Οπου ένα ολόκληρο σύμπαν στήνεται πάνω στο κομμένο φτερό μιας τεράστιας ξανθοκόκκινης κατσαρίδας


Ποιος ποτέ θα το φανταζόταν πως στο γύρισμα του 20ού αιώνα, ξημερώνοντας ο 21ος, ο προσφιλέστερος των συγγραφέων εκπρόσωπος του ζωικού βασιλείου δεν θα ήταν κάποιο κατοικίδιο, ως θα αναμενόταν, με την ολοσχερή αστικοποίηση της πεζογραφίας, ούτε ένα υπό εξαφάνιση είδος, προς ένδειξη οικολογικής συνείδησης, αλλά ο γνωστότερος στα θερμά κλίματα εκπρόσωπος της οικογενείας των βλαττιδών, η κατσαρίδα. Σχεδόν εμβληματικό δείχνει το συγκεκριμένο παμφάγο και δύσοσμο έντομο, και αυτό τρόπον τινά οικόσιτο των απόκρυφων ενός σπιτιού, σηματοδοτώντας την τρέχουσα μυθιστοριογραφία με τους αντιήρωες και τη νοσηρή ατμόσφαιρα. Και έρχεται το δεύτερο μυθιστόρημα της E. Γιαννακάκη να στηθεί εξ ολοκλήρου, όπως θα αποκαλυφθεί στις τελευταίες συγκλονιστικές σελίδες, πάνω σε μια κατσαρίδα ή, μάλλον ακριβέστερα, πάνω στο κομμένο φτερό μιας ξανθοκόκκινης τεράστιας κατσαρίδας. Ούτε στα καλύτερα ψυχολογικά θρίλερ της Πατρίτσια Χάισμιθ, όπου τα ίχνη των εγκληματικών πράξεων αποκρύβονται με εξαιρετική εφευρετικότητα, δεν συναντούμε μια παραπλησίως δαιμόνια σύλληψη.


Οι μικρές ζαβολιές


Θέμα του μυθιστορήματος οι μικρές ζαβολιές που όλοι κάνουμε, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, δικαιολογώντας εαυτούς παντοιοτρόπως, και οι οποίες κάποτε μπορούν να παρασύρουν και σε αξιόποινες πράξεις. Οσο για τη ζαβολιάρα ηρωίδα, που ακούει στο κοινότατο όνομα Μαρία, είναι η νοικοκυρά της διπλανής πόρτας, στον βαθμό που το είδος επιβιώνει στις αρχές του αιώνα μας. Οικεία και αναγνωρίσιμη, όπως παρουσιάζεται μέσα από τον δικό της λόγο. Οχι μια παρατεταμένη ομιλία προς κάποιο βουβό πρόσωπο, όπως συμβαίνει στα δύο τελευταία μυθιστορήματα της Σ. Σταυρακοπούλου, ομήλικης της Γιαννακάκη, κι αυτή πανεπιστημιακός με παραπλήσιες συγγραφικές ανησυχίες, ανεξάρτητα αν εμφανίστηκε στη λογοτεχνία 20 χρόνια νωρίτερα. Ούτε όμως ένας εσωτερικός μονόλογος, ασυνεχής και ελλειπτικός, αλλά ακριβώς το αντίθετό του.


H Γιαννακάκη βρίσκει έναν προσφυή τρόπο για να παρουσιάσει την ηρωίδα της ανασυνθέτοντας την εσωτερική γλώσσα στην οποία αρθρώνονται οι σκέψεις τις ώρες του ξύπνιου ως συνοδεία στις δραστηριότητες της ημέρας. Σε 300 πυκνοτυπωμένες σελίδες απλώνει αυτόν τον ενδόμυχο λόγο, όπου κυριαρχεί το συνειδητό, ως έναν μηχανισμό άμυνας στη ροή των συνειρμών που συχνά φέρνουν στην επιφάνεια ενοχλητικές σκέψεις. Εγκεφαλικός τύπος η Μαρία, έχει να αντιμετωπίσει μια στενόχωρη γι’ αυτήν ημέρα και αγωνίζεται να προστατευθεί ελέγχοντας μνήμη και φαντασία. Από την πρωινή αφύπνιση στις 6.50, καθ’ όσον τυγχάνει σύζυγος και μητέρα τριών παιδιών, ως τη βραδινή κατάκλιση στις 23.52, αφού έχει αναλάβει μόνη της το νοικοκυριό, όχι λόγω οικονομικής δυσπραγίας αλλά από απέχθεια για τις αλλοδαπές οικιακές βοηθούς, ξεσκαλίζει με τον νου της όσα συνέβησαν πέρυσι την ίδια ημέρα, που πέθανε ο τελευταίος ερωμένος της, ανακατεμένα με παλαιότερες αναμνήσεις.


