Κρίσιμος ο Μάιος του 1963, στο μέσο της «κουτσής» δεκαετίας του ’60, πέντε μήνες πριν από την εκλογική νίκη της Ενωσης Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον A’ να διάγει τις τελευταίες εβδομάδες της προδικτατορικής εξουσίας του προτού επέλθει η οριστική ρήξη με το Παλάτι και την Αριστερά να θάλλει, στοιχισμένη πίσω από την ΕΔΑ, ανεμίζοντας συνθήματα εθνικής ανεξαρτησίας και πολιτικής αμνηστίας, ενώ το KKE προσπαθούσε να κινεί τα νήματα από την υπερορία. Ενός έτους ο Σύνδεσμος Μπέρτραντ Ράσελ, μόλις είχε διοργανώσει την πορεία ειρήνης στον Τύμβο του Μαραθώνα, όταν, στις 16 Μαΐου, η Αθήνα υποδεχόταν μετά βαΐων και κλάδων τον μεγάλο ευρωπαίο σύμμαχο Σαρλ Ντε Γκωλ και σε τέσσερις ημέρες προγραμματιζόταν η επίσκεψή του στη συμπρωτεύουσα.


H πυρετώδης προετοιμασία


Το μυθιστόρημα εστιάζεται στη Θεσσαλονίκη, εκείνο το τριήμερο της πυρετώδους προετοιμασίας το οποίο κορυφώθηκε με την άφιξη του γάλλου προέδρου. Ο Γ. Σκαμπαρδώνης κάνει ένα αργό ζουμ σε μια από τις πολλές και παρεμφερείς παρακρατικές οργανώσεις, με την ηχηρή επωνυμία «Αντικομμουνιστική Σταυροφορία Ελλάδος» και επικεφαλής τον διοικητή της ΚΥΠ υποστράτηγο Κωνσταντίνο Δοβρόμηρο, τον οποίον, όπως ανέκαθεν συμβαίνει με τους υποστράτηγους και τους αντιστράτηγους, οι πάντες προσφωνούν στρατηγό. Και «πάλι κεντάει ο στρατηγός», για να θυμηθούμε και την προ δεκαετίας συλλογή διηγημάτων του Σκαμπαρδώνη. Οχι όμως τόσο ο Σερραίος και εθνικόφρων Δοβρόμηρος, που αποβαίνει ένας συμπαθέστατος τραγικός ήρωας λόγω και του οικογενειακού δράματος το οποίο βιώνει, αλλά ο συγγραφέας, αποτυπώνοντας εκείνες τις ζοφερές ημέρες με επιμέρους σκηνές εντυπωσιακής ζωντάνιας και απαράμιλλης περιγραφικότητας. Μοναδικό ολίσθημα του στρατηγού, η αναλυτική προσέγγιση με τις καθ’ υπερβολήν επεξηγήσεις, υποθέτουμε προς διευκόλυνση ενός ευρύτερου αναγνωστικού κοινού.


Τοιχογραφία της εποχής, το μυθιστόρημα δίνει παραστατικά το αναζωπυρωμένο αντικομμουνιστικό μένος, παρακολουθώντας έσωθεν και εκ του σύνεγγυς το παρακράτος της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Χαλαρή η πλοκή, κατορθώνει να γίνει συναρπαστική, έτσι όπως ξετυλίγονται ιστορίες προβοκάτσιας και παρακολουθήσεων, ξυλοδαρμών και φόνων, αρμαθιάζοντας επεισόδια ουδόλως δραματικά, μάλλον φαιδρά ως και γκροτέσκα, όπως εκείνο με την κομμένη κεφαλή του Αρη Βελουχιώτη, ομιλούσα και φουμάρουσα. Αλλωστε και μόνο η σουρεαλιστική σκηνή, με την οποία εκκινεί η αφήγηση, προδιαθέτει για το κλίμα του μυθιστορήματος. Οταν, εντός λεωφορείου της δεκαετίας του ’60, με εισπράκτορα και το κολλητήρι να κορώνει σε ώρες αιχμής, σωματώδης άνδρας, εκδορεύς το επάγγελμα, έχοντας κρυμμένη κατάσαρκα κλεμμένη συκωταριά, αποκόπτει προς φρικιασμό των συνωστιζομένων, με αυτόματο στιλέτο, ειδικά αγορασμένο για «κομμούνια» το κρεμάμενο από «τα μαγαζιά του παντελονιού του», ως άλλο πέος, έντερο. Εμφαντική η διήγηση απολαμβάνει να περιγράφει διεξοδικά κινήσεις, αναλύοντας τη δυναμική μιας παρτίδας μπιλιάρδου ή μπαρμπουτιού, ενός αγώνα κατς ή τα κόλπα της χαρτοπαιξίας, ενώ η ένταση ανεβαίνει προκειμένου για έναν «καμπαρεδίσιο» καβγά ή μια βάναυση ανάκριση.


