Λιγότερο γνωστοί οι Μαυρογένη σε σχέση με άλλες βυζαντινές οικογένειες, όπως οι Καντακουζηνοί, οι Μαυροκορδάτοι, οι Υψηλάντη, οι Μουρούζη, ωστόσο διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Ρουμανίας. Πελοποννήσιοι την καταγωγή, συγγενείς με τους Μοροζίνι που ηγεμόνευαν στη Βενετία, μετά την Αλωση βρέθηκαν στην Εύβοια για να την εγκαταλείψουν με την εξάπλωση των Οθωμανών στην Ελλάδα και να εγκατασταθούν στην Πάρο. Υποπρόξενος της Αυστρίας στις Κυκλάδες ο Πέτρος Μαυρογένης και ο πρωτότοκός του Νικόλαος εικάζεται πως γεννήθηκε γύρω στα 1735, στα Μάρμαρα της Πάρου και όχι στη Μύκονο, όπως πλείστες όσες πηγές αναφέρουν.


Την άνοδο και την πτώση του δαιμόνιου Νικόλαου Μαυρογένη αφηγείται το βιβλίο, φροντίζοντας με εκτενείς λοξοδρομήσεις να μας κατατοπίσει για την εποχή και τους ανθρώπους. Ποιοι ήταν οι Φαναριώτες στους οποίους ανήκε ο Νικόλαος Μαυρογένης και τι αντιπροσώπευαν τον 18ο αιώνα. Ποια ήταν τα αξιώματα του οθωμανικού κράτους στα οποία είχαν πρόσβαση και από πότε τους κατοχυρώθηκαν, καθόσον πολύγλωσσοι και άριστοι της διπλωματίας. Αλλά και ποία η νήσος Πάρος της εποχής, με το μεγάλο λιμάνι του Ντριό όπου, μεσούντος του 18ου αιώνα, αγκυροβόλησε ο ναύαρχος του τουρκικού στόλου, ο περιώνυμος Χασάν πασάς ή και Μουστάκας. Στο αρχοντικό του υποπρόξενου δείπνησε ο ναύαρχος, οπότε ο νεαρός Νικόλαος εξομολογήθηκε την επιθυμία του να πάει στην Πόλη. Και πράγματι, ως γραμματικός του στολάρχου ξεκίνησε ο Νικολάκης εφέντης για να βρεθεί τάχιστα, εντός τριετίας, διερμηνέας ή αλλιώς δραγουμάνος του στόλου. Δεξί χέρι του Μουστάκα αλλά και στο πρώτο σκαλοπάτι της ιεραρχίας, με επόμενο, το αξίωμα του δραγουμάνου της Υψηλής Πύλης και ανώτατο, του πρίγκιπα στις παραδουνάβιες ηγεμονίες Βλαχίας και Μολδαβίας. Στη συνέχεια όμως έμεινε στάσιμος σχεδόν μία τριακονταετία, αντιμέτωπος με το φαναριώτικο κατεστημένο. Τελικά φέρεται ως ο μόνος δραγουμάνος του στόλου που αναρριχήθηκε απευθείας στο αξίωμα του οσποδάρου στο πριγκιπάτο της Βλαχίας. Την 1η Απριλίου 1786 πήρε το χρίσμα και τελικά η ηγεμονία του δείχνει λίγο σαν πρωταπριλιάτικο αστείο, αφού διήρκεσε μόλις τεσσεράμισι χρόνια και ο ίδιος πήγε από τουρκικό λεπίδι κατ’ εντολήν του σουλτάνου, καίτοι πιστότατος στην Υψηλή Πύλη, φθινόπωρο του 1790, μετά την πανωλεθρία στη μάχη του Καλαφάτη.


Συναρπαστικές λεπτομέρειες


Μακριές οι περιγραφές της καθημερινής ζωής των αξιωματούχων Φαναριωτών, με συναρπαστικές λεπτομέρειες για τα αρχοντικά τους σε Κωνσταντινούπολη και Θεραπειά, τις συζύγους τους, όπως η Δόμνα Μαριόρα Σκαναβή, η σύζυγος του Νικολάκη εφέντη με την οποία απέκτησε δέκα παιδιά, αλλά και για τη μεγαλοπρέπεια των τελετών. Ακόμη εκτενέστερη η αναφορά στη Βλαχία όπου δίνεται ευκρινής εικόνα της ντόπιας κοινωνίας, με τις διαφορετικές τάξεις και τις αναμεταξύ τους συγκρούσεις. Μέσα από διπλωματικά αρχεία και άλλες πηγές ανασυντίθεται η δράση του Νικόλαου κατά τα Ορλωφικά ως συνοδού του Χασάν πασά στην Πελοπόννησο και αργότερα στη Βλαχία, αντιμέτωπου με τους Βογιάρους, πολεμώντας τους Αυστριακούς, κυρίαρχου προς το τέλος και της Μολδαβίας, να αναλαμβάνει γενικός διευθυντής των οθωμανικών στρατευμάτων λίγο πριν από την ολοσχερή κατάρρευση. Τίτλος, πρώτη φορά παραχωρούμενος σε Φαναριώτη, αν και ο Νικόλαος ήταν ο μόνος που προσπάθησε να ανασυντάξει τον τουρκικό στρατό.


