Ολο ερωτηματικά και γκρίζες ζώνες η Ιστορία, ως αφήγηση ωχριά μπροστά στο μυθιστόρημα. Αλλά και το μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, έτσι όπως πληθαίνουν οι αρνητικοί χαρακτήρες και πολλαπλασιάζονται τα αφηγηματικά τερτίπια, χάνει σε πειστικότητα. Εν τέλει, για κάποιον περιπεπλεγμένο, που τον κουράζει ο πολύς προβληματισμός και αποζητά ένα τοπίο χωρίς συντηρητικοπροοδευτικά ήξεις αφήξεις, το αστυνομικό συνιστά το ιδανικό ανάγνωσμα. Ιδίως όταν εκφράζει το κοινό αίσθημα και αναλόγως επιλύει χρονίζοντες ή και προσφάτως προκύψαντες γόρδιους δεσμούς, όπως αυτοί της διαλυόμενης εις τα εξ ων συνετέθη Γιουγκοσλαβίας. Ο λόγος για το παλιό καλό αστυνομικό, με την ηθογραφική διάσταση και την πληθώρα νατουραλιστικών περιγραφών, το οποίο και δείχνει να αναβιώνει τα τελευταία χρόνια.


«Σκατόφατσες» και «ρεμάλια»


Δίκροκο το τέταρτο αστυνομικό του Π. Μάρκαρη, με δύο αντί μιας ιστορίας να εξελίσσονται εν παραλλήλω, αν και η μία, μάλλον περιπετειώδης παρά αστυνομική, εγκαταλείπεται στα μισά του βιβλίου. Ωστόσο η πεμπτουσία βρίσκεται στη σύνδεση των δύο ιστοριών, καθώς ο συγγραφέας είχε την έμπνευση μιας σκυταλοδρομίας μέσα στον χρόνο, όπου τα τάγματα ασφαλείας δίνουν τη σκυτάλη στις εθνικιστικές ακροδεξιές οργανώσεις. Από μια άποψη, τραβηγμένη η σύζευξη ξενόδουλων και «ελληναράδων», καθώς όμως η αφήγηση παρακολουθεί εκ των ένδον την προοπτική ενός «μπάτσου», αμφότεροι βγαίνουν «σκατόφατσες» και «ρεμάλια».


Το αστυνομικό του Μάρκαρη κρατά το μεγάλο ατού των παλαιότερων λαϊκών μυθιστορημάτων σε συνέχειες, δηλαδή τον ίδιο πάντοτε κεντρικό ήρωα σε καινούργιες, κάθε φορά, περιπέτειες. Τον αστυνόμο Κώστα Χαρίτο, πρώτα της Δίωξης Ναρκωτικών και μετά του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, μαζί με την κουστωδία του. Συγγενικά πρόσωπα, συνάδελφοι, συνεργάτες έως και αστυνομικοί συντάκτες, που παρουσιάστηκαν άπαξ διά παντός, στο πρώτο βιβλίο του 1995, Νυχτερινό δελτίο, και στα επόμενα επαναλαμβάνονται τα σουσούμια τους, όπως και το βιογραφικό του Χαρίτου. Από χωριό της Ηπείρου, με πατέρα ενωμοτάρχη που κυνηγούσε κατσικοκλέφτες και μοναδική διέξοδο σπουδών τη «Σχολή Αστυνομικών». Πρώτο πόστο, το 1971, φύλακας στα κρατητήρια της Μπουμπουλίνας, να παραστέκεται στα βασανιστήρια. Τότε αποκαλούσε «λεβεντομαλάκες» τα «κομμούνια» που δεν έσπαγαν. Στα πενήντα του, σε αρμονία με το προοδευτικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, προσάπτει το «λεβεντομαλάκας» στους έλληνες εθελοντές της σερβικής Βοσνίας.


Θεατρικός συγγραφέας ο Μάρκαρης, προτιμά τη μαιευτική των διαλόγων, γι’ αυτό και φροντίζει ο Σέρλοκ Χολμς του να έχει ταίρι έναν σοφό δρα Γουότσον, ο οποίος και φωτίζει, αν όχι όλους τους γρίφους, τουλάχιστον τους πολιτικοϊστορικούς, όπου την πρωτοκαθεδρία έχει η Αριστερά. Ετσι προέκυψε ο Λάμπρος Ζήσης, που εμφανίζεται στα τρία από τα τέσσερα μυθιστορήματα, όταν η υπόθεση αρχίζει να δένει, τουτέστιν κάπου στα δύο τρίτα του βιβλίου. «Κομμουνιστής παλαιάς κοπής», κάτι σαν μουσειακό είδος, που ωστόσο, μυθιστορηματική αδεία, συνάπτει σχέσεις φιλίας και αλληλεξυπηρέτησης με τον αστυνόμο.


