Σκηνές οικείες και επεισόδια μάλλον ασήμαντα, τύποι αναγνωρίσιμοι και σχέσεις ως επί το πλείστον συμβατικές, είναι τα υλικά της καθημερινότητας που αξιοποιούνται σε δεκαπέντε διηγήματα ελλειπτικής γραφής γύρω από τα ανθρώπινα. Στην προτασσόμενη ενότητα τριών διηγημάτων με γενικό τίτλο αρκούντως φιλοπαίγμονα, ώστε να προτιμηθεί και ως τίτλος ολόκληρης της συλλογής, εμφανίζονται κυρίες αντιπροσωπευτικές μιας ορισμένης νοοτροπίας, πιθανώς κάπως οπισθοδρομικής, ίσως και πεπαλαιωμένης, ωστόσο εσαεί κυρίαρχης, έστω και σε παραλλαγές. Υπαινικτικά διαγράφεται το πάθος τής άνευ φραγμών φιλαρέσκειας αλλά και οι ακκισμοί που επιστρατεύονται ως μέσο κατατρόπωσης του ανδρικού οχυρού, με ό,τι αυτό αντιπροσωπεύει σε οικονομική ευρωστία και κοινωνική θέση. Οπου, κατά κανόνα, το οχυρό δεν εκπροσωπείται από έναν και μοναδικό αρσενικό αλλά από πλειάδα ποικίλου βαθμού συγγενείας, πρωτοστατούντων του συζύγου και των φερέλπιδων ή και εν δράσει εραστών. Τελοσπάντων, όλοι αυτοί που εναλλασσόμενοι στη ροή του χρόνου είναι σε θέση να επηρεάζουν τις κινήσεις μιας γυναίκας και τους οποίους αυτή αγωνίζεται να κάνει ζάφτι προς ίδιον ή και οικογενειακό όφελος.


Πανοπλία μιας γοητευτικής κυρίας – όσο αντιφεμινιστικό κι αν ηχεί – ένα ταγέρ υψηλής ραπτικής ή και ένα ρουμπίνι σε λεπτοδουλεμένο τιμαλφές πλαίσιο, των οποίων η απόκτηση απαιτεί στρατηγικές παραπλάνησης, έως και αιματηρές θυσίες. Πέραν όμως της καταβολής του όποιου υψηλού τιμήματος, στην όλη δοσοληψία υπεισέρχονται οι σχέσεις με την ιδιαίτερη τάξη εμπόρων και πωλητών. Τουτέστιν, μια μεγάλη γκάμα τακτικών κολακείας και δοκιμασμένων συμπεριφορών, κυμαινόμενων από την επιβολή της αυθεντίας ενός κοσμηματοπώλη που τυγχάνει και γεμολόγος έως την απόλυτη δουλοπρέπεια μιας υπαλλήλου, πάντοτε ανάλογα με την εμπειρία του πωλητή και το ευάλωτο του πελάτη.


Υποπερίπτωση στις σχέσεις μιας κυρίας με πάσης φύσεως υφισταμένους, η ψυχολογία του υπηρετικού προσωπικού, όπως εκείνο παλαιότερων εποχών που συνίστατο από μειονεκτούντες, κάποτε και προβληματικούς, της επαρχίας. Οταν ποικιλοτρόπως τσαλακώνεται η αξιοπρέπεια και με την πάροδο του χρόνου συσσωρεύεται εκδικητική διάθεση που μπορεί – μυθιστορηματική τουλάχιστον αδεία – να βρει διέξοδο την ώρα του ξεπεσμού της μεγαλοκυρίας.


