Οταν στις βιβλιοπαρουσιάσεις συστεγάζονται δύο ή και περισσότερες εκδόσεις, κατά κανόνα πρόκειται για βιβλία θεματικά, μπορεί και υφολογικά, συναφή. Εκτός κι αν η από κοινού αναφορά οφείλεται στους συγγραφείς, οι οποίοι τυχαίνει να συνυπάρχουν σε κάποιον επαγγελματικό χώρο ή κοινωνικό περιβάλλον, το συνηθέστερο, να συναντιούνται στις οριζόντιες, πιθανώς και εγκαρσίως τέμνουσες λογοτεχνικές ομαδοποιήσεις. Κατά παράβαση αυτού του άτυπου κανόνα, ο λόγος για δύο βιβλία παντελώς ξένα μεταξύ τους, πέραν ίσως του ολιγάριθμου των σελίδων τους. Ως απόσταγμα εμπειρίας το πρώτο, βρίσκεται εντός των ρεαλιστικών πλαισίων, όπου το ορθολογικό ενίοτε συγκρούεται με το παράλογο, καταπώς δείχνουν τα ιστορούμενα στο εν λόγω βιβλίο, ποτέ όμως με το εξωλογικό, όπως συμβαίνει στο δεύτερο, που κινείται στον χώρο του φανταστικού, σταθερά ανοικτό στο υπερφυσικό. Επιπροσθέτως, οι δύο συγγραφείς ουδέν το κοινόν έχουν. Περιστασιακός ο νεότερος Γ. Χαριτωνίδης, παρότι εντός της τελευταίας τριετίας εξέδωσε δύο βιβλία, παλαίμαχος ο Τ. Ρούσσος, με συστηματική ενασχόληση, τουλάχιστον κατά την τελευταία εικοσαετία, με το φανταστικό, αν και όχι με το δημοφιλές παρακλάδι της επιστημονικής φαντασίας. Εξωγενή, λοιπόν, τα κίνητρα του παράλληλου σχολιασμού των δύο βιβλίων, από διάθεση σχεδόν ρομαντική να μνημονευθεί μία λογοτεχνική αρετή, η οποία δείχνει να πνέει τα λοίσθια λόγω της εξάπλωσης – θα λέγαμε, αν δεν αποστρεφόμαστε την υπερβολή, με δραματικούς ρυθμούς – της αφηγηματικής τεχνικής των μπεστ σέλερ. Ο λόγος για την ελλειπτικότητα που επιτάσσει οικονομία και συντομία έναντι της όσο το δυνατόν εκτενέστερης ανάλυσης εγγίζουσας τα όρια της εξάντλησης. Δίκην παραδείγματος η από κοινού παρουσίαση, καθώς πιστεύουμε πως αυτή η απευκταία, σήμερα πλέον, ιδιότητα, λειτουργώντας αντίρροπα στα δύο βιβλία, παίζει καθοριστικό ρόλο στις αφηγήσεις.


Το θεματικό άνοιγμα


Αποκαλυπτικός ο τίτλος του πρώτου βιβλίου, προϊδεάζει σαφώς για το θεματικό του άνοιγμα. Από τη Λάπηθο, την άλλοτε ποτέ και Λάμπουσα, ο συγγραφέας, που η εισβολή των Τούρκων τον βρήκε να υπηρετεί στο παραπλεύρως στρατοπεδευμένο τάγμα πεζικού. Δεκαπενταύγουστο του ’74 πιάστηκε αιχμάλωτος στην Κυθρέα, από όπου και μεταφέρθηκε στις φυλακές της Τουρκίας. Στις 16 Απριλίου 2003, με τη μερική άρση των περιορισμών στη διακίνηση προσώπων από και προς τα Κατεχόμενα, ξαναβρέθηκε στον γενέθλιο τόπο ως ημερήσιος εκδρομέας, που είχε το ελεύθερο για ένα φευγαλέο κοίταγμα. Αν η αφήγηση απλωνόταν, θα κατέληγε σε ένα οδοιπορικό-ντοκουμέντο για την επικρατούσα κατάσταση αρχαιολογικών χώρων και μνημείων, χωριών και πόλεων, καθώς και για τις διαθέσεις γηγενών Τουρκοκυπρίων και εποίκων. Πολύτιμο ως μαρτυρία, ωστόσο η εύλογη συναισθηματική φόρτιση μπουκώνει παρόμοιες διηγήσεις. Αντ’ αυτού ο συγγραφέας προτιμά έναν ελλειπτικό λόγο, συνθέτοντας σύντομες ενότητες ως ψηφιδωτό, όπου θραύσματα από παιδικές μνήμες και σπαράγματα αναμνήσεων από τα συμβάντα του ’74 συγκολλώνται με τις εντυπώσεις της πρόσφατης επίσκεψης.


