Με σχεδόν ιεραποστολικό φανατισμό επιμένει ο M. Μιχαηλίδης στην πιστή αναπαράσταση του κόσμου που τον περιβάλλει, γράφοντας κοινωνικά μυθιστορήματα εκ προθέσεως προκλητικά. Από τους επιθετικότερους τής έτσι κι αλλιώς μαχητικής γενιάς των μέσων της δεκαετίας του ’90, και ως προς τις διαθέσεις και ως προς το ύφος. Και στα τέσσερα μυθιστορήματά του, ανεξάρτητα από το πρόσωπο της αφήγησης, που, στο μέσο της πορείας, μετακύλισε από το πρώτο στο τρίτο, ο συγγραφέας ασκεί οξεία κριτική αγγίζοντας τον χλευασμό. Το φόρτε του, ακραίες έως και οριακές καταστάσεις, αναταραχής και σύγκρουσης, προπαντός, ήρωες πέραν του μέτρου και της σύνεσης, που ζουν σε ρυθμούς έντασης και κινδύνου. Μάλλον πρόκειται για αντιπροσωπευτικούς τύπους παρά για χαρακτήρες, οι οποίοι, μερικές φορές, υπό το βάρος της συγγραφικής καταγγελίας, ρέπουν προς την καρικατούρα. Στερούμενοι παντελώς ευγενών χαρακτηριστικών, άρρενες και θήλεα επιδίδονται σε αμιγώς σεξουαλικά γυμνάσια χωρίς ίχνος τρυφερών αισθημάτων. Θύτες και θύματα, εναλλάξ ή κάποτε και ταυτοχρόνως.


Εστίες τερατογένεσης


Συστηματικός μυθοπλάστης ο Μιχαηλίδης μετατοπίζει σε κάθε καινούργιο βιβλίο του τον στόχο, κατευθύνοντας τα οργίλα βέλη του σε ένα διαφορετικό κοινωνικό υποσύνολο, φροντίζοντας να παραμένει στις περιοχές μεγάλης δημοσιότητας, όπου και επιλέγει τα πλέον σκανδαλώδη θέματα. Μετά τον χώρο της διαφήμισης, τις τηλεοπτικές εκπομπές γύρω από τα ανθρώπινα δράματα και τις μονογονεϊκές οικογένειες ως εστίες τερατογένεσης, ήρθε η σειρά των μαφιόζων μιας ανθούσας παραοικονομίας. Οπως και στα προηγούμενα μυθιστορήματα, ο τόπος δράσης είναι η Αθήνα, ωστόσο η ιστορία θα μπορούσε να διαδραματίζεται και σε οποιαδήποτε άλλη μεγαλούπολη. Παρομοίως, οι ήρωες, πέραν κάποιων ρώσων βοηθητικών, είναι Ελληνες, με προφίλ όμως και πάλι αρκούντως παγκοσμιοποιημένο. Κατ’ εξαίρεση, αυτή η ιστορία παρουσιάζεται ως μελλοντολόγημα, τοποθετούμενη σε μια δεκαπενταετία από σήμερα. Γεγονός που μένει μάλλον ανεκμετάλλευτο, αφού ο συγγραφέας ουσιαστικά εμπνέεται από τη σύγχρονη εγχώρια πραγματικότητα, ενισχυμένη από τις συνθήκες άλλων πόλεων, που τυχαίνει να προηγούνται σε θέματα διαφθοράς και παρανομίας. Μόνο ορισμένες εξελίξεις ηλεκτρονικής φύσεως δανείζεται από το εγγύς μέλλον, για να καταστήσει εντυπωσιακότερο το θρίλερ του. Και πράγματι, τετραμερές το μυθιστόρημα, κατορθώνει στα τρία κεφάλαια να διατηρήσει, αν όχι την ένταση ενός θρίλερ, τουλάχιστον μέρος του σασπένς. Το τελευταίο όμως κεφάλαιο, με τη διαλεύκανση της υπόθεσης, παραείναι άτονο και γλυκερό. Αν και εν μέρει οι εντυπώσεις διασκεδάζονται, καθώς παρατίθεται ως εκδοχή και όχι σαν τελεσίδικη αποκάλυψη.


