Ηταν γνωστό πως το 1819 στάθηκε μια όλως ιδιαίτερη χρονιά για τον Ανδρέα Κάλβο. Εικοσιεπταετής τότε, συμπλήρωνε τρία χρόνια παραμονής στο Λονδίνο, ήδη από διετίας μακράν της κηδεμονίας του Ούγο Φώσκολου, για πρώτη φορά οικονομικώς ανεξάρτητος και περισσότερο παρά ποτέ κοινωνικός, συναναστρεφόμενος λογίους και εράσμιες υπάρξεις. Εντός του έτους, αρραβωνιάστηκε και νυμφεύθηκε μία εξ αυτών, απόκτησε θυγατέρα και την έχασε ομού μετά της συζύγου του, προλαβαίνοντας να ξαναερωτευτεί μαθήτριά του, στον κύκλο των οποίων φαίνεται πως έκανε θραύση μάλλον διά της ευγλωττίας και των αβρών τρόπων του παρά διά του υστερούντος, ως θρυλείται, παρουσιαστικού του. Εκπνέοντος του 1819, το ειδύλλιο εναυάγησε, και αρχές του επόμενου έτους ο τάλας ανήρ εγκατέλειψε την αγγλική πρωτεύουσα για πλέον εύκρατα κλίματα και επαναστατικότερες ενασχολήσεις. Πέραν, όμως, των συναισθηματικών ταραχών, εκείνο το σωτήριον έτος ο Κάλβος διέπρεπε και ως αγορητής, εκφωνών τρεις λόγους περί του αναλλοίωτου της ελληνικής γλώσσας σε αίθουσα διαλέξεων περιωπής με αθρόα προσέλευση κοινού και βαρύνουσα απήχηση στους «Times».


H πρώτη εμφάνιση


Εκείνο που μέχρι πρότινος αγνοούσαμε ήταν πως το 1819 συνιστά σταθμό ή, ορθότερα, το έτος της πρώτης εμφάνισης του έλληνα ποιητή Ανδρέα Κάλβου Ιωαννίδη, του εκ Ζακύνθου, ως υπέγραφε τότε, αφού στα τέλη Νοεμβρίου τυπώνει την πρώτη του ωδή, «Ελπίς πατρίδος. Ωδή εν τη των νυν Ελλήνων διαλέκτω», προδρομική αλλά στενής συγγένειας με τις δύο επόμενες, «H Λύρα», το 1824, και τα «Λυρικά», το 1826, αυξάνοντας τη συνολική έκταση των ελληνόγλωσσων «απάντων» του κατά σαράντα στίχους και δέκα στροφές, μεγαλώνοντας το χρονικό άνυσμα συγγραφής των Ωδών κατά μία πενταετία, τέλος διαφοροποιώντας τη μέχρι σήμερα θέαση των γνωστών Ωδών.


Ο εντοπισμός της λανθάνουσας επί 184 συναπτά έτη Ωδής οφείλεται στον Λεύκιο Ζαφειρίου και είναι η δεύτερη φορά που οι Κύπριοι διεκδικούν τα πρωτεία στην περί τον Κάλβο έρευνα. Το καλοκαίρι του 1938 ήταν ο κριτικός λογοτεχνίας Αντώνης Ιντιάνος, ο οποίος εντόπισε τον τάφο του Κάλβου στην Αγγλία, μόνο που εκείνα τα εύρετρα αμφισβητήθηκαν («Αντώνης Ιντιάνος. Μια παρουσίαση από τον Λευτέρη Παπαλεοντίου», εκδ. Γαβριηλίδης, 2005). Ποιητής της γενιάς του ’70, ο Ζαφειρίου, με ολιγάριθμες ποιητικές συλλογές κατά την τριακονταετή παρουσία του και ένα μοναδικό πεζογράφημα, «Οι συμμορίτες», ιχνηλατεί ηλεκτρονικώς και επιτοπίως τον Κάλβο, που τον απασχολεί επί τουλάχιστον δύο δεκαετίες, και ιδού η συγκομιδή· η χαμένη καλβική Ωδή και μια πρώτη προσέγγιση στη βιογραφία του ποιητή. Ενας τρίτος τόμος σε σειρά των αρχών του 21ου αιώνα με τους βίους των κλασικών της νεοελληνικής ποίησης· μετά τον Σεφέρη και τον Καβάφη, ο Κάλβος.