Αποπνικτικές αλήθειες


Οπως ψεκάζει με σπρέι τα «σκονοζούζουνα» και αφαιρεί με το σφουγγάρι τις βρωμιές από τα πιο δυσπρόσιτα σημεία επίπλων και δαπέδου, παρομοίως και ταυτόχρονα δικαιολογεί ενέργειες και αποκαθαίρει πράξεις ώστε η ίδια να προβάλλει άμεμπτη, κατά πώς συμβαίνει και με το σπίτι της. Και όταν κάποιες αλήθειες γίνονται αποπνικτικές, ξέρει αυτή τον τρόπο να «πατάει το κουμπάκι», όπως αποτελεσματικά μπορεί να «ξεκοιλιάσει» μια κατσαρίδα. Αυτό το κρυφτούλι με τις σκέψεις επί 17 συνεχείς ώρες εγρήγορσης, καταγεγραμμένες σε 21 κεφάλαια – ένα κεφάλαιο ανά περίπου 50 λεπτά -, στο τέλος προδίδει μυστικά και ντοκουμέντα. H συγγραφέας το στήνει πλάθοντας το λεκτικό της σαραντάχρονης Μαρίας, αποφοίτου του Μετσοβίου, που ποτέ δεν άσκησε το επάγγελμα αλλά διαβάζει εκλαϊκευτικά περιοδικά κυρίως γύρω από θέματα υγιεινής, οπότε και συμφύρει το ιδιόλεκτο του συρμού με λόγιες και λαϊκότροπες εκφράσεις, μια και κρατά από την εργατική τάξη. Πιστεύουμε πως αυτός ο ηθελημένα επίπεδος λόγος της θα μπορούσε να διανθιστεί με εικόνες όπως εκείνη η μοναδική του τέλους με τη θάλασσα να φρικιά αλλάζοντας χρωματισμούς ώστε να φανεί η ταραχή εντός της, αναβαθμίζοντας ταυτόχρονα την αισθητική της αφήγησης. Περιθώριο που δεν είχε η Σταυρακοπούλου με τον προφορικό λόγο των ηρώων της.


H Γιαννακάκη αποφλοιώνει μεθοδικά τον χαρακτήρα και τη νοοτροπία της Μαρίας. Ενας δραστήριος τύπος που ο κατ’ οίκον αποκλεισμός στον οποίο την ανάγκασαν οι οικογενειακές απαιτήσεις έφερε τα συνήθη νευρωτικά προβλήματα – συχνοουρία, δυσκοιλιότητα, πάχος – και μια υστερική συμπεριφορά σε θέματα καθαριότητας. Αν και όλα αυτά θα μπορούσαν να αποδοθούν με μικρότερη κλίμακα επανάληψης, προς όφελος της μυθοπλαστικής οικονομίας. Πρακτικό πνεύμα η Μαρία, δεν γνωρίζει ηθικές μεμψιμοιρίες καθώς έχει μάθει να επιβιώνει παντί τρόπω. Ακριβώς με τις ζαβολιές και τις πανουργίες της ανελίσσεται η πλοκή. Στον λόγο της αποκαλύπτονται οι πόθοι μιας σύγχρονης γυναίκας· τι τη θέλγει σε έναν άντρα, ποια σεξουαλικά παιχνίδια την ερεθίζουν και πόσο ενεργητικό ρόλο θέλει να έχει σε αυτά. Και μαζί καθρεφτίζεται ο κοινωνικός της περίγυρος στις παρυφές του Λυκαβηττού: συγγενικές λυκοφιλίες και άσπονδες φιλενάδες. Ζουμερές οι σελίδες γύρω από την ερωτική ζωή της Μαρίας, που αριθμεί έναν σύζυγο και πέντε εραστές, δύο προγαμιαίους και τρεις κατά τη διάρκεια ενός δεκαπενταετούς έγγαμου βίου. Σε αντίθεση με τις κάπως σχοινοτενείς παραγράφους για τις μητρικές σχέσεις, που παραμένουν επιφανειακές, και τη λάτρα του σπιτιού.


Αφοπλιστικά πειστική


Μέσα από τη συλλογιστική της, τις υπερβολές και τους ναρκισσισμούς η Μαρία καταλήγει αφοπλιστικά πειστική. Πόσες ερωτευμένες δεν θα «έκλεβαν» τον άντρα των ονείρων τους; Πόσες παντρεμένες δεν θα «θυσίαζαν» έναν αλλοδαπό εραστή ή ακόμη και έναν γηγενή, που έχει γίνει απειλητικός, για να διασώσουν την οικογένειά τους; Πάντοτε δοθείσης της ευκαιρίας και μάλιστα χωρίς να λερώσουν τα χέρια τους. Ούτε στραγγαλισμοί ούτε και σπρωξιές, όπως οι φόνισσες της παλαιότερης μυθιστοριογραφίας. Οπως και στο προηγούμενο μυθιστόρημά της, η Γιαννακάκη προσπαθεί να δικαιολογήσει φροϋδικώς την ψυχολογία της ηρωίδας της φορτώνοντας την υπόθεση με τις ηθογραφίζουσες ζαβολιές μιας νησιώτισσας μητέρας. Και όμως οι πράξεις της Μαρίας δεν ξεφεύγουν από τον κανόνα του τρέχοντος φιλοτομαρισμού, με τη συνήθη δόση κυνισμού. Γι’ αυτό άλλωστε και τα σύγχρονα μυθιστορήματα για τις κολάσιμες ενέργειες δεν ανακατεύουν ούτε τη θεία ούτε την ανθρώπινη δικαιοσύνη καθώς οι όποιες ενοχές υπαναχωρούν μπροστά στο ανεπτυγμένο υπερεγώ των ηρώων. Τέλος, να σημειώσουμε τη διασκεδαστική πλευρά του μυθιστορήματος με τις σκέψεις της Μαρίας για τους άλλους, όπως λ.χ. για έναν σύζυγο που υπεραγαπά, παρ’ ότι τον θεωρεί «μαλάκα» και «τζουτζέ».