Το βιβλίο αναποδογυρίζει τον κανόνα που θέλει τα γηγενή μυθιστορήματα να ξεκινούν χαλαρά και μόνο μετά τις πρώτες, ας πούμε, πενήντα σελίδες να αρχίζουν να δένουν. Από τον θάλαμο εντατικής θεραπείας ξεκινά η ιστορία, με τον ήρωα, αναδυόμενο από τη νάρκωση πολλαπλών χειρουργικών επεμβάσεων, να τον κατατρύχουν έντονες παραισθήσεις. Παρακολουθώντας τη δική του, εσωτερική οπτική γωνία, η εμπειρία του πρόσφατου τραυματισμού του παίρνει τη μορφή ψυχεδελικού αφηγήματος καταδίωξης και φυγής. Αυτό καθαυτό, μια πρωτότυπη συρραφή δάνειων σκηνών, κινηματογραφικών και μυθιστορηματικών, που εκτυλίσσεται με γρήγορο ρυθμό. Στη συνέχεια, υποχωρώντας η επήρεια της νάρκωσης, ο ήρωας προσπαθεί να ανασυνταχθεί και να καταπολεμήσει την απώλεια μνήμης. Σε κάθε περίπτωση, ένας δεινός αγώνας, ο οποίος γίνεται όμως τρομακτικός για κάποιον που ανακαλύπτει το δόλιο περιβάλλον του και την αχρεία ταυτότητά του. Ενας αδίστακτος εγκληματίας, επικεφαλής μιας εταιρείας με κοινωφελές προσωπείο, επιδιδόμενης σε πάσης φύσεως παράνομες δραστηριότητες.


Λαθρεμπόριο και πορνεία


Πειστικά και εν εκτάσει, οι συνένοχοί του περιγράφουν την παρατράπεζα που έχει στήσει και τις βοηθητικές επιχειρήσεις λαθρεμπορίου και πορνείας. Σωρεύονται συμβάντα προς ανάδειξη του γενικότερου εκμαυλισμού, όπως τα μάλλον παρατραβηγμένα έκτροπα στη Ναυτική Σχολή Πολέμου, όπου ο ήρωας έκανε τη θητεία του. H ιστορία φουσκώνει περαιτέρω και με ορισμένες όχι και τόσο πρωτότυπες ιδέες, όπως, λ.χ., ο λησμονημένος κώδικας για το άνοιγμα του χρηματοκιβωτίου και την ανάγνωση της κρυπτογραφημένης ατζέντας. Σε αυτό το κομμάτι του βιβλίου, η αφήγηση αποστασιοποιείται, περιγράφοντας τις κινήσεις και τα αισθήματα του τραυματισμένου σαν να πρόκειται για την εκ νέου συναρμολόγηση ηλεκτρονικού υπολογιστή. Τελικά όμως καταλήγει να τον εμφανίζει ως ανδρείκελο. Δεν έφτανε το ακρωτηριασμένο και παραμορφωμένο σώμα τού άρχοντα της νύχτας και το σμπαραλιασμένο μνημονικό, η διακωμώδηση επιτείνεται με το εύρημα των προβλημάτων στύσης. Οπως και αν έχει, το μυθιστόρημα όσο προχωρεί και κορυφώνονται οι αποτρόπαιες πράξεις, χάνει σε ένταση. Αν και η αφήγηση διατηρεί ένα κάποιο νεύρο χάρη και στην μπάσταρδη γλώσσα, όπου το μαφιόζικο ιδιόλεκτο ανακατώνεται με λόγια στοιχεία. Θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως ο Μιχαηλίδης έχει το μέλημα της γλώσσας, όπως δείχνει και η αναθεωρημένη έκδοση του πρώτου μυθιστορήματός του Ο μηχανισμός της σύγχυσης (Κέδρος, 1997, Καστανιώτη, 2004).