Δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο. Τη βλέπεις καθημερινά να τσουλάει το καρότσι της φορώντας τη φιστικί ποδιά της στους διαδρόμους του ξενοδοχείου «Διόνυσος». Απροσδιόριστο το χρώμα των μαλλιών της, χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά το πρόσωπό της, τα πόδια της λίγο πρησμένα από τη διαρκή ορθοστασία. Μια σαραντάρα καθαρίστρια από τη Νάξο που τη λένε Ελένη. Αλλά αυτή την Ελένη διάλεξε από τις ατέλειωτες στρατιές των αφανών γυναικών η γερμανίδα συγγραφέας Μπερτίνα Χένριχς για να την κάνει ηρωίδα του πρώτου της μυθιστορήματος με τίτλο H σκακίστρια και να διηγηθεί μια πρωτότυπη ιστορία χειραφέτησης. H Χένριχς γεννήθηκε στη Φραγκφούρτη, ζει εδώ και 18 χρόνια στο Παρίσι, ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο και έγραψε το πρωτόλειό της στα γαλλικά. Κυκλοφόρησε στο Παρίσι στα τέλη του περασμένου χρόνου, επισημάνθηκε αμέσως από την κριτική και εδώ και δύο μήνες κυκλοφορεί και σε γερμανική μετάφραση. «H Ελλάδα» μας είπε η συγγραφέας «έχει για μένα εδώ και χρόνια μεγάλη σημασία. Είναι η τρίτη χώρα που παίζει ρόλο στη ζωή μου μετά τη Γερμανία και τη Γαλλία. Γιατί η Ελλάδα ερεθίζει τη φαντασία μου, έστω και αν δεν ζω μόνιμα εκεί, έστω και αν δεν ξέρω τη γλώσσα παρά μόνο δυο-τρεις φράσεις. Αλλά αυτή ακριβώς η απόσταση που έχω από την Ελλάδα με βοηθά να διηγηθώ τις ιστορίες μου».


Ο πεσμένος στρατιώτης


H μεγάλη ιστορία της Ελένης δεν ξεκινά ούτε με τον γάμο της με τον Πάνο, που έχει συνεργείο αυτοκινήτων, ούτε με τη γέννηση των παιδιών της, της Δήμητρας και του Γιάννη. Ξεκινά από μια σύμπτωση, από μια τυχαία αδεξιότητα, από μια στιγμή που θα δώσει διέξοδο σε προηγούμενες, ασυνείδητες, αργόσυρτες εσωτερικές διεργασίες. Στο δωμάτιο 17, όπου μένει ένα ζευγάρι Γάλλων, η Ελένη θα ρίξει στο πάτωμα ένα πιόνι από μια ανοιχτή σκακιέρα, όπου βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη μια παρτίδα. Και η Ελένη σηκώνει το πιόνι και κοιτάζει τη σκακιέρα και δεν ξέρει πού είναι η σωστή του θέση και η ανοιχτή παρτίδα είναι ένας γρίφος, μια απρόσιτη σαγηνευτική επιφάνεια, όπως και η ζωή ολόκληρη αυτού του ζευγαριού που μιλά μια γλώσσα μουσική και παίζει τα βράδια στο δωμάτιο και φοράει ένα θαυμάσιο άρωμα που είναι διάχυτο ακόμα στο αέρα. Ολα αυτά αποτυπώνονται στη συνείδηση της Ελένης με ιλιγγιώδη ταχύτητα.


Είναι όμως αυτή η στιγμιαία, αλλά καίρια μειονεξία που θα την οδηγήσει σιγά σιγά σε απρόσμενες αποφάσεις με καταλυτικές συνέπειες για τη ζωή της. Τοποθετεί τον πεσμένο στρατιώτη δίπλα στη σκακιέρα, αλλά χωρίς να το ξέρει ούτε καν η ίδια έχει μπει στην τροχιά των πολλαπλών ανατροπών.


Με τη βοήθεια του γερο-Κούρου, του δάσκαλού της κάποτε στο σχολείο, αγοράζει ένα σκάκι και το χαρίζει στον Πάνο στη γιορτή του. Αυτός θα αδιαφορήσει. H άλλη ζωή, αυτή του ζευγαριού των Γάλλων, δεν έρχεται. H Ελένη θα αποφασίσει να μάθει μόνη της να παίζει σκάκι. Ο Κούρος την προμηθεύει με ένα σκακιστικό οδηγό και προθυμοποιείται να παίζει μαζί της. Παρά τις αρχικές δυσκολίες η Ελένη γοητεύεται από αυτό το πολυσύνθετο παιχνίδι που όσο περισσότερο το μαθαίνει, τόσο εξαρτάται από αυτό, από αυτό το συμβολικό κλειδί μιας νέας ζωής.


