Υποστηρίζεται όλο και περισσότερο, τα τελευταία χρόνια, ότι αυτό που αποκαλείται σήμερα «Advanced Architecture» σχετίζεται με την εποχή της πληροφορίας με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο η «Modern Architecture», το μοντέρνο κίνημα δηλαδή, τοποθετήθηκε ως προς τη βιομηχανική εποχή. Στο πλαίσιο μιας ενιαίας θεώρησης της πόλης, της τεχνολογίας και της κοινωνίας στην εποχή της πληροφορίας και των ψηφιακών τεχνολογιών, καθώς και της νέας περιβαλλοντικής συνείδησης, έχει αρχίσει σήμερα να ενεργοποιείται ένα νέο είδος αρχιτεκτονικής δράσης. Πρόκειται για μια «αρχιτεκτονική», όπως θα λέγαμε συμβατικά, που υπερβαίνει την τυπική εικονογραφία του σαφώς προσδιορισμένου κτιριακού αντικειμένου και ερωτοτροπεί με τη θεμελιώδη αντίληψη της αλλαγής στη βάση της συνεχώς μεταλλασσόμενης πληροφορίας, του ρυθμού των καθημερινών ερεθισμάτων. H αντίληψη αυτή είναι απελευθερωτική και διαισθητική και ταυτόχρονα θετικιστική, ματαιόδοξη και κυνική, ενώ τοποθετείται στις εξελίξεις των αρχιτεκτονικών πραγμάτων όπως ακριβώς οι ιστορικές πρωτοπορίες ως προς την ακαδημία του 19ου αιώνα και, στη συνέχεια, ως προς το μοντέρνο κίνημα: φαίνεται ότι πριν από 100 χρόνια οι φουτουριστές είχαν απλώς την ατυχία να μην είναι μια «digital generation». Επειδή όμως σήμερα ζούμε στην προϊστορική φάση της ψηφιακής τεχνολογίας και της εικονικής πραγματικότητας, η εποχή μας είναι μεταβατική και μάλλον διατυπώνει μια «προφητεία του 21ου»· ακριβώς όπως οι εξπρεσιονιστές και οι φουτουριστές που δεν έχτισαν αλλά έβαλαν τα θεμέλια για την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής σε όλο τον 20ό αιώνα.


Ο έλληνας οραματιστής


Και όμως, ένας προφήτης της σημερινής προφητείας φαίνεται ότι βρέθηκε κάποτε στην Ελλάδα. Ηταν ο αρχιτέκτονας Τάκης Ζενέτος που αυτοκτόνησε στα 51 του, το 1977. Με το μικρό αυτό βιβλίο, Τάκης Ζενέτος. Ψηφιακά οράματα και υλοποιημένη αρχιτεκτονική, ο Δημήτρης Παπαλεξόπουλος και η Ελένη Καλαφάτη επιχειρούν μια ευέλικτη και εικονογραφικά ενδιαφέρουσα περιήγηση στον προβληματισμό αυτού του μοναδικού οραματιστή. Χωρίς προθέσεις εξαντλητικής ανάλυσης του έργου του Ζενέτου, ανιχνεύουν τρία ζητήματα: τη διατύπωση της «Ηλεκτρονικής πολεοδομίας» (1962-74, μιας ψηφιακής δηλαδή οργάνωσης της μελλοντικής πόλης βασισμένης στην τεχνολογία των επικοινωνιών), τις εκφάνσεις του τεχνολογικού οράματος του Ζενέτου μέσω συγκεκριμένων έργων του (από το εργοστάσιο Φιξ στη Συγγρού και το Θέατρο Λυκαβηττού ως την πολεοδομική μελέτη για την Αγία Γαλήνη στην Κρήτη), ενώ προχωρούν σε μια ειδικότερη ανάλυση του κτιρίου που αποτελεί τη summa της σχεδιαστικής του φιλοσοφίας: του «στρογγυλού» σχολείου στον Αγιο Δημήτριο (1969-74).


Είναι ενδεικτικό ότι οι συγγραφείς, που επανέρχονται πολλές φορές στον ρόλο του Ορέστη Δουμάνη ως μοναδικού και επίμονου προπαγανδιστή της δουλειάς του Αθηναίου αρχιτέκτονα στις δεκαετίες του 1960 και 1970, σημειώνουν ότι «το έργο του Ζενέτου αποκαλύπτει τη μορφή όχι ως λύση της μελέτης ενός αντικειμένου αλλά ως μιας φάσης υλοποίησης των δράσεων».


H διαδικασία αυτής της υλοποίησης οφείλεται ακριβώς στις δημιουργικές δυνατότητες της πληροφορικής και της ψηφιακής τεχνολογίας. Πρόκειται για μια προωθημένη αντίληψη του ρόλου των νέων τεχνολογικών μέσων ακόμη και στο πλαίσιο των ουτοπικών οραματισμών της διεθνούς πρωτοπορίας στη δεκαετία του 1960, όπως σημειώνει και ο Antonino Saggio στον ενθουσιώδη για τον Ζενέτο πρόλογο του βιβλίου.


