Μάρτιο 1992 φέρει ως χρονολόγηση το εισαγωγικό σημείωμα του Β. Παγκουρέλη στην έκδοση κάποιων νεανικών πεζών του Αγγελου Τερζάκη που βρέθηκαν στα χαρτιά του, άλλα ολοκληρωμένα με πάμπολλες μεταγενέστερες διορθώσεις κι άλλα ημιτελή και χωρίς ημερομηνία. Ο επιμελητής του τομιδίου Οι Επαναστατημένοι εξομολογείται πως χρειάστηκε σκληρή δουλειά για «την αποκρυπτογράφηση του δύσκολου γραφικού χαρακτήρα του συγγραφέα, που το μελάνι και ο χρόνος είχαν κάνει ακόμη δυσκολότερο». Ακόμη και φαντασία, «για να βρεθούν οι έννοιες που ήταν κρυμμένες κάτω από τις φθαρμένες γραμμές. Και ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό ήταν να πιστέψει κανείς στο όραμα του – νεαρού έστω – Τερζάκη, να δονηθεί από τις ίδιες μυστικές ροές». Ακριβώς το 1992 ολοκληρώθηκε το μυθιστόρημα του Παγκουρέλη, σύμφωνα με την επιμελήτρια Γ. Κριτσέλη. Οπότε θα ευσταθούσε η υπόθεση πως γράφτηκε εν παραλλήλω με την «αποκρυπτογράφηση» και, γιατί όχι, υπό την ευεργετική επίδραση του Τερζάκη. Μάλιστα στο τελευταίο διήγημα της συλλογής, «Ο γέρος», «ο θάνατος αγγίζει παντού», όπως και στο καταληκτικό κεφάλαιο του μυθιστορήματος με τον άπελπιν και γέροντα αφηγητή. Εσαεί εραστής του θεάτρου ο Τερζάκης, θα διασκέδαζε με τυχόν ίχνη του σε ένα μυθιστόρημα μέχρι μυελού οστέων σαιξπηρικό. Πάντως το μυθιστόρημα, όπως και τα διηγήματα του Τερζάκη, έμεινε αδημοσίευτο στο συρτάρι ή έστω στο ηλεκτρονικό αρχείο, παρ’ όλο που ο αδόκητος θάνατος του Παγκουρέλη ήρθε έξι χρόνια αργότερα. «Επιθυμούσε ο συγγραφέας τη δημοσίευση;» ήταν το ερώτημα που έθετε ο επιμελητής για τα διηγήματα του Τερζάκη και το οποίο μάλλον δεν απασχόλησε τους συντελεστές της πρόσφατης έκδοσης, η οποία εμφανίζεται και ως επετειακή, αφού το 2006 ο Παγκουρέλης θα γιόρταζε τα εξηκοστά γενέθλιά του.


Στην όχθη του Τάμεση


Για πλείστους όσους λόγους, το μυθιστόρημα είναι σαιξπηρικό. Διαδραματίζεται στην Αγγλία του Σαίξπηρ, κατά κύριο λόγο στο Λονδίνο της εποχής του και δη στο θέατρό του, το περίφημο Γκλόουμπ Θίατερ ή ελληνιστί Σφαίρα, μια και έφερε ως έμβλημα τον Ηρακλή να σηκώνει την υδρόγειο. Πιστές και ενδελεχείς περιγραφές ζωντανεύουν τον τόπο και το ξύλινο κτίσμα του 1599 στη νότια όχθη του Τάμεση. Ως φαίνεται, η Σφαίρα είχε τον πρώτο λόγο στο στήσιμο του μυθιστορήματος, αφού καθόρισε τον χρόνο δράσης, προσφέροντας στον συγγραφέα την έμπνευση για μια υποβλητική κατάληξη. Ολα συμβαίνουν εντός του 1613 και κορυφώνονται στις 29 Ιουνίου του ιδίου έτους, όταν πρωτοανεβάστηκε ο «Ερρίκος Η´» του Σαίξπηρ. Τότε που οι κανονιοβολισμοί της πρώτης πράξης έβαλαν φωτιά στην αχυρένια στέγη και το θέατρο έγινε παρανάλωμα του πυρός, χωρίς ωστόσο θύματα, μια και το πολυπληθές κοινό της παράστασης κατόρθωσε να βγει έγκαιρα από το φλεγόμενο κτίριο, όπως ακριβώς ανιστορείται στο μυθιστόρημα. Την επόμενη χρονιά το θέατρο ξαναστήθηκε, αλλά η αφήγηση δεν συνεχίζει περαιτέρω, μια και η φωτιά έφερε τη νέμεση. Αλλωστε και ο Σαίξπηρ, διατηρώντας το μερίδιο ιδιοκτησίας που είχε, δεν ανακατεύτηκε ξανά αποτραβηγμένος, ως εικάζεται, στο γενέθλιο Στράτφορντ-απόν-Εϊβον.