Τρικλοποδιές εθνικοφρόνων


Στοιχειώδης ο μύθος περί τον οποίον πλέκεται η δράση, εξαντλείται στις τρικλοποδιές που ανταλλάσσουν δύο παρακρατικές οργανώσεις, μια εθνικόφρων και μια αμερικανοκίνητη, και την παντί τρόπω υπονόμευση από αμφότερες του φιλειρηνικού προσώπου που διατηρούν «ερυθροί» και συνοδοιπόροι. Το σίριαλ της τοποθέτησης μιας πρώτης βόμβας στον χώρο όπου μόλις είχε συνεδριάσει ο Σύνδεσμος Μπέρτραντ Ράσελ και στη συνέχεια μιας δεύτερης στο ασθενοφόρο του Ερυθρού Σταυρού που προβλεπόταν στην πομπή του Ντε Γκωλ, χρησιμεύει ως συνδετικός ιστός στη διαδοχική εμφάνιση των ηρώων, που συστήνονται με όνομα, επίθετο και άκρως δηλωτικό παρωνύμιο, για να ακολουθήσει η σκαμπρόζικη αναπαράσταση του παρουσιαστικού τους, με εκτενείς αναφορές στα επαγγελματικά και ιδεολογικά τους, όπου συχνά γίνονται και αναδρομές στην αιματηρή δεκαετία του ’40. Χαρακτηριστικοί τύποι καλύπτουν ολόκληρο το φάσμα, από ανανήψαντες Μακρονησιώτες ως «μοναρχοφασίστες». Από μια άποψη «τομάρια», αλλά και συναισθηματίες, καθώς εκστασιάζονται σε ένα ολονύκτιο προσκύνημα στον Καζαντζίδη. Τελικά, μέσα από τις συνομιλίες τους και τις επιτυχημένες ατάκες τους στο ιδιόλεκτο της εποχής, εμφανίζονται σχεδόν κωμικοτραγικοί.


H μεταμοντέρνα αλλά και σκωπτική οπτική του συγγραφέα δεν αφήνει περιθώρια για θύματα και θύτες. Παρακρατικοί ομού μετά παλαιών ανταρτών παρουσιάζονται ως «φτωχοδιάβολοι», με εμμονές και πάθη, ικανοί για ηρωικές όσο και για βδελυρές πράξεις. Αλλωστε, ανασκαλεύοντας το παρελθόν τους, όλα ερμηνεύονται και για όλους υπάρχει δικαιολογία, ακόμη και για τον κορυφαίο της ίντριγκας, τον ομοφυλόφιλο διπλό πράκτορα, αφού τον δόλιο τον ξεπαρθένεψε στα δεκατρία του, μια νύχτα με φεγγάρι, ο ομαδάρχης του στους προσκόπους. Παρόμοιο περιστατικό συμβαίνει και στο πρόσφατο μυθιστόρημα του Τάσου Χατζητάτση, Μονόξυλο στο ποτάμι. Παρεμπιπτόντως, σύμφωνα με τον επικρατούντα συρμό, και αυτή η τοιχογραφία εποχής συμπληρώνεται με πραγματικά τεκμήρια της περιόδου, κυρίως αποσπάσματα δημοσιευμάτων και ραδιοφωνικές αναμεταδόσεις. Ωστόσο, κατ’ εξαίρεσιν στον γενικό κανόνα παραγεμίσματος, στο τελευταίο μέρος του βιβλίου η συρραφή αφήγησης και ντοκουμέντων αποβαίνει οργανική, προσδίδοντας σασπένς στην τελετουργία της υποδοχής του γάλλου επισήμου.


Τέλος, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Σκαμπαρδώνη είναι οι άκρως ερωτικές αφηγήσεις χωρίς γυναίκες. Ανδροκρατούμενο το μυθιστόρημα, όπως και τα παλαιότερα διηγήματά του, σφύζει από τη σεξουαλική πείνα και τον χορτασμό της ποικιλοτρόπως, και μόνο κατ’ εξαίρεσιν διά της φυσιολογικού οδού. Μάλλον ως σπαραξικάρδια σφήνα παρεμβάλλεται η νεαρά σύζυγος του στρατηγού, εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεπούσα καίτοι θυγατέρα Μακρονησιώτη. Και αν ο τίτλος του βιβλίου, δάνειος από παλαιά μακεδονίτικη έκφραση σύμφωνα με τον συγγραφέα, δηλώνει υπερβολή, σε αυτήν ταιριάζει και τις πλατειαστικές ιστορίες που ενορχηστρώνει, με ζιγκολό και φαλακρούς εραστές, νόθα τέκνα και ντετέκτιβ.