«Δεσποινίς διευθυντής» βρέθηκε εν μια νυκτί, η καινούργια ηρωίδα της Σοφίας Νικολαΐδου, όπως η πρωταγωνίστρια στο ομώνυμο έργο των Γιαλαμά – Πρετεντέρη. Κι αυτήν θα τη χαντακώσει ο έρωτας, μόνο που η συγκεκριμένη δεν διευθύνει μεγάλο τεχνικό γραφείο, ούτε πρωταγωνιστεί σε ελληνική κωμωδία, αλλά κουμαντάρει ξενυχτάδικο και πρωτοστατεί μάλλον σε δράμα, προσωπικό, οικογενειακό έως και κοινωνικό, αφού εμπλέκονται οι, μετά το ’89, κοσμογονικές αλλαγές στα Βαλκάνια. Πάντως, και αυτή η «δεσποινίς διευθυντής», ονόματι Ελισάβετ, χαϊδευτικά Λίζα, κόρη του Νικήτα Ιασίδη, γνωστού στον κόσμο της νύχτας με το παρωνύμιο Τσάκαλος, είναι όπως και η ηρωίδα του προηγούμενου μυθιστορήματος της Νικολαΐδου, Πλανήτης Πρέσπα, η αρχαιολόγος Ευδοκία Μαχαίρα, πτυχιούχος, αυτή τη φορά όχι του Αριστοτελείου αλλά της Σορβόννης, και δη στον τομέα των «καθαρών μαθηματικών».


H αγωνία του πρωτάρη


Τέσσερα ακριβώς έτη μετά το παρθενικό της μυθιστόρημα, η Νικολαΐδου φαίνεται να έχει αποβάλει την αγωνία του πρωτάρη για εντυπωσιασμό και πρωτοτυπίες. Αντί εκείνου του φοβερού θηλυκού βακτηρίου από τάφο βυζαντινών αρχόντων, που είχε αναλάβει το βάρος της αφήγησης στο προηγούμενο βιβλίο, στο πρόσφατο η φωνή είναι της τριαντατετράχρονης μαθηματικού. Παραδόξως όμως το υποκείμενο της αφήγησης ουδόλως επηρεάζει το λεκτικό, το οποίο και πάλι αποτυπώνει σχεδόν φωνογραφικά την τρέχουσα ομιλουμένη, εμπλουτισμένη με τα απαραίτητα ξενολογήματα και κάποια θεσσαλονικιώτικα λεξίδια. Απόλυτα δικαιολογημένη επιλογή· γιατί, για παράδειγμα, πώς να αποκαλέσεις ελληνιστί έναν «σαρβάιβορ» χωρίς να απολεσθεί η δύναμη που ενέχει η λέξη στα αμερικανικά; Παρομοίως αμετάφραστο δείχνει, λ.χ., εκείνο το «μουρούχλα», το αποδίδον μονολεκτικώς τόσο το κλίμα της συμπρωτεύουσας όσο και τη νοσηρή επίδραση που έχει στη διάθεση των κατοίκων. Πιστεύουμε πάντως πως η ζωντάνια που χαρακτηρίζει την αφήγηση της Νικολαΐδου και στην οποία θα πρέπει να χρωστά εν πολλοίς την αναγνωσιμότητα των βιβλίων της, δεν θα πρέπει να αποδοθεί μόνο στον πλούτο του λεξιλογίου της αλλά και στο άναρχο της σύνταξης που υιοθετεί όσο και στις μεταφορικές εκλάμψεις του λόγου της. Ποια αναγνώστρια, που τυγχάνει και απατημένη, δεν θα βρει τον εαυτόν της σε μια φράση της μορφής, «τα βράδυα, ξαπλωμένη μόνη, έστυβε σκέψεις κι έπινε το ζουμί τους, δηλητήριο».


Παιδί οικογένειας με προβληματικές σχέσεις, η Ελισάβετ μετά τον θάνατο της μητέρας της παρουσίασε σοβαρό πρόβλημα ύπνου, για το οποίο και κατέφυγε σε έναν «Ψυ», τουτέστιν ψυχίατρο, προς αναζήτηση φαρμακευτικής αγωγής. Της προέκυψε όμως θιασώτης της ψυχανάλυσης κι έτσι, «επί δύο χρ\όνια, δύο φορές την εβδομάδα, είχε πενηντάλεπτες συνεδρίες», κατά τις περιγραφές μάλλον ψυχοθεραπευτικής φύσεως παρά αμιγώς αναλυτικές.


