Πριν από πέντε χρόνια συνεντευξιαζόμενος ο B. Χατζηγιαννίδης είχε εξομολογηθεί ότι ξεκίνησε τις αφηγηματικές του απόπειρες με την ελπίδα να προκύψει μια συλλογή διηγημάτων που θα υπάκουε στον τίτλο «Ανθρωποι και φυτά». Αντ’ αυτής, μία από τις ιστορίες άπλωσε και έδωσε τον Δεκέμβριο του 2000 το πρώτο του μυθιστόρημα, Οι τέσσερις τοίχοι, ενώ τον Αύγουστο του 2004 προέκυψε και ένα δεύτερο, Ο φιλοξενούμενος, αυτή τη φορά από εξωγενή ερεθίσματα της επικαιρότητας, κινούμενο ωστόσο εν τέλει σε παραπλήσιους θεματικούς άξονες. H συλλογή έμελλε να έρθει εφέτος τον Μάιο με τον παραλλαγμένο τίτλο Φυσικές ιστορίες, σαφώς μεγαλύτερου θεματικού εύρους, αφού, σύμφωνα και με την άλλοτε ποτέ διδασκόμενη Φυσική Ιστορία, περιλαμβάνει τον κόσμο όχι μόνο των φυτών αλλά και των ζώων. Ταυτόχρονα, και αυτό είναι το σημαντικότερο, συνιστά τίτλο αμφίσημο, μια και το φυσικό παραπέμπει στο αντίθετό του, το μεταφυσικό. Παρεμπιπτόντως, το δελτίο Τύπου σπεύδει να υποδείξει την ειρωνική χροιά του τίτλου και ένας έμπειρος δημοσιογράφος ή και βιβλιοπαρουσιαστής γνωρίζει ποιων εκδοτικών οίκων τα δελτία Τύπου πρέπει να λαμβάνει υπόψη ή, ελλείψει χρόνου, και να αντιγράφει.


Μετανοήσας χριστιανός


Συλλογή 11 διηγημάτων, από αυτά, σύμφωνα με τις παρατιθέμενες χρονολογήσεις, τα οκτώ γράφτηκαν στο μεσοδιάστημα των δύο μυθιστορημάτων, εκ των οποίων έξι δημοσιεύθηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά και στα θερινά ερανίσματα εφημερίδων (ευτυχώς, εφέτος, με τη συμπλήρωση 13 ετών, διεκόπη ο θεσμός). Τα υπόλοιπα τρία γεννήθηκαν στον ενάμιση χρόνο από την έκδοση του Φιλοξενουμένου. Μάλιστα, το πλέον πρόσφατο και καταληκτικό έχει την ίδια αφετηρία με το μυθιστόρημα, έναν σκοτεινό όμιλο με σατανικές προθέσεις, μόνο που εδώ τη θέση του διανοουμένου παίρνει το διάστροφο μυαλό ενός καλλιτέχνη, ενώ ο αφηγητής αποκαλύπτεται μετανοήσας χριστιανός.


Στον χώρο του φανταστικού, που πολιορκείται με ρεαλιστικές περιγραφές, τοποθετείται ο Χατζηγιαννίδης, τουλάχιστον προσώρας. Παράξενες ιστορίες ως επί το πλείστον, με μια θολή ατμόσφαιρα μυστηρίου και εκκεντρικούς ήρωες, πάντοτε μονήρεις και κατά κανόνα έγκλειστους. Αν και οι ήρωές του αποζητούν την απομόνωση ή έστω δείχνουν συμβιβασμένοι με την κατάστασή τους, σε αντίθεση με την αγωνία του εγκλεισμού που διακατέχει τους ήρωες του Αριστείδη Αντονά στο παλαιότερο πεζογράφημά του Οι τέσσερις κήποι. Από τους νεότερους, οι μοναδικοί δύο που αφηγούνται συστηματικά και με λογοτεχνικές αξιώσεις αλλόκοτες ιστορίες.


Ο εγκλεισμός, η παραβίαση του ιδιωτικού, προπαντός τα τρομερά μυστικά που συνειδητά κρύβουμε ή και ασύνειδα κουβαλούμε, είναι τα θέματα που αρέσουν στον Χατζηγιαννίδη και σε αυτά επανέρχεται. Γεννάται ωστόσο το ερώτημα κατά πόσον η ίδια η αφήγηση κρύβει μυστικά. Ο γηγενής μετρ των αλλόκοτων ιστοριών, ο άρτι αποδημήσας E. X. Γονατάς, τον οποίο και επικαλούνται οι νεότεροι, έπαιζε με το σκοπίμως ασυμπλήρωτο των ιστοριών. Ο πλήρης μεταφορών και αλληγοριών μαγικός κόσμος του υπέβαλλε σκέψεις και ειρωνευόταν καταστάσεις. Τα δύο μυθιστορήματα του Χατζηγιαννίδη άφηναν μετέωρο το ερώτημα μιας αθέατης πλευράς, όχι όμως και τα διηγήματα, έτσι όπως στρογγυλεύονται με επεξηγήσεις και ερμηνείες. Και απορεί κανείς γιατί συγγραφείς με κάποια μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία στο μυθιστόρημα υποβάλλουν εαυτούς στη δοκιμασία της σύντομης φόρμας. Πολλοί θα μπορούσε να είναι οι λόγοι, μεταξύ αυτών και ο εξωλογοτεχνικός παράγοντας της διαρκούς παρουσίας στις προθήκες. Το σίγουρο πάντως είναι ότι καταπιάνονται εν πλήρη αγνοία του κινδύνου.


