Ούτε δύο χρόνια δεν έχουν συμπληρωθεί από το πρώτο της βιβλίο, Οι ποδηλάτισσες, και η P. Σταθοπούλου επανέρχεται με ένα δεύτερο μυθιστόρημα-ποταμό, το οποίο ωστόσο ξετυλίγεται αβίαστα, χωρίς επαναλήψεις πλευρικών διηγήσεων ούτε άλλης μορφής επικαλύψεις. Πιθανώς και χάρη στις πατρικές αφηγήσεις, που μαζεύονταν εδώ και χρόνια όπως εξομολογείται εισαγωγικά, ή και άλλων πρεσβύτερων της οικογένειας σε συνδυασμό με τις δικές της αναμνήσεις καθώς και ιστορικές αναδιφήσεις. Κωνσταντινουπολίτισσα όχι μόνο στην καταγωγή αλλά γέννημα θρέμμα της Πόλης και εν μέρει της νήσου Ιμβρου, μοίρασε το πρώτο της μυθιστόρημα ανάμεσα στους δύο γειτονικούς τόπους, ενώ το δεύτερο της προέκυψε αμιγώς πολίτικο, καθώς ανιστορεί τον βίο και την πολιτεία ενός Ρωμιού, που κατόρθωσε να επιβιώσει στον 20ό αιώνα αντέχοντας τις ταλαιπωρίες του ελληνισμού στην πλέον ευάλωτη πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χωρίς να απολέσει την αισιοδοξία του. Το μυθιστόρημα αρχίζει με «τη γέννα του νέου Γκιαούρη» παραμονή του Αγίου Νικολάου του 1907 στη συνοικία της Βλάγκας και τελειώνει Πάσχα του 2000 σε ένα ελληνικό νησί που δεν ονοματίζεται, με το νεογνό του κινήματος των Νεοτούρκων πατημένα τα 93 να λιμπίζεται τα τεράστια οπίσθια μιας χήρας ταβερνιάρισσας, διαβεβαιώνοντας τον προστάτη άγιό του πως δεν είναι ακόμη έτοιμος να παραδώσει την ψυχή του.


Διατηρώντας έναν τόνο ανάλαφρο, κάποτε και περιπαικτικό, χωρίς ηρωικά στοιχεία ούτε μυθοπλαστικές υπερβολές, η συγγραφέας δημιουργεί έναν χαρακτηριστικό τύπο Κωνσταντινουπολίτη με όλες εκείνες τις αρετές αλλά και τα κουσούρια που αρεσκόμαστε να αποδίδουμε στους Ρωμιούς. Φύση ανήσυχη, με κλίση στη ζωγραφική και στην ποίηση αλλά και φιλότιμο, θυσιάζει τις καλλιτεχνικές του φιλοδοξίες για να στηρίξει τις γυναίκες της οικογένειας, μια και ο πατέρας σκοτώθηκε νωρίς από τους Τσέτες στην επιστράτευση του 1914. Παρά τις σπουδές στους Φρέρηδες της Πόλης, βρίσκεται μαθητευόμενος σε τορναδόρικο και μετά στα χυτήρια, για να καταλήξει επιγραφοποιός, με ιδιαίτερη επίδοση στις πινακίδες από σμάλτο. Ειδικότης του ταμπελίτσες με κομψά νούμερα για κάθε χρήση, από τις εξώπορτες διαμερισμάτων μέχρι τις αρχειοθήκες υπουργείων, εκεί γύρω στα 1930, όταν η Πόλη άρχιζε να ανοικοδομείται και το τουρκικό κράτος αγωνιούσε να εκσυγχρονιστεί. Με πελάτες Τούρκους και Ρωμιούς μέχρι την Αγκυρα, εδραιώνεται, ανοίγει εργαστήρια και φτάνει να χτίσει ως και εργοστάσιο. Ενας δραστήριος επιχειρηματίας, γνωστός με το παρωνύμιο «ο βασιλιάς των αριθμών». Πέρα όμως από τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, ο Ρωμιός της μυθιστορίας εμφανίζεται και ως αντιπροσωπευτικός διανοούμενος του Μεσοπολέμου και ακόμη λάτρης της μοτοσικλέτας, οπαδός του Γκάντι ως προς τη χορτοφαγία, με εξαιρετικές ικανότητες εραστή. Εν τέλει τα χειρότερα δεινά που τον βρίσκουν προέρχονται μάλλον από «τις ψηλές και νταρντάνες με τη χυμώδη ανατολίτικη ομορφιά» παρά από τις τουρκικές διώξεις, γι’ αυτό και το μυθιστόρημα χωρίζεται σε κεφάλαια που τιτλοφορούνται από το κυρίαρχο εκάστης χρονικής περιόδου θηλυκό.