Πέραν των δολοπλοκιών και των στρατηγικών, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις του οσποδάρου Μαυρογένη για τους Ελληνες. Κατ’ αυτόν, η ευπιστία, η αστάθεια, η δίψα για διάκριση ήταν ανέκαθεν η βάση του χαρακτήρα τους, γνωρίζοντας να υποτάσσονται και να προσαρμόζονται. Οταν ο πατριωτισμός, η υπεροχή στις τέχνες και στον πόλεμο ήταν ο δρόμος προς τη δόξα, οι Ελληνες ήταν πάντα πρώτοι. Τώρα που η πονηριά, η κολακεία και η δολοπλοκία είναι ο μοναδικός τρόπος διάκρισης, οι Ελληνες και πάλι προεξάρχουν. Κάπως έτσι διασώθηκαν οι σκέψεις του στο μοναδικό βιβλίο του Τόμας Χόουπ, Αναστάσιος ή απομνημονεύματα ενός Ελληνα, που αποτέλεσε βασική πηγή για τον συγγραφέα.


Το μέγεθος της άγνοιας


Για εμάς, σήμερα, το παράξενο είναι το μέγεθος της αγνοίας μας γύρω από τους Φαναριώτες και την εποχή τους, ώστε βιβλία ηλικίας ενός ή και δύο αιώνων να διαβάζονται απνευστί κομίζοντας πληροφόρηση. Το 1819, στο Λονδίνο εκδόθηκε το βιβλίο του Χόουπ, προκαλώντας τον φθόνο του συμπατριώτη του λόρδου Μπάιρον, που θα ήθελε να το είχε γράψει αυτός. Τον επόμενο χρόνο μεταφράστηκε γαλλιστί, ενώ στα ελληνικά, αν δεν σφάλλουμε, ποτέ δεν εκδόθηκε. Οσο για το καινούργιο απόκτημα, την εξαίρετη βιογραφική μελέτη του Θεόδωρου Μπλανκάρ, αυτή πρωτοεκδόθηκε από τον γαλλικό οίκο Φλαμαριόν καλοκαίρι του 1893, ενώ μια δεύτερη επαυξημένη έκδοση έγινε το 1896, στην οποία και στηρίχτηκε η ελληνική μετάφραση. H καθυστέρηση του ενός και πλέον αιώνα προκειμένου για ένα μελέτημα γλαφυρότατο και ιστορικά εμπεριστατωμένο, δείχνει πόσο λίγο ενδιέφεραν οι Φαναριώτες τον 20ό αιώνα, ταυτόχρονα όμως τις απαρχές μιας επανεκτίμησης. Ως πρόσθετη ένδειξη αποστροφής προς Φαναριώτες δραγουμάνους και ηγεμόνες, θα μπορούσε να εκληφθεί η εικονογράφηση του εξωφύλλου όχι με την κυρίαρχη φυσιογνωμία του βιβλίου αλλά με την κόρη του ανιψιού του, τη Μαντώ Μαυρογένους. Ανεξάρτητα αν η Μαντώ ήταν μια περικαλλής κόρη και η εικόνα της δικαιολογεί πλήρως το αίσθημα του Δημητρίου Υψηλάντη.


Χάριτες οφείλονται στο δίδυμο των μεταφραστών για την επιλογή τους, κυρίως για την ποιότητα της απόδοσης. Μοναδική ένσταση, οι ελλιπείς πληροφορίες που δίνονται για το πρωτότυπο, καθώς στον ελληνικό Οίκο των Μαυρογένη περιελήφθη μέρος μόνο των «916 σελίδων εις τέταρτον» του Μπλανκάρ. Οπως φαίνεται, ακέραιο το πρώτο μέρος και τμήμα του δεύτερου, με ασαφή αναφορά στο υπόλοιπο πόνημα. Ακόμη απουσιάζει ένα, έστω και στοιχειώδες, εργο-βιογραφικό του συγγραφέως, πέραν του γενικού και αόριστου πως επρόκειτο για διακεκριμένο ελληνιστή και φιλέλληνα από τη Μασσαλία, που έζησε στο γύρισμα του 19ου αιώνα προς τον 20ό. Πέντε χρόνια έρευνας χρειάστηκε ο Μπλανκάρ, αναδιφώντας ποικίλες πηγές σε διάφορες γλώσσες. Στο παράρτημα της πρόσφατης έκδοσης δημοσιεύονται όσες μαρτυρίες είναι στην ελληνική, μαζί με την κριτική υποδοχή του βιβλίου από τον Τύπο της εποχής και πτυσσόμενο χάρτη με το γενεαλογικό δέντρο των Μαυρογένη. Απορία προκαλεί η τελευταία σελίδα του βιβλίου, σαν ξεκάρφωτη, που φέρει τον τίτλο «εργογραφία», χωρίς να προσδιορίζεται ποιου συγγραφέα. Πάντως πολλά από τα αναφερόμενα θεατρικά έργα, ο Γ. Σιδέρης τα αποδίδει στον γυμνασιάρχη Αντώνη Αντωνιάδη (1836-1905), τον οποίον και εντοπίζουμε στο γενεαλογικό δέντρο ως μικρότερο παιδί της Σμαράγδας Μάνου, που ήταν το πέμπτο παιδί της πριγκίπισσας Σουλτάνας Μαυρογένη.