Εξαντλητικές περιγραφές


H αφήγηση λοιπόν για την αφήγηση, μόνο που κάπου εκεί καιροφυλακτεί η μανιέρα. Χωρίς να ορίζονται ο τόπος και ο χρόνος αλλά με εξαντλητικές περιγραφές χώρων και πραγμάτων, καθώς και επακριβείς αριθμητικούς προσδιορισμούς των ηλικιών ή του πλήθους των αντικειμένων, στήνεται ένας μικρόκοσμος που δείχνει μυστηριώδης. Κάνοντας κατάχρηση της άνω τελείας και σημάτων λόγου που εισάγουν επεξηγήσεις, κάθε παρατήρηση ή διαπίστωση ακολουθείται από διευκρινίσεις. Αλλοτε πρωτοπρόσωπη και άλλοτε τριτοπρόσωπη η αφήγηση παρακολουθεί σταθερά την οπτική του ήρωα ή, κατ’ εξαίρεση, ζεύγους ηρώων, εκθέτοντας σκέψεις και αισθήματα. Μόνο που στη μικρή σχετικά έκταση ενός διηγήματος, κάποτε το ψυχογράφημα φαίνεται να χάσκει, καταντώντας τα πρόσωπα καρικατούρες, όπως συμβαίνει στο πρόσφατο «Πεταλούδα σε πηγάδι». H δύσκολη ώρα για τα δύο μυθιστορήματα ήταν η λύση, η οποία υστερούσε σε σχέση με το περιπεπλεγμένο και πολλά υποσχόμενο της υπόθεσης. Αυτή η αδυναμία στα διηγήματα γίνεται εμφανέστερη, αποκαλύπτοντας έναν μάλλον επιφανειακό προβληματισμό, ο οποίος ωστόσο συνάδει με τις ατομικιστικές διαθέσεις, επίπλαστες επιθυμίες και παραψυχολογικές διεξόδους της εποχής μας.


Ανισα τα διηγήματα, με πλέον ερεθιστικά όσα αφηγούνται τη μυστική ζωή των φυτών, όπως το εναρκτήριο της συλλογής, «H μυστική ρίζα», που γράφτηκε σε μια πρώτη μορφή το 1996 και δεν αποκλείεται να λειτούργησε ως φώλος κατά το συγγραφικό κλώσημα. Αν μη τι άλλο, οι φυτικές ιστορίες διαθέτουν ευρηματικούς πυρήνες, ενώ οι ιστορίες με άψυχα, ζώα και ανθρώπους είτε δανείζονται ξένα μοτίβα είτε φαίνονται σαν περισσεύματα των μυθιστορημάτων. Σε ορισμένα η έκβαση είναι προφανής, οπότε η αφήγηση αδυνατεί να δημιουργήσει ένα κάποιο σασπένς. Ιδιαίτερα τα τρία πρόσφατα, όπου οι καταστάσεις δείχνουν ελάχιστα αλλόκοτες, λες και ο συγγραφέας εξάντλησε τον χώρο του φανταστικού. Ελαφρώς μελοδραματικό το «Ερρικα και Ζοζέτ», τετριμμένα επικαιρικό «Το φως, το σκοτάδι», όσο για το «Πεταλούδα σε πηγάδι», αρχικά, χάρη στα παραμυθικά ποικίλματα, υπόσχεται, μετά όμως έρχονται οι φροϋδίζουσες ερμηνείες και το οργασμικό χάπι εντ, πέραν των εκφραστικών αστοχιών. Χωρίς να αποκλείεται, αυτές ακριβώς οι στρογγυλεμένες ιστορίες, μαζί με την προφορικότητα της αφήγησης και την ολοένα και περισσότερο αφρόντιστη γλώσσα, να καθιστούν το βιβλίο ευανάγνωστο.


Πράγματι εντυπωσιακή η εικονογράφηση της Ευφροσύνης K. Δοξιάδη, ιδίως οι ζωγραφιές που στολίζουν τις ιστορίες των φυτών. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ήταν αυτές που ενέπνευσαν τις αφηγήσεις και ουχί το αντίστροφο, όπως λογικά θα συνέβη.