Αστείρευτη πηγή έμπνευσης για τους συγγραφείς η ζωή στο κλεινόν άστυ, με τα όσα δραματικά, κωμικά ή μάλλον ιλαροτραγικά συμβαίνουν. Στην κυριολεξία, στήνει γι’ αυτούς ό,τι μυθιστόρημα τραβάει η ψυχή τους. Και εκείνοι σπεύδουν στους παραδείσους της επικαιρότητας, με σταθερή όμως προτίμηση στα ειδεχθή εγκλήματα, στους λοιμούς και στους καταποντισμούς. Ως φαίνεται αυτά συνταράσσουν τη δημιουργική φαντασία, καθώς συνάδουν προς το πνεύμα της ενασχόλησης με τα κοινά. Οπως και οι επιφυλλιδογράφοι, ανέκαθεν τη δόξα του κατηγόρου εζήλωσαν. Οι πάντες στηλιτεύουν και ελάχιστοι μόνο σατιρίζουν, λες και οι αντένες τους αδυνατούν να συντονιστούν με την αστεία πλευρά των πραγμάτων. Είδος υπό εξαφάνιση ο ευθυμογράφος εν μέσω πλήθους σοβαρών ή και σοβαροφανών σχολιογράφων και στην πεζογραφία, περισσότερο παρά ποτέ δυσεύρετος ο σατιριστής, οπότε καλοδεχούμενοι άπαντες οι φερέλπιδες.


Απόσταση ασφαλείας


Τη σατιρική φλέβα του ο N. Κουνενής την αποκάλυψε, τουλάχιστον στην πεζογραφία, κάπως όψιμα, με το χάραγμα του 21ου, ήδη όμως από πενταετίας καταγίνεται με την εξαντλητική εκμετάλλευσή της. Μετά από δύο βιβλία, με συνολικά δεκατέσσερα διηγήματα, όπου, μεταξύ άλλων κοινωνικών θεμάτων, αξιοποιήθηκε η τεταμένη ατμόσφαιρα τις παραμονές του διπλού άθλου των εκλογών και των Ολυμπιακών Αγώνων, προέκυψε το μυθιστόρημα, επαληθεύοντας και τον τίτλο του, «ω του θαύματος», έτσι όπως πλουσιοπάροχα σερβιρίστηκε από τα MME η πρόσφατη εκκλησιαστική κρίση. Αν και καθώς καλπάζουν τα γεγονότα στον εκκλησιαστικό χώρο αλλά και οι εκδοτικοί ρυθμοί, αποβαίνει αδύνατο να απονεμηθούν τα όποια εύσημα επινοητικότητας. Οπως και να έχει, εν τω άμα και το θαύμα, τσιμπολογώντας ιδέες ο Κουνενής, έπλεξε την ευτράπελη μυθιστορία του, την οποία καλού κακού τοποθέτησε σε χρονική απόσταση ασφαλείας. Τάχατες ένα μελλοντολόγημα, όπως και το πρόσφατο μυθιστόρημα του Μιχάλη Μιχαηλίδη. Αμφότερα εκτυλίσσονται σε λίγα χρόνια από σήμερα. Τα σκάνδαλα της παραοικονομίας παρακίνησαν τον Μιχαηλίδη, της Εκκλησίας τον Κουνενή. Αν και οι ιεράρχες δεν στάθηκαν ικανοί να του εμπνεύσουν κάποιους χαρακτήρες παρά μόνο καρικατούρες, μια και εξαρχής στόχευε στη γελοιοποίηση, όπως ακριβώς και οι συγγραφείς που καταπιάστηκαν με τους πρωταγωνιστές στην υπόθεση της 17 Νοέμβρη. Από την εναρκτήρια σκηνή του καβγά κατά τη διάρκεια της Ιεράς Συνόδου, η σάτιρα παραιτείται των σκωπτικών διαλόγων. Αντί φραστικών αναμετρήσεων, ύβρεις και τραγελαφικές βιαιοπραγίες, επιδιώκοντας τον μεγαλύτερο εντυπωσιασμό.