Σε αυτό το μυθιστόρημα η Σταθοπούλου δεν επιδιώκει κάποια μορφική πρωτοτυπία, όπως στο προηγούμενο, με τις ένθετες στην κυρίως αφήγηση ημερολογιακές σημειώσεις, αρκούμενη στην ανιστόρηση ενός πανόπτη αφηγητή που φέρνει στο νου τους παραμυθάδες, έτσι όπως αβγατίζει τα συμβάντα με περιγραφές και αναδρομές σε παλαιούς καιρούς. Σε παρόμοιες αφηγήσεις οι ήρωες από μιας αρχής χωρίζονται στους καλούς και στους κακούς, στους φιλότιμους και στους ανήθικους, ενώ, για να δέσει η ιστορία και να αποκτήσει το πάντοτε ευπρόσδεκτο μυστήριο, επινοούνται μια σειρά μοιραίες συμπτώσεις. Κατά χρονολογική τάξη η αφήγηση, και μόνο τα υποκεφάλαια ενός εκάστου έρωτα, τιτλοφορούμενα με το μήνα και το σωτήριο έτος, προχωρούν με χρονικά πηδηματάκια γεφυρώνοντας αναδρομικά τα διαμειφθέντα. Σε μια προσπάθεια να αποτυπωθούν οι νοοτροπίες σε εκείνη την πολυπολιτισμική κοινωνία, με το καθημερινό αλισβερίσι των Ρωμιών με Τούρκους, Αρμένιους και Εβραίους, συστοιχούνται τα μείζονα, όπως οι πολεμικές συρράξεις και οι διωγμοί των μειονοτικών κάθε φυλής και πίστης, με τις μεταρρυθμίσεις του Κεμάλ, όπως η εισαγωγή το 1927 του λατινικού αλφάβητου ή ο νόμος του 1934 για την καθιέρωση επιθέτων.


Υποθέτουμε πως το μεγαλύτερο κομμάτι του αναγνωστικού κοινού αγνοεί την καθημερινή ζωή στην Κωνσταντινούπολη πριν και μετά τα Σεπτεμβριανά του 1955, ενώ ένα άλλο απλώς αδιαφορεί. Πάντως, για τους λίγους ή και περισσότερους που συγκινούνται, το μυθιστόρημα ζωντανεύει την Πόλη με εκτενείς πολεοδομικές πληροφορίες αλλά και το ιστορικό συνοικιών και περιχώρων. Οσο για τον Ελληνισμό της, χάρη στις συγγραφικές ανησυχίες του ήρωα, γίνεται πολύς λόγος για εφημερίδες και περιοδικά, διαλέξεις και στέκια, όπως το παλαιοβιβλιοπωλείο του Πατριαρχέα. Το πιθανότερο εκείνος ο Πατριαρχέας να ταυτίζεται με τον ποιητή Γιώργο Πατριαρχέα, που πέθανε το 1999, συνομήλικο του ήρωα, αλλά και του Πέτρου Γρανίτα και του Νίκου Παλαιόπουλου, που δημοσιεύουν ποιήματα στο περιοδικό λόγου και τέχνης Πολιτών, Ιμβρίων και Τενεδίων «H Δεξαμενή» και το διάδοχο «H Κινστέρνα».