H μελέτη του ελληνικού εβραϊσμού αλλά και γενικότερα η μελέτη των εθνο-πολιτισμικών και θρησκευτικών κοινοτήτων και μειονοτήτων στον ελληνικό χώρο έχει αποδώσει καρπούς τα τελευταία χρόνια. H σχετική βιβλιογραφία όμως εμπλουτίζεται με μεγαλύτερη ταχύτητα στα πεδία που αφορούν πολιτισμικές, οικονομικές και κοινωνικές πραγματικότητες καθώς και εκπαιδευτικά ή νομικά ζητήματα. H πολιτική πλευρά των σχετικών θεμάτων έχει διερευνηθεί σχετικά λιγότερο. H μελέτη του Δημοσθένη Δώδου αποτελεί, από αυτή την άποψη, μια ευπρόσδεκτη συμβολή. Οπως επισημαίνει ο H. Νικολακόπουλος στον πρόλογό του, από τις πολύπλευρες όψεις της εβραϊκής παρουσίας έχει μελετηθεί λιγότερο «εκείνη που αναφέρεται στις πολιτικές διαστάσεις», ενώ η οπτική γωνία που υιοθετείται είναι συχνά ελληνοκεντρική. Αποδίδει έμφαση είτε στη συνδρομή της Φεντερασιόν στο ελληνικό εργατικό κίνημα είτε στην αντιβενιζελική ψήφο των Εβραίων στις εκλογές του 1915 και του 1920, ενώ ελάχιστα έχουν διερευνηθεί «οι ενδοκοινοτικές πολιτικές διαιρέσεις» (σ. 11).


Στα δύο πρώτα κεφάλαια αυτού του βιβλίου, ο συγγραφέας εξετάζει την εγκατάσταση των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη και τη σταδιακή συγκρότηση μιας εβραϊκής πόλης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μέχρι και την εποχή του Τανζιμάτ. Οι πυκνές ιδεολογικές διεργασίες του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα τον απασχολούν στο επόμενο κεφάλαιο. Η δραστηριοποίηση της Alliance Israelite Universelle στον εκπαιδευτικό χώρο και η ανάπτυξη μιας κοσμικής παιδείας, η προώθηση του «αφομοιωτισμού» σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της «οθωμανικότητας», η εμφάνιση και σταδιακή εδραίωση του σιωνισμού στις αρχές του 20ού αιώνα, η συγκρότηση της Φεντερασιόν αποτέλεσαν σημαντικές εξελίξεις οι οποίες έσπασαν «την κρούστα της εσωστρεφούς κοινωνίας και ανέδειξαν κοινωνικές διαιρέσεις» (σ. 79). Αυτές οι διεργασίες αφενός επιταχύνθηκαν και αφετέρου μετέβαλαν χαρακτήρα και ποιοτικά χαρακτηριστικά μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος.


Οι δυσκολίες ενσωμάτωσης


Στο τέταρτο κεφάλαιο, ο Δώδος αναδεικνύει τις δυσκολίες της ενσωμάτωσης, τους ανταγωνισμούς των κοινοτήτων αλλά και τους ιδεολογικούς κλυδωνισμούς στο εσωτερικό της εβραϊκής κοινότητας αφού σιωνιστές, αφομοιωτικοί και σοσιαλιστές κλήθηκαν να λειτουργήσουν σε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό πλαίσιο και να αναπτύξουν νέους προσανατολισμούς. H μετατροπή της Θεσσαλονίκης, στα μάτια των Εβραίων κατοίκων της, από μια βαλκανική πρωτεύουσα σε μια μεθοριακή πόλη, στερημένη από την ενδοχώρα της, και με το λιμάνι της ευρισκόμενο πλέον μεταξύ άλλων ανταγωνιστικών στο εσωτερικό του ελληνικού κράτους, εξηγεί το σχέδιο διεθνοποίησης της πόλης (σ. 90-92).


Τα ζητήματα των εκλογικών και πολιτικών συμπεριφορών μέσα στα ευρύτερα συμφραζόμενά τους συζητούνται στα επόμενα κεφάλαια. Πρώτο κόμβο αποτελούν οι εκλογές του 1915 όπου ο Δώδος προσεγγίζει εκ νέου την εβραϊκή αντιβενιζελική ψήφο. Αναλύει τις εσωτερικές διαιρέσεις της εβραϊκής κοινότητας θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη συμπαγή εικόνα της, ενώ επισημαίνει εύστοχα ότι η «διαρροή» των χριστιανών της πόλης έδωσε το στίγμα στις εκλογές και «κατέστησε ορατή και με ιδιαίτερη βαρύτητα την ψήφο μη χριστιανών» (σ. 120). Οι εκλογές του 1920, μετά την πυρκαγιά του 1917, αποτελούν έναν δεύτερο κόμβο. H εικόνα της μαζικής αντιβενιζελικής ψήφου δεν προκύπτει από τα στοιχεία που επεξεργάστηκε ο συγγραφέας. Οι ψήφοι σε επτά ανεξάρτητους Εβραίους υποψήφιους αποτελούν ένδειξη μιας «μη κατευθυνόμενης ψηφοδοσίας» (σ. 146). Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι ο Δώδος αποδίδει τα αντι-εβραϊκά πρωτοσέλιδα της «Μακεδονίας» σε μια προ-αποφασισμένη στρατηγική ερμηνείας της βενιζελικής ήττας που ενίσχυσε την αντι-εβραϊκή προπαγάνδα (σ. 142). Δεν είναι σαφές πώς τεκμηριώνεται αυτή η στρατηγική του προ-αποφασισμένου πρωτοσέλιδου, αλλά η αντι-εβραϊκή προπαγάνδα σαφέστατα απέδωσε και ενισχύθηκε μετά την εγκατάσταση των προσφύγων και την έξαρση του εθνικισμού και του αντι-σημιτισμού. Ο Δώδος εξετάζει στη συνέχεια την έωλη πολιτική των χωριστών εκλογικών καταλόγων για τους Εβραίους, η οποία οδήγησε στην πολιτική τους γκετοποίηση.