Ανάμεσα στους ήρωες του μυθιστορήματος και ιστορικά πρόσωπα της εποχής από την πολιτική και το θέατρο, αν και με παραλλαγμένα ονόματα οι θεατράνθρωποι, καθώς πρωταγωνιστούν σε ρόλους δικαίων αλλά και αδίκων. Επανειλημμένα μνημονεύεται «ο κυρ Ουίλλιαμ Σαίξπηρ», για να αποκαλυφθεί στο τέλος πως βρίσκεται στον πυρήνα του γρίφου, ενώ οι πολιτικές ίντριγκες της εποχής χρησιμεύουν ως προπέτασμα καπνού. Πρωτότυπη η υπόθεση, αξιοποιεί τα κενά γύρω από το πρόσωπο του Σαίξπηρ και την αμφισβητούμενη πατρότητα μέρος του έργου του. Από τα θρυλούμενα παλαιότερα και τις μεταγενέστερες, λιγότερο ή περισσότερο, τολμηρές θεωρίες γύρω από τη ζωή του, ο Παγκουρέλης επέλεξε να εμπλέξει τον ομήλικο του Σαίξπηρ, ιδιοφυή Κρίστοφερ Μάρλοου, πιθανώς και γιατί τα θεατρικά έργα του μεταφράζονταν στα ελληνικά την εποχή της συγγραφής του μυθιστορήματος. (Από τον Κλείτο Κύρου ο «Δόκτωρ Φάουστους» και τα υπόλοιπα τέσσερα από τον Σ. Βελέντζα, με τελευταίο το εφετινό «Ταμερλάνος ο μέγας», με το οποίο και συμπληρώθηκαν τα θεατρικά άπαντα του Μάρλοου στις εκδόσεις Αγρα.) Προηγήθηκε στη θεατρική τέχνη ο Μάρλοου. Ηδη, στα τέλη της δεκαετίας του 1580, όταν ο Σαίξπηρ ακαταστάλακτος έφθανε στο Λονδίνο, τα έργα του παίζονταν και συγκινούσαν και τα πλήθη και τους μουσόφιλους. Ενας πρώτος ποιητής στην αγγλική σκηνή, μόνο που σκοτώθηκε άδοξα στα 29 του. Πολύ επηρέασε τον Σαίξπηρ, μάλιστα στις επεξηγηματικές σημειώσεις του ο Παγκουρέλης αναφέρει μια διάδοση που θέλει τον Μάρλοου να μην πεθαίνει αλλά να κρύβεται και να επανεμφανίζεται με το όνομα Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Πάντως, για το μυθιστόρημά του προτίμησε μια μετριοπαθέστερη εκδοχή, χωρίς να εκμεταλλευθεί τις σκοτεινές πλευρές του Μάρλοου, όπως θα έσπευδε να κάνει ένας νεότερος. Ούτε ριζοσπάστης ούτε ηδονοθήρας ο Μάρλοου του μυθιστορήματος, αλλά ιατροφιλόσοφος, στον μαγικό τότε ρόλο του υποβολέα, ο οποίος εν μέσω θεατρίνων προσπαθεί να χωρίσει την καλή από την κακή πλευρά τους. «Φως του Αυγούστου και σκοτάδι του Δεκέμβρη», κατά την ποιητική έκφρασή του.


