Μετά το 1989 αιωρείται σε κύκλους αγωνιστών της Αριστεράς το ερώτημα αν άξιζε να αφιερώσει κανείς τη ζωή του σε έναν σκοπό που, τουλάχιστον μετά την κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων, αποδείχθηκε μάταιος. Ο Νίκος Οικονομάκος δεν αφήνει καμία αμφιβολία: η δική του ζωή δεν σπαταλήθηκε. Ηταν ζωή αφιερωμένη στον αντιφασιστικό αγώνα και στη βελτίωση της ζωής των συντρόφων του, μέσα και έξω από τη φυλακή. Ο Οικονομάκος ξεκίνησε από μούτσος σε πλοία για να βρεθεί στρατιώτης στο Ελ Αλαμέιν, επαγγελματικό στέλεχος στο παράνομο ΚΚΕ, κατόπιν έγκλειστος στη φυλακή για περίπου δεκαεπτά χρόνια, αυτεξόριστος στη Γαλλία, σωματοφύλακας του Μίκη Θεοδωράκη, στέλεχος του ΚΚΕ εσωτερικού και εν τέλει υπάλληλος διπλωματικών αποστολών της Ελλάδας στο Βέλγιο και στη Βενεζουέλα. Αν και η μόνη επαγγελματική ιδιότητα που είχε σε κάποια διάρκεια ήταν αυτή του κομματικού στελέχους, άσκησε πάμπολλα επαγγέλματα. Δούλεψε ως ειδικός στα εκρηκτικά (στον στρατό), ως ελαιοχρωματιστής, υδραυλικός, ηλεκτρολόγος, επιστάτης κτιρίων, χειριστής κινηματογραφικής μηχανής, επικεφαλής μαγειρείων, σωματοφύλακας και υπάλληλος. Εγραψε δε το βιβλίο του με τη βοήθεια της Μαρίας Καΐρη, η οποία επεξεργάστηκε την απομαγνητοφωνημένη μαρτυρία του κάνοντας εξαιρετική δουλειά. Η έκδοση κρατά το προφορικό ύφος του Οικονομάκου, έχει δε εμπλουτιστεί με φωτογραφίες, δικές του και των συντρόφων του, καθώς και με φωτογραφίες εγγράφων.


Προσωπικός ανθρωπισμός


Η μαρτυρία του Οικονομάκου διαφέρει από εκείνες άλλων αριστερών τόσο πολιτικά όσο και χρονικά και λογοτεχνικά. Κατ’ αρχάς ο Οικονομάκος δεν υπήρξε απλό μέλος ούτε ανώτερο καθοδηγητικό στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Θα λέγαμε ότι είχε καθοδηγητικό ρόλο κυρίως στο μεσαίο επίπεδο, μια βαθμίδα της κομματικής ιεραρχίας για την οποία ξέρουμε πάντοτε λιγότερα από ό,τι για τις ανώτερες. Η στάση του απέναντι σε διάφορες επιλογές του κόμματος ήταν κριτική βάσει ενός προσωπικού, δικού του ανθρωπισμού. Ταυτόχρονα υπήρξε φίλος ή συνεργάτης ηγετικών στελεχών της Αριστεράς και διανοουμένων ή καλλιτεχνών, ενώ με διάφορες αφορμές γνώρισε πλήθος πολιτικών, από υπουργούς του ΠαΣοΚ ως τον ούγγρο κομμουνιστή Γιάνος Κάνταρ. Γι’ αυτό θα ήταν χρήσιμο να υπήρχε ένα ευρετήριο κύριων ονομάτων στο τέλος του βιβλίου, καθώς και ένα χρονολόγιο της πολυκύμαντης πορείας του συγγραφέα. Επίσης θα περίμενε κανείς από τον Οικονομάκο να είναι πιο κριτικός και πιο πολιτικός απέναντι σε μερικά από τα ηγετικά πρόσωπα που γνώρισε. Ωστόσο, όπου η ματιά του γίνεται πιο προσωπική, εκεί τον κυριεύουν το συναίσθημα, η φιλία ή ο προσωπικός θαυμασμός. Χαρακτηριστικά γράφει ότι αν τύχαινε να συνέπιπτε κάπου με τον Φλωράκη την εποχή της διάσπασης του κόμματος (1968), ίσως ο ίδιος να μην πήγαινε με την ανανεωτική αριστερά. Με αυτή την έννοια, το βιβλίο είναι λιγότερο πολιτικό από ό,τι δείχνει σε πρώτη ματιά.


