Με μια λαϊκή διήγηση ανοίγει η συλλογή διηγημάτων του B. Γκουρογιάννη και ως συνέχεια στο παλαιότερο βιβλίο του, τις Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων του 1990. Μάλιστα η τελευταία από τις συνολικά δεκαέξι παλαιότερες διηγήσεις στρεφόταν γύρω από μια κατάρα, όπως ακριβώς και το πρόσφατο διήγημα «Ανθρωποχελίδονο», που ανιστορεί τρεις τερατογενέσεις στη σειρά ωσότου λυθεί η κατάρα. Ωστόσο η απόσταση που διένυσε η γραφή στην ενδιάμεση δεκαπενταετία είναι καταφανής. Σύντομες οι μαρτυρίες εκείνου του πρώτου αφηγηματικού βιβλίου του Γκουρογιάννη, επινοημένες ή και πραγματικές, συνοδεύονταν από επιστημονικοφανείς ερμηνείες, κατά πολύ εκτενέστερες, όπου το παραψυχολογικό πεδίο δεν ήταν παρά το πρόσχημα για να αρθρωθεί ένας λόγος, στην ουσία, ποιητικός. Ακόμη τότε ο Γκουρογιάννης, με δύο ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του, καταγραφόταν στους ποιητές της εκ των υστέρων ονομασθείσης γενιάς του ’80. Μετά ήρθαν τα μυθιστορήματα, τρία στη σειρά, και εδραίωσαν τον πεζογράφο. Από τον πρώιμο Γκουρογιάννη έμειναν δύο βασικά χαρακτηριστικά, τα οποία και εξελίχθηκαν περαιτέρω. H ιδιαζόντως γόνιμη φαντασία και η άνεση με την οποία κολυμπάει στην Ιστορία, γεφυρώνοντας διαφορετικά χρονολογικά στρώματα ως τα απώτερα του μύθου, πάντοτε κατά τρόπο κρυπτικό, σε πείσμα της κυρίαρχης σήμερα πλέον αναλυτικής και επεξηγηματικής γραφής.


Το μέτρο της αντοχής


Δέκα διηγήματα απαρτίζουν την πρόσφατη συλλογή. Τα μισά από αυτά, που τυχαίνουν και τα συντομότερα, δημοσιεύθηκαν εντός της τελευταίας τριετίας σε ποικίλα έντυπα. Ως μέτρο της αντοχής τους, αναφέρουμε πως ξεκινώντας να διαβάζουμε το παλαιότερο ανακαλέσαμε αμέσως τον παράξενο μύθο και την υποβλητική ατμόσφαιρα και ας ήταν ένα από εκείνα τα κατά παραγγελία διηγήματα της θερινής εφημεριδογραφίας. «Ο θαυματουργός Σεν Τζορτζ των βλάχων» εκτυλίσσεται λίγο έξω από το ιστορικό Συρράκο, πατρίδα ποιητών, του Κρυστάλλη και του Ζαλοκώστα, αλλά και του Ιωάννη Κωλέττη, αν και αυτόν τον τελευταίο η αφήγηση τον παρακάμπτει. Τη διάνοιξη του δρόμου Πετροβουνίου – Παλαιοχωρίου – Συρράκου, κατά μία εκδοχή, τη σταμάτησαν δολιοφθορές, κατά μία άλλη ένα στοιχειό, που κατηφόρισε από τον λόγγο του Αϊ-Γιώργη, πιθανώς και ο ίδιος ο Αγιος, και λόγχισε για ακόμη μία φορά τον δράκο, τώρα με τη μορφή θεόρατου σκαπτικού μηχανήματος.