Κατά τη μυθιστορηματική εκδοχή, μόνο ένα θαύμα μπορεί να σώσει την Εκκλησία και αυτό ακριβώς συμβαίνει με τη συνεργία Πατέρων και κακοποιών. H ανάσταση ενός οσίου ή έστω, η ημιανάστασή του, μια και πηγαινοέρχεται στη λειψανοθήκη του ως άλλος βρικόλακας. Πρόκειται για τον Πρόκλο τον Ασεβή, που έρχεται να προστεθεί στους τρεις Πρόκλους που εορτάζει η Εκκλησία, υποστάς το μαρτύριο του μόνιμου πριαπισμού και δη, απέχοντας πριάπειων σεξουαλικών πράξεων. Χαλαρή η πλοκή εξαντλείται με τις εμφανίσεις και επανεμφανίσεις του Πρόκλου και των σωσιών του στις αδελφές και την ηγουμένη της μονής του αλλά και στις πλατείες και τους δρόμους της πρωτεύουσας, καθώς και απομεμακρυσμένων χωρίων. H κωμικότερη όλων συμβαίνει στη Μαγούλα Αιτωλοακαρνανίας, καθώς ο συγγραφέας με ιδιαίτερη δεξιότητα ζωντανεύει το ρουμελιώτικο ιδιόλεκτο. Πάντως, η Μαγούλα είναι το μοναδικό στο μυθιστόρημα μη παραφθαρμένο τοπωνύμιο, αν και το χωρίον μεταφέρεται ανατολικότερα στην ορεινή «Εφταλεία», που δείχνει προς τη Ναυπακτία. Ο Κουνενής επιδίδεται σε μια ευρηματική ονοματοποιία, βαφτίζοντας πρόσωπα, τόπους και θεσμούς, ώστε να παραπέμπουν ηχητικά ή και νοηματικά στα υπάρχοντα και στην τρέχουσα επικαιρότητα.


Ο ταλαίπωρος Μελέτης


Δίκην παραδείγματος, η ιστορία διαδραματίζεται στην Αγαθούπολη της Αβασκανίας, χώρα συνορεύουσα με την Κορκία, στη Σαλακανική Χερσόνησο. Επικεφαλής της Εκκλησίας ο Θεόμβροτος, ενώ σημαντικό ρόλο παίζει ο μητροπολίτης Αργυροπηγής και την πλεκτάνη ανακαλύπτει ο φοβερός ρεπόρτερ Μάκης Σπίνος με αφεντικό στο κανάλι τον Μικροπάνο. Κι άλλα ακόμη περισσότερο προφανή, όπως οι Φώντιοι και τα ανέκδοτα σε βάρος τους ή το Φάντειο Πανεπιστήμιο και οι θεογνώστες δάσκαλοι, που καθιστούν τη διακωμώδηση ρηχή και ανώδυνη. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο Κουνενής στερείται αφηγηματικού τάλαντου, το οποίο φαίνεται και στην ευελιξία των αφηγηματικών τρόπων. Ατού της σαρκαστικής διήγησης, η αλλαγή εστίασης, ανάλογα με τα εμπλεκόμενα πρόσωπα σε κάθε ένα από τα συνολικά δεκαπέντε κεφάλαια του βιβλίου, που εμφανίζονται και ως αυτοτελείς κωμικές σκηνές. Αν και τελικά υπερισχύει ένας πανόπτης αφηγητής, ο οποίος, με γλώσσα δηκτική και ελάχιστα περιπαικτική, απευθύνεται στον ταλαίπωρο Μελέτη, όπως ο συγγραφέας αρέσκεται να αποκαλεί τον βομβαρδιζόμενο τηλεθεατή.


Σατιριστής, λοιπόν, εν τη γενέσει ο Κουνενής αλλά και πολλά υποσχόμενος παρωδός όπως δείχνουν οι παιγνιώδεις θρησκευτικοί ύμνοι που συνθέτει. Ας μην είμαστε υπερβαλλόντως αυστηροί και επιτέλους ας αναρωτηθούμε τι παραπάνω θα κατόρθωνε ένας Ροΐδης στο χρόνο ρεκόρ που οι σημερινοί συγγραφείς συνθέτουν τα πονήματά τους.