικανικών μητροπόλεων στον ύστερο καπιταλισμό. Οι «νύχτες της βίας» και οι φυλετικές συγκρούσεις του τέλους του 20ού αιώνα σε αυτές τις μητροπόλεις είναι το θέμα του τελευταίου κεφαλαίου, όπου η φυλετική οργή ξεχειλίζει μέσα στις συνθήκες της κοινωνικής ανισότητας, της εξαθλίωσης και της αλλοτρίωσης.


Η άγρια πλευρά


Ο Μπράιαν Πάλμερ, ειδικός στην ιστορία της εργατικής τάξης και των κοινωνικών κινημάτων, συνέθεσε ένα τεράστιο και πλούσιο μωσαϊκό της νύχτας, που τόσο αγαπά. Ακούραστος και ενεργητικός, μεταφέρει στον αναγνώστη την ενάργειά του και τον τραβάει σχεδόν από το χέρι «σ’ έναν περίπατο στην άγρια πλευρά». Μάγισσες, πόρνες, αιρετικοί, λιμπερτίνοι, πειρατές, συνωμότες, επαναστάτες, καταραμένοι καλλιτέχνες, περιθωριακοί και διωγμένοι ξαναζωντανεύουν στις σελίδες του και στοιχειώνουν τον καπιταλισμό αμφισβητώντας τις ταξικές, έμφυλες και φυλετικές ιεραρχίες του. Συγγραφέας ενός βιβλίου (Descent into Discourse) που πριν από περίπου δέκα χρόνια άσκησε κριτική στην υπονόμευση, όπως θεωρούσε, της μαρξιστικής κοινωνικής ιστορίας από τη «γλωσσική στροφή», ο Πάλμερ φαίνεται στις Κουλτούρες της Νύχτας να συνομιλεί με τους «αντιπάλους» του και να αποπειράται να μπολιάσει την κοινωνική ιστορία και την ιστορία της τάξης με αναλύσεις γύρω από την κουλτούρα, τον λόγο (discourse), το φύλο και τη φυλή. Το αποτέλεσμα είναι ένα γοητευτικό, μαγικό σε πολλά σημεία, βιβλίο, γραμμένο με πάθος, ένταση και πρωτοτυπία. Ο συγγραφέας μάς λέει ότι «δεν έχει μεθύσει από την αυταπάτη των δυνατοτήτων της νύχτας» (σ. 690), αλλά και ότι δεν επιδιώκει την αυτονόμηση του «λόγου της ετερότητας» (σ. 37). Ωστόσο η «μακριά νύχτα του καπιταλιστικού περιορισμού» του Πάλμερ περιλαμβάνει επεισόδια που δεν ανήκουν κατ’ ανάγκην σε αυτήν και δεν έχουν πάντοτε τον καθοριστικό χαρακτήρα που τους αποδίδεται μέσα σε ένα σχήμα όπου η ημερήσια διάταξη της εξουσίας βρίσκει τον αντίπαλό της στη νυκτερινή παραβατικότητα. Είναι βέβαιο όμως ότι σε αυτή τη μνημειώδη σύνθεση της ιστορίας της νύχτας μαθαίνει κανείς πολλά και ξαναβλέπει άλλα, παραδόξως μέσα στο σκοτάδι.


Η κυρία Εφη Γαζή είναι επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.