Γιατί μια γυναίκα πλάθει έναν ψεύτικο κόσμο, επινοεί ένα παιδί και άλλες φανταστικές υποχρεώσεις, διακινδυνεύοντας να χάσει τον εν δυνάμει εραστή της και αποτρέποντας μια φυσιολογική οικογενειακή ζωή; Γιατί αυτοκτονεί μια γυναίκα στα τριάντα πέντε της, μακράν της πατρίδος, στην ξένη πόλη, όπου έχει πάει για την απονομή του διδακτορικού της, στο οποίο πρόσβλεπε επί σειρά ετών; Παρόμοια ερωτήματα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα ψυχολογικό ή και φεμινιστικό μυθιστόρημα, με καταδύσεις στα εσώψυχα των ηρώων και φροϋδικές ερμηνείες. Αντ’ αυτού, η νουβέλα της Λ. Εξαρχοπούλου, μοιρασμένη σε διαφορετικές φωνές, αντιπαραθέτει το πραγματικό πρόσωπο με τα είδωλά του στη συνείδηση των άλλων, αναψηλαφώντας τη μεταξύ τους απόσταση, με υφέρπουσες τις διαφορετικές εκδοχές και ανοικτή τη μυθοπλαστική δομή να τανύζεται μεταξύ ζωής και εθελουσίας εξόδου.


Ορισμένοι άνθρωποι τυχαίνει να μην έχουν συγγενείς κανενός βαθμού για να ειδοποιηθούν όταν προκύψει ανάγκη. Αυτή είναι η περίπτωση της αυτόχειρος ηρωίδας της Εξαρχοπούλου, που άφησε μόνο κάποιους αριθμούς τηλεφώνου σημειωμένους στο καρνέ της. Ευρηματικός τρόπος για να έρθουν στο προσκήνιο οι άντρες της ζωής της.


Μικρόκοσμος


Ολοι τους πρώην, με τον καθένα να γνωρίζει ένα διαφορετικό προσωπείο της, αφού τους παραμύθιαζε, προτιμώντας το θέατρο από την αναμέτρηση με επιθυμίες και φόβους. H συγγραφέας, όπως άλλωστε οι περισσότεροι πεζογράφοι μας, παραμερίζει τα μεγάλα προβλήματα και τις κοσμογονικές αλλαγές. Αν και η υπόθεση διαδραματίζεται όταν γίνονται συλλήψεις για τη «17 Νοέμβρη», αυτή εξαντλείται στον μικρόκοσμο των ηρώων, όπου τα ερωτικά καλύπτουν τα επαγγελματικά, παρ’ όλο που η ηρωίδα είναι θετική επιστήμων και δη σε φάση ερευνητική. Ωστόσο, με τα αντικαθρεφτίσματα των πολλαπλών ερμηνειών για τη στάση της ηρωίδας, κατορθώνει να αποτυπώσει κάτι από το κενό νοήματος και τη ματαίωση που συνιστούν το γενικότερο κλίμα της εποχής.