Ο εμπρησμός του «Κάμπελ»


H επιτυχία της Αριστεράς το 1926 προκάλεσε την αντίδραση και των σιωνιστών που επέρριψαν ευθύνες στις ελληνικές κυβερνήσεις για την εγκατάλειψη των οικονομικά ασθενέστερων Εβραίων (σ. 168). Παρά τις εσωτερικές διαφορές της κοινότητας όμως, η εικόνα της προς τους «άλλους» διαμορφώθηκε σταδιακά στο πλαίσιο της σύνδεσης του αντι-εβραϊσμού με τον αντι-κομμουνισμό, ενώ ο σχετικός λόγος προωθήθηκε και από την οργάνωση Εθνική Ενωσις «H Ελλάς». H προσέγγιση των Εβραίων πολιτευτών με τους Φιλελεύθερους εξακολούθησε κατά τις εκλογές του 1928 και 1929. Ο εμπρησμός του «Κάμπελ» (1931), η αντι-εβραϊκή έξαρση στη Θεσσαλονίκη αλλά και η ανασυγκρότηση των συντηρητικών δυνάμεων στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας προσδιόρισαν τις εβραϊκές εκλογικές συμπεριφορές κατά τη δεκαετία του 1930. H άρνηση της τοπικής ηγεσίας των Φιλελευθέρων να συμπεριλάβει Εβραίους υποψήφιους στις επαναληπτικές εκλογές του 1933 παρά τις αντίθετες υποδείξεις της ηγεσίας του κόμματος έστρεψαν τους Εβραίους προς τον Κυβερνητικό Συνασπισμό και σταδιακά προς το Λαϊκό Κόμμα στις εκλογές του 1936. Στον επίλογο, ο συγγραφέας επισημαίνει τις ιδιομορφίες της μελέτης των εκλογικών και πολιτικών συμπεριφορών μιας κοινότητας σε μια περίοδο με έντονες ανακατατάξεις. Αναδεικνύει τις εσωτερικές πολιτικές, ιδεολογικές και ταξικές διαιρέσεις της κοινότητας, ενώ σημειώνει το περιορισμένο ενδιαφέρον των μελών της για «ενεργητικότερη συμμετοχή τους στην πολιτική ζωή» (σ. 207). Παραμένει βέβαια ανοικτό το ερώτημα πώς θα ήταν οι εξω-κοινοτικές πολιτικές συμπεριφορές των Εβραίων, αν οι συνθήκες για τη συμμετοχή τους ήταν ευνοϊκότερες και πιο ενθαρρυντικές.


Το βιβλίο του Δημ. Δώδου θα είχε αναμφίβολα εμπλουτιστεί αν αξιοποιούσε τις εβραϊκές πηγές της εποχής. Πρόκειται ωστόσο για μια πολύ ενδιαφέρουσα και διεισδυτική μελέτη. Αναλύει το σχετικά «στεγνό» υλικό των εκλογικών μεγεθών μέσα στα πολιτικά, ιδεολογικά και κοινωνικά συμφραζόμενά του χωρίς να «εξωτικοποιεί» την εβραϊκή κοινότητα. Προσεγγίζει εκ νέου τα ζητήματα της «αντιβενιζελικής ψήφου». Ενδιαφέρεται για τις εσωτερικές διαιρέσεις χωρίς να αναπαράγει τη σχηματική εικόνα της συμπαγούς κοινότητας. Εγγράφει το ζήτημα στην ευρύτερη πολιτική ιστορία της περιόδου και γι’ αυτό το λόγο συμβάλλει ουσιαστικά στην κατανόηση μιας σημαντικής πλευράς της. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία όμως είναι ότι η αναλυτική του οπτική αναδεικνύει την εθνο-πολιτισμική και θρησκευτική ταυτότητα ως σημαντική αλλά εξαρτημένη μεταβλητή της πολιτικής και όχι ως υποκατάστατό της.


H κυρία Εφη Γαζή είναι επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.