Συμμετοχική κληρονομιά


Σε τελείως διαφορετικό κλίμα κινείται ο τόμος Ιταλοί αρχιτέκτονες και μηχανικοί από την Ανατολική Μεσόγειο ως τη Βορειοδυτική Αφρική, 1848-1945, ουσιαστικά ένα λεξικό αρχιτεκτόνων που επιμελήθηκε ο Ezio Godoli με την καθιερωμένη μεθοδικότητα και πληρότητα. H βασική ιστοριογραφική υπόθεση του Ιταλού ιστορικού ξεκινά από το ζήτημα της «συμμετοχικής κληρονομιάς»: εκείνου δηλαδή του αρχιτεκτονικού αποθέματος στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή που προέκυψε ως αποτέλεσμα της συνεργασίας μελετητών, επιχειρηματιών, κατασκευαστικών βιομηχανιών και τεχνικών συνεργείων διαφορετικών εθνικοτήτων. Το ζήτημα μας αφορά άμεσα διότι μία από τις περιοχές που αποτελούν ιδιαίτερο αντικείμενο έρευνας και εμβάθυνσης στο πλαίσιο αυτής της εργασίας (εκτός από τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα) είναι φυσικά τα Δωδεκάνησα κατά την περίοδο της ιταλικής παρουσίας στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα.


Μόλις αναφέραμε τη λέξη «παρουσία» και κάποιοι αμέσως θα διαμαρτυρηθούν: είναι υπέρμαχοι της λέξης «κατοχή». Θα διαμαρτυρηθούν επίσης για τον όρο «συμμετοχική κληρονομιά» που αναδεικνύει εν τούτοις μια πολιτισμική διάσταση: γι’ αυτούς η μόνη αποδεκτή έκφραση είναι «αποικιακή αρχιτεκτονική». Δεν είναι της ώρας μια συζήτηση πάνω σε αυτό το θέμα, που έχει άλλωστε επιχειρηθεί επανειλημμένα και στον τόπο μας· ούτε η υπενθύμιση του γεγονότος ότι τα Δωδεκάνησα δεν αποτελούσαν «αποικία» αλλά «κτήση», όπως και περιοχές της ίδιας της Ιταλίας, ούτε του γεγονότος ότι πολλοί από τους Ιταλούς τεχνικούς που εργάστηκαν στα Δωδεκάνησα ήταν αντιφασίστες και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο βρίσκονταν εκεί, ούτε ότι οι ίδιοι επιχείρησαν μια ποικιλία προσεγγίσεων και σε πολλές περιπτώσεις την ανασύσταση του πνεύματος και των κατασκευαστικών παραδόσεων ενός χαρακτηριστικού τοπικού «ανατολισμού» (πραγματικού ή, ακόμη καλύτερα, φανταστικού), ούτε η διαπίστωση ότι οι ιταλικές αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές παρεμβάσεις αποκατέστησαν σε πολλά από τα νησιά μας ό,τι σήμερα αποκαλούμε «ιστορικό πυρήνα» της πόλης. Τα Δωδεκάνησα δεν ήταν Λιβύη και οι Ιταλοί γνώριζαν πολύ καλά ότι εδώ δεν είχαν έρθει για να «εκπολιτίσουν»: μάλλον το αντίθετο, όπως και οι ίδιοι παραδέχτηκαν σε πολλές περιπτώσεις.


Συνεπώς, τα μανιχαϊστικά ιδεολογήματα καθώς και – μεμονωμένα άλλωστε – φαινόμενα υστερικού φανατισμού στις αρχές του 21ου αιώνα θα έπρεπε να δώσουν τη θέση τους σε μια πιο ψύχραιμη θεώρηση της ιταλικής τριακονταετίας στα Δωδεκάνησα, αρχίζοντας ενδεχομένως από ζητήματα αρχιτεκτονικής κληρονομιάς.


Στον τόμο περιλαμβάνονται 200 λήμματα για ισάριθμους αρχιτέκτονες, όπου δίνεται έμφαση όχι τόσο στα βιογραφικά στοιχεία όσο στις αρχειακές συντεταγμένες των έργων (σχέδια και άλλα ντοκουμέντα) διασπαρμένες στα πάνω από 50 αρχεία στα οποία εργάστηκε η ερευνητική ομάδα, στην Ιταλία και το εξωτερικό. H σημασία της έκδοσης είναι θεμελιώδης ακόμη και για την περαιτέρω έρευνα στο ελληνικό έδαφος, όχι μόνο επειδή παραθέτει σημαντικά δεδομένα για όλους τους Ιταλούς τεχνικούς της περιόδου – το λήμμα, για παράδειγμα, για τον Florestano Di Fausto, τον πρωταγωνιστή της δωδεκανησιακής αρχιτεκτονικής, αριθμεί 32 σελίδες αρχειακών δεδομένων, έργο προς έργο -, αλλά και γιατί οδηγεί σε ταυτίσεις και διασταυρώσεις οι οποίες ως σήμερα ήταν εξαιρετικά αβέβαιες. Μια μοναδική εργασία υποδομής, καθόλου της μόδας σήμερα.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.