Στο λυκαυγές του 21ου αιώνα η Κλαίρη Μιτσοτάκη αναζητεί τις διαστάσεις που έχει πάρει το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, ιδιαίτερα σε ένα έθνος ξεπεσμένο και άπελπι. Ανακαλώντας το δυναμικό και ενοποιό «εμείς» των απαρχών του 20ού, όπως το περιέγραψε ο Ρόμπερτ Μούζιλ, καταγράφει αντιστικτικά στο σήμερα μόνο ασυνεννοησία και μοναξιά. «Απλοί» και «άοπλοι» άνθρωποι, που «ζήσαμε πλάι πλάι πολλά γεγονότα», «μοιραστήκαμε πολλές στιγμές» (έστω και μόνο τηλεοπτικώς) και «ανταλλάξαμε ιδιωματικές λέξεις» (σε κοινή χρήση), όμως ούτε κύματα ενθουσιασμού ούτε κινήματα μας ένωσαν, μόνο ίσως η εμπειρία ορισμένων κοινών επιθυμιών. Στον «ενδιάθετο λόγο» της η συγγραφέας αντιλαμβάνεται το «εμείς» ως μυθιστορηματικό πρόσωπο που έχει περάσει στη βροχερή περίοδο του Υδροχόου, σύμφωνα με «Το πέρασμα του Υδροχόου», το στοχαστικότερο των έξι πεζών του καινούργιου βιβλίου της.


Στους αταξινόμητους η Μιτσοτάκη, από το 1982 πεζογραφεί, ηλικιακά μεταξύ της Ρέας Γαλανάκη και της Ζυράννας Ζατέλη, ούτε στο λογοτεχνικό εμείς της γενιάς του ’70 ούτε σε αυτό της επόμενης αναγνωρίζεται. Ερχόμενη από την κεντροευρωπαϊκή παράδοση, παραμένει σταθερά προσκολλημένη στους μοντερνίστικους αφηγηματικούς τρόπους, όπως δείχνει η πρόσφατη συστέγαση των δύο παρθενικών πεζών της δεκαετίας του ’80, δημοσιευμένων στο εκλεκτικό περιοδικό «Εκηβόλος», μαζί με πεζά του τρέχοντος αιώνα, δημοσιευμένα και αδημοσίευτα.


Από μια άποψη κλασικότροπη, η συγγραφέας περιπλανιέται σε λογοτεχνικούς τόπους, όπου κινούνται ήρωες που «άφησαν ανεξίτηλα ίχνη στη μνήμη». Με αυτούς στήνει «σενάρια», ενώ το συγγραφικό εγώ, το πιθανότερο, αυτοβιογραφείται εξ αποστάσεως. Στις δύο νουβέλες, την αδημοσίευτη εναρκτήρια της συλλογής και τη δημοσιευθείσα προ δεκαεννέα ετών, διακρίνεται η ίδια εξπρεσιονιστική και φαρσική φλέβα που σπρώχνεται με την έκβαση των δύο ιστοριών στα όρια του γκροτέσκο. Και στις δύο η ίδια αργόσυρτη αίσθηση ενός αόριστου χρόνου, η ίδια ατμόσφαιρα του αλλόκοτου, με ήρωες παρομοίως συναισθηματικά φορτισμένους.


Στην πρόσφατη γίνεται ευθεία αναφορά στην Τύφλωση του Ελία Κανέττι. Αποκομμένος από την καθημερινότητα, ο ήρωας χαμένος στη βιβλιοθήκη του, αδυνατεί να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα που δημιουργεί μια ρωσίδα οικονομική μετανάστις, ονόματι Σόνια, όταν εγκαθίσταται στο σπίτι του ως νοσοκόμα του κατάκοιτου πατέρα του, παροπλίζοντας τη μητέρα του και ασκώντας έλεγχο στις δικές του κινήσεις. Αντιπροσωπευτικό δείγμα του πάλαι ποτέ υπαρκτού σοσιαλισμού, η Σόνια περιγράφεται ως ο «μαζικός» άνθρωπος. Πειθαρχημένη και αισθητικά στερημένη, γνωρίζει μόνο την κοινοβιακή ζωή και έχει όνειρο την κατάληψη της εξουσίας. Το δικό της ένστικτο επιβίωσης ενισχύεται με την ερωτική εξόντωση του εργοδότη της. «Ονειρο, πραγματικότητα, αυταπάτη» ο τίτλος της νουβέλας και ο ήρωας, ανάμεσα στο όνειρο της Σόνιας και την ασφυκτική πραγματικότητα, που εκείνη δημιουργεί, μετακυλά σε αυταπάτες και ιδεοληψίες ως την πλήρη εξασθένηση των αμυντικών του μηχανισμών. Οπότε απροστάτευτος, πέφτει θύμα ενός γελοίου ατυχήματος. Μυθοποιητική εκδοχή του κατά Κανέττι «δαίμονα της εξουσίας» και συνάμα συμβολή στην ανθούσα πεζογραφία της μετανάστευσης και των μεταναστών. Μόνο που αυτή η εκδοχή μένει κάπως μετέωρη με τη σχηματική σκιαγράφηση της Σόνιας, καθώς τη συγγραφέα, ως θέμα, την ελκύει περισσότερο η αίσθηση ελευθερίας που γεννά στον ήρωα η πόλη του Φωτός.


Ενα από τα διηγήματα του 2001, το «Ροζ και μαύρο», γράφτηκε ως συμβολή σε συλλογικό τόμο περί των Οκτώ θανασίμων αμαρτημάτων, καλύπτοντας υποτίθεται το αμάρτημα της κενοδοξίας. Αν και ο ήρωας ναι μεν ακούει στο παρωνύμιο Κύβελος, που παραπέμπει στη μυθική Κυβέλη, αφού κάνει παιδιά κατ’ εικόνα και ομοίωσή του, και μάλιστα εκείνα συνασπίζονται για να τον φονεύσουν, τουτέστιν, στο διήγημα, να τον εξοστρακίσουν από την οικογενειακή εστία, ως γενάρχης όμως δεν δείχνει καθόλου ματαιόδοξος και υπερφίαλος αλλά μάλλον ταλαίπωρος και καταπιεσμένος. Της ίδιας εποχής το επόμενο διήγημα, «Φύση, φόβος, φίδι», στρέφεται γύρω από έναν εβραίο σμυρνιό πρόσφυγα και ανακυκλώνει παραπλήσια γονικά αδιέξοδα, διανθισμένα ωστόσο με τη ζέουσα σήμερα προβληματική του Αλλου. Το καταληκτικό πεζό της συλλογής είναι οκταμερές, δεν αφορά όμως τα οκτώ αμαρτήματα αλλά ισάριθμες διαθέσεις, κι αυτές τρόπον τινά θανάσιμες, μεταξύ των οποίων και δύο λογιζόμενες ως αμαρτήματα, η οργή και η λύπη, όπου τη δεύτερη οι Δυτικοί θεώρησαν σωφρονέστερο να την εξαιρέσουν από τα θανάσιμα αμαρτήματα των Ανατολικών, περιορίζοντάς τα σε επτά. Γραμμένο το 1999, εν όψει του millennium, θυμίζει τα σύντομα πεζά του παλαιότερου βιβλίου της Μιτσοτάκη, Μετάλλια. Αφοριστικής μορφής δοκίμια, δύο-τριών παραγράφων, με εκλάμψεις ρητορισμού και σκοτεινά σημεία. Σε αντίθεση με τις παλαιότερες νουβέλες και διηγήματα, μένει ζητούμενο αν εδικαιούτο μονιμότερη στέγαση.