Χιούμορ και δράμα


Μια άλλη διαφορά με αντίστοιχα βιβλία άλλων αριστερών είναι το ότι η χρονική κλίμακα του Σεβάχ δεν περιορίζεται στην επίμαχη δεκαετία, αλλά εκτείνεται σε μια περίοδο σχεδόν εβδομήντα χρόνων, από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η συμβολή του στον αντιφασιστικό αγώνα και αργότερα στην επιβίωση των συγκρατουμένων του περιγράφεται ανάγλυφα, αλλά η κοινωνική του μαρτυρία για τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων στο πεδίο της μάχης, στο κόμμα, στις φυλακές και στις εξορίες είναι εξίσου ενδιαφέρουσα. Η μεγαλύτερη συνεισφορά του βιβλίου, όπως σωστά τονίζει στον πρόλογό του ο Τάσος Σακελλαρόπουλος, είναι η περιγραφή των συμβάντων στο κίνημα της Μέσης Ανατολής (1943-1944). Θα πρόσθετα ότι εξίσου σημαντική είναι η περιγραφή της καθημερινής ζωής των παράνομων κομμουνιστών και ειδικά εκείνη των εγκλείστων στις φυλακές, δεδομένου ότι ο Οικονομάκος πέρασε από οκτώ διαφορετικές φυλακές και δύο τόπους εξορίας.


Η ματιά του είναι επικριτική όταν, για παράδειγμα, περιγράφει την έννοια της «κομματικότητας» (σ. 180), όπως την «παρέδιδαν» οι επικεφαλής του κόμματος και ειλικρινής όταν αναστοχάζεται, για παράδειγμα, το πώς έκλαψε για τον θάνατο του Στάλιν και κάθησε να γράψει για αυτόν το μοναδικό στη ζωή του ποίημα (σ. 203). Πάνω απ’ όλα όμως, σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς, ο Οικονομάκος έχει μια ματιά χιουμοριστική. Περιγράφοντας, για παράδειγμα, την καθημερινή ζωή στη φυλακή, γράφει: «Το σοβαρότερο πρόβλημα που είχαμε στις φυλακές Ακροναυπλίας ήταν οι κοριοί… ο δε κοριός είναι ο καλύτερος αλεξιπτωτιστής που υπάρχει» (σ. 193). Απολαυστικό είναι το σημείο όπου αναπολεί το πώς, ενώ κατεζητείτο λίγο καιρό μετά την εγκαθίδρυση της απριλιανής δικτατορίας, διέφυγε στην Ιταλία περνώντας με πλαστό διαβατήριο από τον αστυνομικό έλεγχο στο λιμάνι της Πάτρας. Το διαβατήριό του ήταν στο όνομα «Ιωάννης Μεταξάς». Οταν ο ελεγκτής αστυνομικός τον ρώτησε αν τυχόν κατάγεται από «το ίδιο χωριό με το μακαρίτη», ο Οικονομάκος κέρδισε την ελευθερία του με την αποστομωτική απάντηση «Γιατί; Μήπως είσαι κι εσύ από εκείνους που τον βρίζουνε;» (σ. 246). Επινοητικός, ριψοκίνδυνος, ικανός να επιβιώνει, ώρες ώρες ο συγγραφέας μοιάζει με σύγχρονο Οδυσσέα. Είναι δύσκολο να πει κανείς αν ο Οικονομάκος είναι Σεβάχ ή Οδυσσέας, ωστόσο είναι φανερό ότι μπορεί δίπλα στις πολλές άλλες ιδιότητές του να προσθέσει ακόμα μία: συγγραφέας.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.