Στον κάποτε ελληνικό στρατώνα, τώρα τούρκοι φρουροί, στο δημοτικό σχολείο, όπου οι πατριωτικές απαγγελίες, πανηγυρισμοί τουρκικών επετείων, στις εκκλησίες, μουεζίνηδες, στο πατρικό, έποικοι. Μένουν ο τόπος, οι μυρωδιές του και οι εγκλωβισμένες γερόντισσες να ποτίζουν με τον ήχο της λαλιάς τους τις πέτρες και τα χώματα, μην και ξεραθεί το Ριζοκάρπασο. Για τη βασιλεύουσα των παλαιών ημερών μόλις μία παράγραφα, κι όμως η εικόνα αποκαλυπτική. Γοργόνα η Αμμόχωστος, «αιχμάλωτη, απομονωμένη, με το μάτι άγριο ψάχνει για άνθρωπο. Ρωτάει για τον Αλέξανδρο. Τι να απαντήσουμε; Απομακρυνόμαστε…». Από τα μυθολογικά όντα ερχόμαστε στο δεύτερο βιβλίο, μια πρωτότυπη νουβέλα στον χώρο του φανταστικού, όπου και πληθαίνουν οι υπερφυσικές εμφανίσεις.


Η γοητεία των ονείρων


Δανειζόμενοι μια έκφραση του Ανδρέα Εμπειρίκου, θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε τον ήρωα του Ρούσσου, κυνηγητή της γοητείας των ονείρων, καίτοι αφελής και αμόρφωτος ηλεκτρολόγος, αφού γι’ αυτόν τα ενύπνια απεδείχθησαν η βασιλική οδός όχι προς τα μελλούμενα, όπως στους αρχαίους τραγικούς που συστηματικά μεταφράζει ο συγγραφέας, ούτε προς το ασυνείδητο αλλά προς έναν εξωγήινο κόσμο μακαριότητας. Μάλλον σπάνια περίπτωση, όχι όμως και απίθανη. Τα παράδοξα ξεκινούν, όταν ο ήρωας αρχίζει να κουβαλά ποικίλα αντικείμενα από τις ενύπνιες περιπλανήσεις του. Τριτοπρόσωπη η αφήγηση, εστιασμένη στην οπτική του ήρωα, διατηρεί ταχύ ρυθμό, καθώς το μεγαλύτερο μέρος από τα κατ’ όναρ θαυμαστά παρουσιάζεται ως εκμυστήρευση σε τρεις μεγαλύτερους και εγγράμματους φίλους κατά τις εβδομαδιαίες συναντήσεις τους σε «ταβερνίτσα». Γρήγορα, οι δύο τρομάζουν και αποχωρούν, σοφότερος ο τρίτος, παραμένει, μέχρι τέλους, εκλεκτός συνομιλητής. Οι στιχομυθίες καλλιεργούν το σασπένς, αν και δείχνουν να ακροβατούν σε επισφαλή εδάφη, όταν αγγίζουν θέματα όπως η πολλαπλότητα των κόσμων ή η έννοια της πραγματικότητας.


Από τον μυστηριώδη κόσμο των ονείρων θα έρθει, εν τέλει, μια γυναικεία παρουσία, κάτι σαν τους αγγελιοφόρους των θεών στα ελληνιστικά μυθιστορήματα. Ακρως ερωτική και συνάμα ζηλόφθονη, παραπέμπει στις σειρήνες ή και τα φαντάσματα των κλασικών της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, από τους οποίους πιστεύουμε πως εμπνεύστηκε ο συγγραφέας, πέραν του Σαίξπηρ που μνημονεύεται στο οπισθόφυλλο. Οπως και να έχει, ο Ρούσσος, πιθανώς και για να καταστήσει ερεθιστικότερη την ιστορία του, περιγράφει αναλυτικά τη συνεύρεση με την ονειρώδη παρουσία. Αφυλος θα αποδειχθεί η θεία ύπαρξη, όπως οι άγγελοι στα όνειρα των ασκητών, μόνο που το δικό της αποκαλυπτικό μεγαλείο εξανεμίζεται στην περιγραφικότητα της κυριολεξίας. Ενώ, με την ελλειπτικότητα, οι συναντήσεις με αλλόκοτα πλάσματα διασώζουν τη σαγήνη τους, όπως εκείνο το συναπάντημα με τον «κάρχαρο» στη «Λαμπηδόνα του βυθού» του Πέτρου Πικρού.


Συνήθως, όταν οι συγγραφείς βιάζουν τους εκδοτικούς τους ρυθμούς με νουβέλες, ως κολατσό μεταξύ των κυρίως γευμάτων, εκμεταλλευόμενοι τις ευκαιρίες των καινούργιων εκδοτικών οίκων, που θέλουν να αποκτήσουν σώνει και καλά πεζογραφική σειρά, τα αποτελέσματα είναι θλιβερά. Εμπειρος ο Ρούσσος, διασώζεται, περιφρονώντας όμως το προνόμιο της ελλειπτικότητας, χάνει την ευκαιρία για μια ατμοσφαιρική νουβέλα άλλης διάστασης.