Πρώτος αριθμός τηλεφώνου, ένας παιδικός φίλος, που θα κάνει το κοπιώδες ταξίδι για την παραλαβή της σορού σε πείσμα των αντιρρήσεων μιας ζηλότυπης συζύγου. Παρά το πένθιμο καθήκον, ο εσωτερικός του μονόλογος, έτσι όπως προωθείται με μοτίβα από γνωστά άσματα και κινηματογραφόφιλους συνειρμούς, εκφράζει ανάλαφρη διάθεση. Εκ των υστέρων, όμως, ανακαλύπτοντας την πραγματική ιστορία της φίλης του, αποκαλύπτει και το δικό του προσωπείο, με το οποίο ζητούσε να συγκαλύψει το ανεκπλήρωτο πάθος και την τραυματική απόρριψη. Δεύτερος αριθμός, ένας ποιητής στα σαράντα τέσσερα, που ακούει στο όνομα Χάρης και έχει μεταφράσει «τον αλλόκοτο Αμερικάνο e.e. cummings». Ενας Χάρης, όμως, που κάποτε ξετρέλαινε τις γυναίκες αλλά με τα χάπια έφτασε τα εκατό κιλά, και όταν τα σταμάτησε, άρχισαν οι κρίσεις παράκρουσης, καταλήγοντας στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Οταν ζεις στον ίδιο τόπο και χρόνο με τους συγγραφείς, συχνά μένεις με την εντύπωση πως αναγνωρίζεις κομμάτια της επικαιρότητας στο ύφασμα με το οποίο ντύνουν τους ήρωές τους και τότε διασκεδάζεις με τις πρωτότυπες συρραφές που φαίνεται να επιχειρούν. Οπως και να έχει πολλοί ποιητές, εντός και εκτός μυθιστοριών, θα πρέπει να απαγγέλλουν ποιήματα για να κερδίσουν τη γυναικεία προσοχή.


Στο ψυχιατρείο


Σε δεύτερο πρόσωπο ο λόγος του ποιητή, δείχνει να απευθύνεται σε κάποιον ψυχίατρο, αν και ο ίδιος διατείνεται πως δίνει συνέντευξη. Σε τρίτο πρόσωπο και μεγαλύτερη έκταση η αφήγηση της ηρωίδας, που μένει αδιευκρίνιστο αν πρόκειται για κάποιο χειρόγραφο, εντοπισμένο στα συρτάρια της από τον παιδικό της φίλο. Εν μέσω «εκλαϊκευμένων επιστημονικών άρθρων οικολογικής χροιάς», με τα οποία υποτίθεται πως ασχολούνταν, ανιστορεί και τα ερωτικά συναπαντήματα σε μυθοποιητική παραλλαγή, όπου ο Χάρης πρωτοστατεί. Με πρωθύστερα και κάθε λεπτομέρεια ανασυντίθεται η ατμόσφαιρα στο ψυχιατρείο του νησιού, χωνεύοντας σε πλάγιο λόγο τους διαλόγους με τους ασθενείς. Ενας τρόπος για να ξεδιπλωθούν οι παρακρούσεις και να αφομοιωθούν με τους άναρχους συνειρμούς της επισκέπτριας, δείχνοντας τα ρευστά όρια μεταξύ του εχέφρονα και αυτού που έχει χάσει τον έλεγχο και την ισορροπία. Αφηγηματικοί τρόποι που με το συνταίριασμά τους συμβάλλουν στην ενδοσκόπηση της ηρωίδας, αν και πιστεύουμε πως η γλώσσα θα χρειαζόταν κάποια περιποίηση ώστε, χωρίς να χάνει τη ζωντάνια της προφορικότητας, να μην εκπίπτει στο τραχύ ιδίωμα μιας καθομιλουμένης. Οπως και να έχει, στα επτά κεφάλαια και στους τρεις αφηγητές διακρίνεται το «Raison d’ être» του ποιητή. Κι αν η Εξαρχοπούλου δεν είχε προγραμματίσει μια ευσύνοπτη και περιεκτική νουβέλα, περιστρεφόμενη γύρω από τη γυναικεία ψυχοσύσταση, η οποία παραπαίει ζητώντας συναισθηματικά υποκατάστατα, θα μπορούσε η διήγηση του ποιητή να μη «μιλάει όλο γι’ αυτήν», σωρεύοντας «ερμηνευτικές προσεγγίσεις», αλλά να απλωθεί πέραν των ερωτικών εμμονών στην αίσθηση του χρόνου ή και στη μετωνυμική δύναμη της γλώσσας. Με άλλα λόγια, πλάστηκε σαν παρ’ ελπίδα ένας ήρωας, που δείχνει να ασφυκτιά σε αυτή την έμφυλη νουβέλα.