Εννοείται ότι όλα γίνονται στα κρυφά, αφού στη μικρή νησιώτικη κοινωνία δεν υπάρχουν παρά δυο-τρεις άνδρες σκακιστές και κυρίως: είναι αδιανόητο μια καθαρίστρια να αρχίσει ξαφνικά να παίζει σκάκι. «H Ελένη» μας είπε η συγγραφέας «λειτουργεί όπως ακριβώς ο στρατιώτης στο σκάκι, όπως το πιόνι που έριξε στο πάτωμα την πρώτη εκείνη φορά. Είναι το πιο αδύναμο πιόνι, αλλά δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. Προχωρά με μικρά βήματα και όταν φθάσει στην άλλη άκρη της σκακιέρας μπορεί να μετατραπεί σε βασίλισσα. Ούτε η Ελένη σχεδιάζει τις μεγάλες αλλαγές στη ζωή της, απλά αποφασίζει να μάθει σκάκι. Και μετά από κάθε μικρό βήμα συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να κάνει πια πίσω, αλλά και ότι δεν θέλει να πει όχι».


Κρύβει το σκάκι στην κατάψυξη, όπου δεν μπορεί να το βρει κανείς, βιάζεται να τελειώσει τις δουλειές της για να του αφοσιωθεί, οργανώνει κάθε βδομάδα την επίσκεψή της στο σπίτι του Κούρου για να παίξουν προφασιζόμενη ότι πάει να δει τους γονείς της. Την πρώτη φορά που θα καταφέρει να τον νικήσει νιώθει να δικαιώνεται η ύπαρξή της. Ανακαλύπτει κάτι εντελώς δικό της και του δίνεται με πάθος αλλάζοντας σιγά σιγά και η ίδια. H Ελένη κερδίζει την υπόστασή της όχι πια επιπλέοντας στο πέλαγος της συνήθειας, αλλά με τον ενσυνείδητο αγώνα να κατακτήσει αυτό που θέλει.


Ωσπου να εκμυστηρευθεί το πάθος της στην κουτσομπόλα φιλενάδα της Κατερίνα. Είναι σαν να το εκμυστηρεύεται σε ολόκληρη την πόλη. Ο Πάνος τής κάνει αφόρητες σκηνές απαιτώντας να σταματήσει το σκάκι, στον δρόμο την κοιτάνε από πίσω και κρυφογελούν, την περνούν για τρελή, η οικογένειά της υποφέρει που με τα καμώματά της έχει γίνει ο περίγελως της κοινωνίας.


H Ελένη στο δελφίνι


H Ελένη θα μείνει απτόητη. Και η λύση του δράματος θα δοθεί με τις ιδέες δύο προσώπων, που επίσης ξεφεύγουν από τους καθιερωμένους ρόλους στη μικρή κοινωνία. Ο γερο-Κούρος, στα ογδόντα του απόμαχος πλέον λάτρης του ιδίου φύλου, θα στείλει την Ελένη να πάρει μέρος σε σκακιστικό τουρνουά στην Αθήνα. Και ο Σαχάκ, ταβερνιάρης με αρμένικο αίμα στις φλέβες του, θα δώσει την ιδέα στον Πάνο – αφού δεν μπορεί να αλλάξει τα μυαλά της γυναίκας του, ας γίνει… υπερήφανος γι’ αυτήν. Το κλίμα αντιστρέφεται ραγδαία.


H Ελένη στο ιπτάμενο δελφίνι επιστρέφει στο νησί έντρομη για τις συνέπειες που θα έχει τώρα το αιφνιδιαστικό ταξίδι της στην Αθήνα. Δεν ξέρει ότι ο Πάνος αυτή τη νύχτα κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Στην πόρτα του σπιτιού ο αέρας αναδεύει τη γιρλάντα που θα υποδεχθεί τη δεινή σκακίστρια Ελένη Παναγιώτη, η οποία εκπροσώπησε επάξια στην πρωτεύουσα την ωραία νήσο Νάξο.


Οι ωραιότερες ίσως σελίδες για τη γυναίκα έχουν γραφεί έξω από τον χώρο της προγραμματικά γυναικείας ή φεμινιστικής λογοτεχνίας. Και είναι ιστορίες όχι μόνο γυναικείας, αλλά ευρύτερα ανθρώπινης χειραφέτησης. Μια τέτοια είναι η θαυμάσια νουβέλα του Πολ Μπόουλς Μαλίκα, όπου μια σειρά συμπτώσεων οδηγεί τη μικρή μαροκινή ηρωίδα να ανακαλύψει τη ζωή στο πλευρό «άπιστων» ευρωπαίων ανδρών παραβιάζοντας όλα τα ιερά και όσια της κλειστής κοινωνίας. Μια άλλη είναι αυτό το μυθιστόρημα της Μπερτίνα Χένριχς, μια απρόσμενη γυναικεία «άνδρωση» σε μια νησιωτική εσχατιά της Ευρώπης. H Μαλίκα δεν θα επιστρέψει ποτέ στις συνθήκες που τη γέννησαν, η Ελένη θα γυρίσει δικαιωμένη. Αυτό που μας συνεπαίρνει και στις δύο είναι η αταλάντευτη απόφαση της εξατομίκευσης, η δυσκολότερη και ωραιότερη ανθρώπινη περιπέτεια.


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.