Προνομιούχος τόπος των διηγημάτων το χωριό και η ύπαιθρος γενικώς και, όταν οι τόποι κατονομάζονται, η Ηπειρος. Μόνο δύο διηγήματα λοξοδρομούν προς την Αθήνα, μιας και οι εντολοδότες όρισαν να εντάσσονται στη θάλλουσα θεματική της μετανάστευσης και των μεταναστών. Και εδώ όμως ο Γκουρογιάννης διασώζεται της ηθογραφίζουσας ανεκδοτολογίας, με την εφευρετικότητα που επιδεικνύει στο στήσιμο των ιστοριών, κυρίως χάρη στη λοξή γωνία θέασης, αρκούντως αμφίσημη, με εμφανώς περιπαικτική διάθεση. Στον γενέθλιο τόπο του συγγραφέα τοποθετείται η ραχοκοκαλιά του βιβλίου, δύο εκτενή διηγήματα και ένα τρίτο με δύο σπονδύλους. Κοινό χαρακτηριστικό η αντιπαράθεση της νοοτροπίας παλαιότερων εποχών με τη σημερινή. «Ο τελευταίος στρατιώτης της 8ης Μεραρχίας» συντίθεται με ψηφίδες από το ιστορικό της νικηφόρου στρατιωτικής μονάδας, ακριβολογώντας σε ονόματα και περιστατικά, μόνο που δεν πρωταγωνιστεί ο μέραρχος Κατσιμήτρος ούτε ο ολμιστής Τάσος Χαλκιάς, αλλά ένας απλός ημιονηγός, κοινώς μουλαράς. Στα όρια του γκροτέσκο τανύζεται η συγγραφική φαντασία, όπως και στο τελευταίο μυθιστόρημα Βέβηλη πτήση, με τον καρκινοπαθή γέροντα να πιστεύει υπό την επήρεια της μορφίνης πως γίνεται λόγω περισσής ακτινοβολίας ατομική βόμβα προς αναχαίτιση των Τούρκων στον Εβρο. Αν το διήγημα πάσχει ως σύνολο, μένουν εντυπωσιακές σκηνές από τον Πόλεμο του ’40 και το ξόδι του γέροντα, όπου το πραγματικό διογκώνεται με φαντασιακά στοιχεία. Παρόμοιες υποβλητικές εικόνες απογειώνουν και το σπονδυλωτό διήγημα, ιδίως την πρώτη και μακρύτερη αφήγηση γύρω από μια «Ανταρσία στο Ουσάκ». Φιλόδοξη ως σύλληψη, τοποθετείται σε ενεστώτα χρόνο και αναφέρεται σε μια μονάδα φαντασμάτων, που επαναστατεί στον σχεδιασμό απαγκίστρωσης της στρατιάς Μικράς Ασίας. Πρόκειται για μονάδα Ηπειρωτών, που με τη μουσική τους και νεκρούς ανασταίνουν. Δεύτερη πατρίδα το χώμα που τους σκέπασε, ενώ αντιθέτως παραμένει ξένο χώμα για τους Τουρκογιαννιώτες, όπως ο Ναζίφ του δεύτερου μέρους, που με την ανταλλαγή πληθυσμών βρέθηκαν εγκαταστημένοι στο Ουσάκ.


Τα οπίσθια της Μεγαλειοτάτης


«Καλό μέρος, κάμπος» το Ουσάκ, γέμισε ελληνικό στρατό κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Για δύο συναπτά έτη κέντρο εφοδιασμού και ορμητήριο για τις επιχειρήσεις προς Εσκί Σεχίρ και Σαγγάριο. Πιστεύουμε ότι το διήγημα συνομιλεί με τις αναθεωρήσεις της Ιστορίας και, ταυτόχρονα, με το Ουσάκ άλλων πρόσφατων μυθιστορημάτων, όπου ζωντανεύουν περιπλανώμενες μεραρχίες αγυρτείας και κραιπάλης. Με διαφορετικούς τρόπους ανοίγει διάλογο με την Ιστορία, τη γραφή και τις στρεβλώσεις της, «Το φρύδι της βασίλισσας». Επιτέλους ένα πνευματώδες διήγημα για τη Φρειδερίκη μετά τα αλλεπάλληλα δραματικά μυθιστορήματα γύρω από παιδουπόλεις και ορφανά. Αν και πάλι πρόκειται για μια επίσκεψη της βασίλισσας, αυτή τη φορά σε ηπειρώτικο χωριό, καλοκαίρι του 1954. Τότε ήταν που ένας γιος «κατσαπλιά» έτυχε να δει γυμνά τα οπίσθια της Μεγαλειοτάτης. Το πώς ακριβώς συνέβη είναι μια ιστορία που η αφήγησή της, στη διάρκεια μισού αιώνα, γνώρισε πολλές διαφορετικές εκδοχές, λιγότερο ή περισσότερο πιπεράτες, κάτι σαν βαρόμετρο δημοκρατικότητας εκάστης εποχής. Οσο για τον τυχερό, έφαγε γερό ξύλο, ιδιαίτερα όταν έστειλε γράμμα με τις λεπτομέρειες στον αδελφό του στην Τασκένδη, αγνοώντας, ο δόλιος, όπως και ορισμένοι σημερινοί μυθιστοριογράφοι, πως υπήρχε λογοκρισία. Πάντως επί ΠαΣοΚ συνταξιοδοτήθηκε, μεταξύ πλείστων άλλων, ως αντιστασιακός «του κώλου».


Σάτιρα προς όλες τις κατευθύνσεις, από τους ιδεολογικούς αγώνες των «συμμοριτών» ως τους μανιάτες αστυνόμους, που άφησαν εποχή, καθώς και μυθιστορηματικά ίχνη. Τελικά ο συγγραφέας επανέρχεται και με αυτό το διήγημα στο θέμα της μνήμης. Στο βιβλίο του 1990 πρότεινε ως αντίδοτο της λήθης την τέχνη, ενώ σε αμνησιακούς και παγκοσμιοποιημένους καιρούς, καταφεύγει στο φαντασιακό και στο χιούμορ. Μένει ζητούμενο αν θα διασκεδάσουν οι αναγνώστες αφού δεν ξέρουν για Φρειδερίκη, Τασκένδη, Μαραβέα.