Αλφαδιασμένο κι αυτό το μυθιστόρημα του Μάρκαρη, γύρω στις 450 σελίδες και τα 50 κεφάλαια, γραμμένο εν θερμώ μετά την πτώση του αεροπλάνου τής Ηλιος. Και στα αστυνομικά, η καθημερινότητα προσφέρει ερεθίσματα. Το διδακτορικό της τελείωσε η κόρη του συγγραφέα Κατερίνα (κατά τις «ευχαριστίες»), το διδακτορικό της υπερασπίζεται στο πρώτο κεφάλαιο η κόρη του Χαρίτου, Κατερίνα, με θέμα την τρομοκρατία. Σε αυτό το βιβλίο η Κατερίνα, όπως και η υπόλοιπη οικογένεια του αστυνόμου, δεν χρησιμεύει μόνο για τη σκιαγράφηση της νεοελληνικής κοινωνίας αλλά πρωταγωνιστεί, κυρίως στην πρώτη ιστορία, όπου τρομοκράτες καταλαμβάνουν το πλοίο που τη μετέφερε μαζί με τον φίλο της στην Κρήτη για την επινίκια λήξη του διδακτορικού. H θαλασσοπειρατεία δίνει την ευκαιρία για σκηνές δράσης, προπαντός για ιλαρές στιχομυθίες των ανδρών της Ασφάλειας με τους συναδέλφους τους της Αντιτρομοκρατικής και τους αμερικανούς ειδικούς. Ως συνέχεια της όχι και τόσο ευγενούς άμιλλας που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, μια και η κριτική της μεταολυμπιακής περιόδου συνιστά βασικό στόχο της αφήγησης, όπως στο προηγούμενο, Ο Τσε αυτοκτόνησε, της προολυμπιακής. Οσο για την ευκαιρία εμβάθυνσης στο φαινόμενο της τρομοκρατίας και την ψυχολογία των τρομοκρατών, εξαντλείται σε ανακεφαλαιώσεις τρομοκρατικών ενεργειών ανά την υφήλιο, διακωμωδώντας τους αρχάριους «ελληναράδες», που στο τέλος παρουσιάζονται ως κρετίνοι και ψοφοδεείς.


Ο Μελιγαλάς και η ΟΠΛΑ


Κατά συνέπεια, η τρομοκρατία φθάνει σε αδιέξοδο και ως θέμα ουσιαστικά τελειώνει γύρω στην 80ή σελίδα, οπότε και ξεκινά η κυρίως ιστορία, με τέσσερις απανωτούς φόνους στον χώρο της διαφήμισης, τον «βασικό μέτοχο» του συστήματος. Στόχος του δράστη, η εξάλειψη της διαφήμισης από τα MME, η ανατροπή της οικονομίας και κατ’ επέκταση του πολιτεύματος. Ρηξικέλευθη ιδέα, που υποσχόταν ως εγκέφαλο έναν διανοούμενο, παρανοϊκό μεν αλλά σκεπτόμενο και με καλή εποπτεία, όπως ο συγγραφέας που τη γέννησε. Πιστεύουμε πως ο Μάρκαρης τη χαράμισε επιλέγοντας ως θύτη έναν μισερό που υπήρξε εσαεί ενεργούμενο. Οπως και αν έχει, ο μίτος της Αριάδνης είναι το όπλο των δολοφονιών, ένα γερμανικό Λούγκερ του 1942, και ο Ζήσης δίνει στον Χαρίτο στοιχειώδη μαθήματα πατριδογνωσίας, για τον Αρη και τους ελασίτες, που «χτυπούσαν κι έφευγαν», για τους ταγματασφαλίτες και πώς γλίτωσαν ελέω Εγγλέζων και, τέλος, για τον Μελιγαλά και τη σφαγή. Μένει απορίας άξιο γιατί οι παρουσιαζόμενες ως πομπές της Αριστεράς, όπως, για παράδειγμα, ο Μελιγαλάς και η ΟΠΛΑ, εμπνέουν σε τέτοιο βαθμό τους μυθιστοριογράφους του 21ου αιώνα.


Πρωτότυπες ιδέες που πρόσφεραν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να μη σπαταληθεί η αφήγηση στις ευκολίες του αστυνομικού. Μέχρι τέλους παραμένει αδιευκρίνιστο γιατί ο δολοφόνος μεταφέρει τα νεκρά θύματά του σε ολυμπιακές εγκαταστάσεις. Το πιθανότερο για να έχει την ευκαιρία ο αστυνόμος Χαρίτος να εξακοντίσει μύδρους κατά των υπευθύνων για την εγκατάλειψή τους. Οπως αναφέραμε, σταθερός στόχος του Μάρκαρη είναι η κοινωνικοπολιτική κριτική και ειδικότερα ο εν εκτάσει σχολιασμός της σημερινής Αθήνας. Καθώς η αφήγηση καταγράφει επί εικοσιτετραώρου βάσεως σκέψεις και κινήσεις του Χαρίτου, περιγράφονται ενδελεχώς κτίσματα, χώροι, πρόσωπα, με πλήθος ενδυματολογικές έως και διαιτητικές λεπτομέρειες. Μανιέρα καταλήγουν τα οδωνυμικά των Αθηνών και ευρύτερα του Λεκανοπεδίου, και ως ευκαιρία για τον σχολιασμό του κυκλοφοριακού προβλήματος και όλων των συμπαρομαρτούντων, από τους ταξιτζήδες έως τον τρόπο οδήγησης. Ατελείωτα τα αποφθέγματα για την κακοδαιμονία του τόπου, δεν αφήνουν κλισέ που να μην το αποθησαυρίσουν· αντιστοίχως λειτουργεί η γλώσσα με τις στερεότυπες εκφράσεις. Τελευταίο αλλά όχι και το πιο ασήμαντο, κάθε αξιοπρεπής ντετέκτιβ έχει κι ένα χόμπι. Ο Χαρίτος έχει αδυναμία στα λεξικά, προπαντός στου Δημητράκου. Διττό το όφελος, και τις γνώσεις του αβγαταίνει και η αφήγηση φουσκώνει. Αν διόρθωνε και τα ελληνικά του, θα ήταν τέλεια.