Μόλις 21 ετών


Σαιξπηρικό το μυθιστόρημα και ως προς τις επί μέρους ιστορίες. Για παράδειγμα, το ξεκίνημα θα μπορούσε να αποτελεί το πρώτο κεφάλαιο μιας μυθιστορηματικής βιογραφίας του άγγλου δραματουργού, καθώς επαρχιώτης ο αφηγητής, μόλις 21 ετών, θαμπωμένος από τις παραστάσεις ενός περιοδεύοντος θιάσου, αποφασίζει το μεγάλο ταξίδι στην πρωτεύουσα για να γίνει ηθοποιός. Μόνο η γενέτειρα αλλάζει και βεβαίως η χρονολογία. Δεν βρισκόμαστε πια στα χρόνια της Ελισάβετ αλλά μεσούσης της βασιλείας του Ιακώβου Α´ της δυναστείας των Στιούαρτ, με το θέατρο να ανθεί και τις ελισαβετιανές συνωμοσίες ως βάθος πεδίου. Ο ήρωας, όπως και ο Σαίξπηρ, γρήγορα ανακαλύπτει πως η σταδιοδρομία του ηθοποιού δεν του ταιριάζει. Αντ’ αυτού, ερωτεύεται κεραυνοβόλα την κόρη του θεατρώνη και η «νόνα» τούς παραστέκεται στο πρότυπο των σαιξπηρικών ειδυλλίων.


Κατά τα άλλα, μότο και περιληπτικά των συμβάντων ανοίγματα στα 34 κεφάλαια αντιγράφουν τα μυθιστορήματα εποχής, όπως και η αυστηρά καθορισμένη δομή. Τρία μέρη, στα δύο πρώτα – με δέκα κεφάλαια έκαστο – λαμβάνουν χώρα οι τρεις συνολικά θάνατοι, στο τρίτο και εκτενέστερο παρατίθενται οι διαδοχικές αποκαλύψεις. Το πρώτο και το τελευταίο κεφάλαιο κάθε μέρους αναφέρονται στο παρόν της διήγησης, όταν γέρος πια ο αφηγητής (κάπου γύρω στα εξήντα, αφού ίσχυε ακόμη το κλείσιμο των θεάτρων που είχαν επιβάλει οι πουριτανοί) θυμάται και καταγράφει την παλαιά ιστορία. Αστυνομικό τύπου Αγκαθα Κρίστι, καθώς εστιάζεται στο ικανοποιητικό δέσιμο της πλοκής, αν και οι περιπέτειες του νεαρού ήρωα με τα ρομαντικά ιδεώδη, έτσι όπως μεταμορφώνεται σε αυτοσχέδιο ντετέκτιβ, δείχνουν προς ένα μυθιστόρημα διάπλασης. Ανάλαφρο το ύφος, παρά τις σκοτεινές πλευρές των ανθρώπινων σχέσεων που αποκαλύπτονται, μόνο στα κεφάλαια όπου γέρος ο αφηγητής θρηνεί την αγαπημένη του, σαν να σαλεύει το φάντασμα του πρίγκιπα της Δανιμαρκίας.


Από τον «Αμλετ» ο τίτλος και ο Γιόρικ, «ένας μπάσταρδος λοξός κακομοίρης… ένας χολεριασμένος από την τρέλα… ο αστείος του Βασιλιά», κατά τη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, κατά άλλους, ο γελωτοποιός. Και ο αφηγητής εμβαθύνει «στο μυστήριο και το μεγαλείο του Αμλετ, στα μεγάλα αιώνια ερωτήματα, τα δίχως απάντηση ή τουλάχιστον δίχως μία και μοναδική απάντηση», όπως παρατηρούσε ο θεατρικός κριτικός Παγκουρέλης, με αφορμή ένα ανέβασμα του «Αμλετ» το σωτήριον 1992 με Βασίλισσα την Ελένη Χατζηαργύρη και Οφηλία τη Λήδα Τασοπούλου. Αραγε να υπάρχουν κι άλλες εκπλήξεις στο ηλεκτρονικό αρχείο του Παγκουρέλη, μια και το μυθιστόρημα μόνο για πρωτόλειο δεν δείχνει…