Πρόσφατη έρευνα


Το Χρονολόγιο του Ζαφειρίου συντίθεται με βάση τα πλέον πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα, ενσωματώνοντας άρρητα τα προσωπικά ευρήματα, όπως άλλωστε σιωπηρά διορθώνονται σφάλματα προγενέστερων εργασιών. Τακτική ουδόλως προσήκουσα σε ανταγωνιστικούς καιρούς. Μετά το γενεαλογικό δέντρο του Ανδρέα Κάλβου, παρατάσσονται τα γεγονότα με ακριβή αναφορά ημερομηνίας και τόπου. Ωστόσο, μετακινήσεις και συναντήσεις, επαγγελματικές ασχολίες και δημοσιεύματα, ανάμειξη σε κινήματα και απελάσεις, διακρίσεις και απορρίψεις, καταγράφονται χωρίς αφηγηματικό ιστό, ο οποίος, σε παλαιότερα χρονολόγια, αποβαίνει συνεκτικός, καλύπτοντας τα κενά αλλά και συμφύροντας ερμηνείες. Αντ’ αυτού, παρεμβάλλονται χωρία από δημοσιεύσεις, περικοπές επισήμων εγγράφων, κυρίως επιστολές, ακέραιες ή αποσπάσματα, κάποιες σε πρώτη δημοσίευση, όπως το συστατικό γράμμα του Ιωάννη Καποδίστρια τα κρίσιμα χρόνια του καρμποναρισμού. Και μάλιστα, προς περαιτέρω εμπλουτισμό, τα του βίου του Κάλβου εναλλάσσονται με τις γενικότερες πολιτικές κινήσεις και λογοτεχνικές δραστηριότητες ανά την Ευρώπη, επικεντρωμένες στην Ελλάδα και στα Επτάνησα, αναφέροντας γεννήσεις και θανάτους, μείζονες αποφάσεις και βιβλία, των απανταχού Ελλήνων, λογίων και πολιτικών. Τρόπον τινά, ο συνήθης τετραμερής χρονολογικός πίνακας τύπου K.Θ. Δημαρά, που «καρφιτσώνει» το συγκεκριμένο αντικείμενο στην εποχή του, χωνεύεται στο Χρονολόγιο. Μόνο που ο μετασχηματισμός τής εν παραλλήλω παράθεσης σε εν σειρά, πιστεύουμε πως λειτουργεί σε βάρος της παραστατικότητας. Οπως και τα προηγούμενα δύο βιβλία της σειράς, το Χρονολόγιο αποκτά τη διάσταση λευκώματος με τον πλούτο του φωτογραφικού υλικού. Στην περίπτωση του Κάλβου, πλέον δυσεύρετο, αποτέλεσμα επισταμένης αναδίφησης.


Το καλβικό ιδίωμα


Εν τέλει, όμως, ένα Χρονολόγιο Κάλβου μήπως απευθύνεται στους φιλοπερίεργους και ουδόλως αφορά τους θιασώτες της ποίησης; «Ο Κάλβος πέθανε πολύ νέος για την ποίηση: τριάντα τεσσάρω χρονώ. Επειτα από αυτή την ηλικία, η ζωή του ενδιαφέρει μόνο το βιογράφο…» αποφαίνεται ο Σεφέρης, και άλλοι, με παραπλήσιες διατυπώσεις. Σύμφωνα όμως με μια διαφορετική οπτική, προσεγγίζοντας τα εισέτι μετέωρα γιατί και διότι των κινήσεων και των πράξεων του Κάλβου, που πέθανε εβδομήντα επτά χρόνων, γνωρίζουμε τον χαρακτήρα και το θυμικό του ανθρώπου, τουτέστιν από τα ύστερα ψυχανεμιζόμαστε τον ποιητή των είκοσι και μία Ωδών. Οπως, κατά αντίθετη φορά, η πρώτη Ωδή, ως πρωιμότερη, αν δεν λανθάνει άλλη προγενέστερη, φωτίζει τις αφετηρίες του ελληνόγλωσσου Κάλβου, παρέχοντας σαφέστερη εικόνα για το υπό διαμόρφωση καλβικό ποιητικό ιδίωμα.


Για παράδειγμα, ορισμένες υποθέσεις γύρω από την ποιητική του φαίνονται πλέον ανεδαφικές. Σε μεγαλογράμματη γραφή τυπωμένη η πρώτη Ωδή, με τετράστιχη στροφή αντί της μετέπειτα πεντάστιχης, συνδυάζοντας και πάλι πολυσύλλαβους στίχους με τον καταληκτικό πεντασύλλαβο, πλησιάζει περισσότερο στην αρχαϊκή μετρική.


H γλώσσα και σε αυτή την Ωδή μεικτή, παρατηρείται ωστόσο συντακτική ευταξία, με το επίθετο να προτάσσεται του ουσιαστικού. Μεταφορές και εικόνες, συγγενείς των μεταγενέστερων (παρεμπιπτόντως, η πηγή των Μουσών, η «Ιπποκρήνη» της «Λύρας», αναφέρεται ως «ΙΠΠΟΥΚΡΗΝΗ», πλησιάζοντας την ορθή γραφή της, «ίππου κρήνη»). Οσο για τα ιδεώδη, ευρύτερα της Επανάστασης του ’21, ο Κάλβος φαίνεται πως τα επεξεργαζόταν προεπαναστατικά. Μήπως λιγότερο ορμητικός και περισσότερο καρμπονάρος από όσο τον είχαν φανταστεί.