Πάντως, προβλέπονται αφηγήσεις ονείρων, μέσω και των οποίων διαγράφεται ευκρινώς το σύμπλεγμα της Ηλέκτρας, με τονισμένη τόσο την προσήλωση στη μητέρα όσο και το μίσος προς τον πατέρα, το οποίο, κατά τα ειωθότα, συνυπάρχει με τη λεγόμενη οιδιπόδεια έλξη. Εξ ου, στο μυθιστόρημα εμφανίζονται όχι ένας αλλά τρεις ήρωες πλασμένοι κατά το πατρικό είδωλο του μοιραίου άντρα· ο γεννήτορας Τσάκαλος και τα υποκατάστατά του, ένας ρώσος μπράβος κι ένας ντόπιος μπάρμαν. Συμμετρικά παρουσιάζονται και τρεις μητρικές φιγούρες· η γνήσια και οι θέσει, πρώτα στο πρόσωπο της οικιακής βοηθού και αργότερα, μιας ρωσίδας συγκατοίκου, χορεύτριας επί Περεστρόικα και εν Ελλάδι παραδουλεύτρας.


Βδελυρές λεπτομέρειες


Χωρισμένο το βιβλίο σε έξι ανισομήκη μέρη και 75 σύντομα κεφάλαια, παρακολουθώντας την εξέλιξη της ψυχοθεραπείας, παρουσιάζει το ιστορικό των εμπλεκομένων, ξεκινώντας με τον ακαταμάχητο Τσάκαλο και καταλήγοντας με τη μητέρα, της οποίας τα πάθη ανακαλούμενα οδηγούν στην αποθεραπεία της ηρωίδας. Από μια άποψη, παρά τα εντυπωσιακά σκηνικά των δύο μαγαζιών του Τσάκαλου, η ιστορία υπολείπεται σε δράση. Ωστόσο, οι εξαντλητικές περιγραφές του νυχτερινού κέντρου, του πρώτου στην παλιά βιομηχανική περιοχή της πόλης, όπου οι «Πασόκοι» κρατούσαν πρώτο τραπέζι πίστα, το αποκαλούμενο «υπουργικό», καθώς και του παραλιακού μπαρ, που πρωτολάνσαρε τον βιντεοπροβολέα, αποδίδουν με εξαιρετική πιστότητα τον εγχώριο κόσμο της διασκέδασης. Οπως, μάλιστα, οι ήρωες είναι όλοι τους φτωχόπαιδα και αυτοδημιούργητοι, το μυθιστόρημα αποκτά μια νεοηθογραφική διάσταση.


Χαρακτηριστικό των νεότερων πεζογράφων, η αδυναμία τους στις αποκρουστικές έως και βδελυρές λεπτομέρειες. H Νικολαΐδου περιγράφει αναλυτικά και εν εκτάσει την ασθένεια του πατέρα, «προοδευτική παράλυση του μυοσκελετικού συστήματος», επιμένοντας στον εξευτελισμό του σώματος, για να συνεχίσει με την υπομανιακή κατάθλιψη της μητέρας, όπου ευτυχώς κάποιοι ελεγειακοί τόνοι ποικίλλουν την ανιστόρηση. Με τόσο οικογενειακό δράμα, το μυθιστόρημα δείχνει κάπως παραφουσκωμένο. Θα μπορούσε όμως να εκληφθεί και ως σχολιασμός της ματαιότητος των εγκοσμίων, έτσι όπως την άνοδο του ορφανού Τσάκαλου σε άρχοντα της νύχτας ακολουθεί η ταπείνωση του τέλους. Υστερα, το όποιο νοσηρό φορτίο το διασκεδάζουν οι ερωτικές σκηνές, αρκούντως ερεθιστικές χάρις στο βίαιο ταμπεραμέντο του Ρώσου, στο φλογερό της συμπατριώτισσάς του, αλλά και στο οιδιπόδειο της ηρωίδας.


Από την άλλη, πολλά μυθοπλαστικά ευρήματα μένουν ανεκμετάλλευτα, αν δεν καταλήγουν σε παρωδία. Παράδειγμα, ο μπάρμαν. Φιλόσοφος, όχι μεταφορικά, ως είθισται να αποκαλούνται οι καθώς πρέπει μπάρμαν, αλλά αυθεντικός, εκπονών μάλιστα και διατριβή για το «βέλος του χρόνου», όπου και ανακατώνει Αριστοτέλη, Πριγκοζίν και Ηράκλειτο. Κι όμως, βγάζει λογύδριο για την ατομική σύσταση ενός ντουλαπιού που φανερώνει επιπόλαια ενημέρωση αδαούς. Παρομοίως σπουδαιοφανείς ηχούν οι κουβέντες του Τσάκαλου και του δικηγόρου φίλου του περί ταξικού μίσους, υπεραξίας και «κομουνιστίλας». Κατά τα άλλα, προς αγαλλίαση των αναγνωστριών, που τυγχάνουν και πολυπληθέστερες και πλέον συναισθηματικές, οι νεότεροι συγγραφείς, όλο και συχνότερα, επιλέγουν για τις μυθιστορίες τους ευτυχή κατάληξη. Παρά τα οικογενειακά αδιέξοδα, η Νικολαΐδου φροντίζει για ένα χάπι εντ εις τριπλούν, καθώς απαξάπαντες οι ελεύθεροι ζευγαρώνουν. Το σύνολον, τρεις συναισθηματικοί δεσμοί, σύμφωνα και με την αισιόδοξη παροιμία, ο έρως χρόνια δεν κοιτά.