Την τριτοπρόσωπη αφήγηση και μια αποστασιοποιημένη οπτική γωνία προτιμά ο T. Αλαβέρας για να αποδώσει καταστάσεις μάλλον διανοητικές και ψυχικές, καθώς και ήρωες εν τέλει συμπαθείς έως και αξιολύπητους μέσα στα μικροπρεπή παίγνια που σκαρφίζονται προς επιβίωση. Προς φρικιασμό των νεότερων, σε μία πρόταση φθάνει να βάζει ακόμη και διακόσιες τόσες λέξεις, υπερβαίνοντας μάλιστα τις χίλιες στο εντελέστερο της συλλογής διήγημα. Οσο για τη γλώσσα των διηγημάτων, ευλύγιστη αλλά πολύ φοβόμαστε με τα σημερινά μέτρα και σταθμά εξεζητημένη, όπως περιλαμβάνει λέξεις και από παλαιότερα αποταμιεύματα της ελληνικής. Ευτυχώς, η σύνταξη παραμένει της δημοτικής, με εμφατικές ωστόσο προτάξεις ρημάτων και προσδιορισμών. Αναμφιβόλως, οι επόμενες γενεές του 21ου, αν όχι ήδη η παρούσα, θα σκεφτούν τη μεταγλώττισή του προς αραίωση λεκτική όσο και νοηματική. Την σήμερον κουράζουν οι αμφισημίες ενός υπαινικτικού λόγου, πόσο μάλλον ένα ε ι ρ ω ν ί ζ ο ν ύφος, αν και αυτό συνήθως διαφεύγει της προσοχής. Απομένουν ο ρυθμός και η μουσικότητα της φράσης, που πλέον ούτε στους κλασικούς της νεοελληνικής λογοτεχνίας δεν εκτιμώνται. Δίκην παραδείγματος αναφέρουμε το διήγημα «Αγέλη», κατά τη γνώμη μας το καλύτερο του βιβλίου. Επιφανειακά στρέφεται γύρω από την αντιπαραβολή αγέλης αδέσποτων σκυλιών με το ανθρώπινο κοπάδι, έτσι όμως που περιγράφει τις απειλητικές κινήσεις των σκυλιών στα παρτέρια ισχνού πάρκου μεγαλούπολης εναλλάξ με τις αντιδράσεις ενός ζεύγους μιας κάποιας ηλικίας, καταλήγει να βυθομετρεί μια σχέση αρσενικού – θηλυκού διαιωνιζόμενη και ευρύτερα απαντώμενη, όπου η αποφασιστική κίνηση ανήκει στη γυναίκα αλλά ο άνδρας αναλαμβάνει τη δράση.


Δεν πρόκειται για κοινωνικά διηγήματα ψυχογραφικής υφής, καθώς υπερισχύει ένας πλάγιος και συχνά ανατρεπτικός σχολιασμός που παίζει με τις λέξεις και συνακόλουθα με τις εντυπώσεις. Δύο διηγήματα της πρόσφατης συλλογής, γραμμένα παλαιότερα, δείχνουν την ολοένα τελειοποιούμενη αφηγηματική τεχνική του συγγραφέα.


Ενώ η απόσταση από μια κοινωνιολογίζουσα προοπτική φαίνεται ευκρινέστερα στα διηγήματα όπου εμπλέκεται η μεγάλη αδυναμία της τρέχουσας πεζογραφίας, αυτός ο Αλλος. Οι ιστορίες για Ρωσοπόντιους και Αρμένηδες, ακόμη εκείνη γύρω από έναν γηραλέο Εβραίο, με τις αναδρομές στον χρόνο και τις μνημονικές περιδιαβάσεις σε γενέθλιους τόπους, προβάλλουν στάσεις ζωής που προκύπτουν μάλλον ως προσαρμογή παρά σαν άμυνα προς έναν περίγυρο εχθρικό στον ξένο αλλά χαριστικό στον επαίτη της φιλανθρωπίας του. Οπως σημειώνει προλογικά ο Αλαβέρας στην πρόσφατη συναγωγή παλαιότερων κειμένων του «Πρόσωπα και τόποι» (University Studio Press, 2005), εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι οι άνθρωποι, είτε οι πραγματικοί όπως τους διέσωσε η μνήμη είτε οι φανταστικοί, πλασμένοι ωστόσο σε καλούπια παρατήρησης και στοχασμού.