Είναι το σύμβολο της ιδεολογίας της χαλαρότητας, έκφραση μιας ιδιότυπης ελληνικής κουλτούρας της βραδύτητας (που σίγουρα δεν τη γνωρίζει ο Μίλαν Κούντερα), σήμα κατατεθέν του αργόσυρτου χρόνου και της ατέρμονης συζήτησης. Είναι ακόμη το σύμβολο μιας διανοητικής αλλά και σωματικής κατάστασης που τόσο καίρια προσωποποίησε ο λαζοπουλικός θεσσαλονικιός ήρωας, αραχτός στο μπαλκόνι με το φραπέ του, επικαλούμενος τη νιρβάνα του χαλαρά, με το «λάμδα» μακρύ, παχύ και υγρό. Πρόκειται φυσικά για τον φραπέ, τον πιο ελληνικό από τους καφέδες, που δεν δηλώνει απλώς ένα ρόφημα, ζεστό ή κρύο, αλλά και μια ολόκληρη στάση ζωής, έναν ελληνικό τρόπο ζωής.


Το παράδοξο είναι ότι αυτός ο απόλυτα ελληνικός ή καλύτερα ελληνογενής καφές, που δεν μπορούσες να τον βρεις πουθενά αλλού στον κόσμο ώσπου να τον ανακαλύψει ο τουρισμός ή η νοσταλγία της ελληνικής διασποράς, έχει γαλλικό όνομα, που σημαίνει χτυπημένος (από τον τρόπο παρασκευής του – με χτύπημα), παράγεται από ελβετική εταιρεία, με πρώτη ύλη αφρικανικής, κυρίως, προελεύσεως. Η ελληνική δύναμή του είναι τέτοια που συνέβαλε στον εμπλουτισμό της ελληνικής γλώσσας με τουλάχιστον τρεις-τέσσερις λέξεις. Σύμφωνα με το λεξικό Μπαμπινιώτη, από τη γαλλική μετοχή frappé προέρχεται η ελληνικότατη λέξη ο φραπές (πληθυντικός οι φραπέδες), υποκοριστικό το φραπεδάκι, αλλά και το ουσιαστικό φραπεδιά, που παραπέμπει περισσότερο σε μια πολιτισμική κατάσταση.


Το μετεμφυλιακό θαύμα


Η ιστορία του φραπέ δεν είναι μεγάλη αλλά ταυτίζεται με τον μισό αιώνα του μετεμφυλιακού «ελληνικού θαύματος». Ως σύμβολο της ιδεολογίας της χαλαρότητας δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί πουθενά αλλού παρά στη Θεσσαλονίκη – μια καταγωγή που μπορεί να θεωρηθεί ιστορική, δηλαδή τεκμηριωμένη, ή μυθολογική, πράγμα που δεν έχει και τόση σημασία. Σύμφωνα πάντως με την ιστορία ή με τον μύθο, ο φραπές εφευρέθηκε εκ τύχης το 1957 σε ένα περίπτερο της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης από τον Δημήτρη Βακόνδιο, πωλητή στο περίπτερο καφέδων και προϊόντων επεξεργασμένου γάλακτος του εισαγωγέα Ανδρέα Δρίτσα. Ηταν κυριολεκτικά ένα ατύχημα, ένα accident, καθώς ο Βακόνδιος μη διαθέτοντας ζεστό νερό έβαλε στιγμιαίο καφέ σ’ ένα ποτήρι με κρύο νερό, το κούνησε, ο αφρός ξεχείλισε, το κοστούμι γέμισε λεκέδες αλλά εγένετο… φραπές.


Η δημοσιογραφία, προνομιακός μάρτυρας των εξελίξεων, κατέγραψε το γεγονός. «Ο νέος τύπος καφέ, ο λεγόμενος καφές της στιγμής, «ενσταντανέ», αποκτά καθημερινώς όλο και περισσότερους οπαδούς και τείνει να εκτοπίσει τον παλαιό τούρκικο, τον κλασικό του είδους» διαβάζουμε στη Βραδυνή της 9ης Οκτωβρίου 1959. Φυσικά δεν έλειψαν και οι πολεμικές. Σ’ ένα χρονογράφημά μου στην εφημερίδα Ελευθερία του 1963 θεωρεί τον φραπέ κάτι σαν εθνικό κίνδυνο, όπως συνάδελφοί του τού 19ου αιώνα θεωρούσαν την μπίρα επικίνδυνο εισβολέα από τον Βορρά.


Η διάρκεια της στιγμής


Η Ελληνοεγγλέζα Βίβιαν Κωνσταντινοπούλου και ο Νεοϋορκέζος Ντάνιελ Γιανγκ, που, όπως δηλώνει, δοκίμασε σε κάποια ελληνική καφετέρια της Νέας Υόρκης τον φραπέ και ξετρελάθηκε μαζί του, συγγραφέας μεταξύ άλλων ενός Paris Cafe΄ Cookbook, εργάστηκαν με τη συνέπεια και τον ερευνητικό ζήλο ενός ιστορικού των νοοτροπιών για να καταγράψουν, για πρώτη φορά στη βιβλιογραφία, το «έθνος του φραπέ», δηλαδή αυτή την ιδιότυπη ελληνική ιδεολογία της αργοπορίας ή της στιγμής του φραπέ. Την περιγράφουν έτσι: «Πόσο να κρατάει άραγε η στιγμή του φραπέ; Μπορεί να είναι: α. η διάρκεια της πρώτης γουλιάς, περίπου ένα δευτερόλεπτο, β. το διάστημα του χρόνου μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας γουλιάς – ας πούμε μία με δύο ώρες, γ. η χρονική περίοδος από την πρώτη γουλιά μέχρις ότου η καφεΐνη που περιέχεται στην τελευταία γουλιά καθώς και η ζωηρή συζήτηση που έχει τροφοδοτήσει ο φραπές, σβήνει αργά προς την ημιπερίοδό της – δηλαδή από τρεις έως έξι ώρες. Οταν μια στιγμή μπορεί να διαρκέσει ένα δευτερόλεπτο ή 21.600 δευτερόλεπτα, πρόκειται για κάτι όντως εξαιρετικό».


Φυσικά το φραπέ συνδέεται με το ελληνικό καλοκαιρινό φαρ νιέντε, ίσως γι’ αυτό δεν έχει πουθενά αλλού την ίδια γεύση όσο σε μια ελληνική ακρογιαλιά, το απομεσήμερο. Ετσι δικαιολογείται το λυρικό ξέσπασμα των συγγραφέων: «οι συννεφένιες κορυφές του αφρού πλέουν ανάλαφρα πάνω στον καφέ σαν βουνά που φαίνονται πέρα στη θάλασσα».


Κάθε ιδεολογία έχει και τις εικόνες της.