H υπόθεση του μυθιστορήματος θα πρέπει να χαρακτηριστεί άκρως ενδιαφέρουσα, αφού κατορθώνει και πλέκει στον μύθο μερικά θέματα τα οποία τελευταίως πολύ εκτιμώνται, ως οι περιθωριακοί των Αθηνών και η αποδιοργάνωση της πόλης, φθάνουσα στα όρια της αποσύνθεσης σε ορισμένες, αποκαλούμενες και υποβαθμισμένες συνοικίες, ή η διάχυτη ανάταση τις παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων, με την προσδοκία ευχάριστων εξελίξεων για την πόλη και το πανελλήνιο. Κυρίως όμως οι λεσβιακοί έρωτες, των οποίων την έλξη, τουλάχιστον τη μυθιστορηματική, ανακαλύψαμε κάπως όψιμα. Αν και ποτέ δεν είναι αργά. Αφού πείσαμε εαυτούς πως η χώρα μας, εκτός από λίκνο της γυναικείας ομοφυλοφιλίας και λοιπών αποκλίσεων, στάθηκε και κοιτίδα της λεσβιακής λογοτεχνίας, διαγράφοντας προς τούτο, ελαφρά τη καρδία, έργα γάλλων και γερμανών κλασικών, θα μπορούσαμε και να μονοπωλήσουμε το είδος. Κάτι σαν την ελληνική φέτα, δεδομένου ότι διαφορετικά εξάπτουν οι εναγκαλισμοί θήλεων υπάρξεων στον ομιχλώδη Βορρά και αλλιώς οργιάζουσες τριβάδες στο δώμα του διπλανού σπιτιού, και δη στην καρδιά της περιώνυμης για πλείστα όσα συνοικίας των Εξαρχείων.


H ύπανδρος λεσβία


Οπως και αν έχει, ο έρωτας των δύο γυναικών στο μυθιστόρημα της Γαβαλά δεν αποτελεί το κυρίως θέμα και ας ωρύεται η ύπανδρος λεσβία στον σύζυγό της πως αυτή είναι «η ερωμένη της». Και ας παίρνει η διεκδίκηση εξωτικές διαστάσεις, καθώς η εράσμια γυνή δεν τυγχάνει Ελληνίδα αλλά κρεολή, εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα H πλατιά θάλασσα των Σαργάσσων της Τζιν Ρις. Ετεροχρονισμένη κοντά δύο αιώνες αλλά το ίδιο τρελή με την ηρωίδα, την Αντουανέτ Κόσγουεϊ κατόπιν κυρία Ρότσεστερ, όπου και εντοπίζεται το επιβεβλημένο πλέον χαρακτηριστικό της διακειμενικότητας, και μάλιστα εν σειρά, καθώς η Γαβαλά δανείζεται από τη Ρις που δανείστηκε από τη Σαρλότ Μπροντέ.


Ετσι κι αλλιώς, κυρίως θέμα δεν υπάρχει στο βιβλίο, παρά μόνο ως επίφαση αστυνομικού μυθιστορήματος, που στροβιλίζεται γύρω από την απόδραση ενός «διαβόητου κακοποιού» από τις φυλακές Κορυδαλλού καθ’ οδόν προς το Γενικό Κρατικό για ιατρικές εξετάσεις, όπως καμιά φορά συμβαίνει, με τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών και τους φόνους να πυκνώνουν μετά τη δραπέτευση. Μάλλον ως παρωδία αστυνομικού θα χαρακτηριζόταν, κυρίως χάρη στον αστυνομικό διευθυντή που αναλαμβάνει την όλη υπόθεση, εμπνευσμένο, όπως και πολλάκις δηλώνεται, από τους ντετέκτιβ αμερικανικής κοπής. Εκείνους τους ελαφρώς αλκοολικούς, στις παραμονές της συνταξιοδότησης, με αδυναμία στο ασθενές φύλο, που δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν και πλάγια μέσα, ελάχιστα νομότυπα, προκειμένου να επιτύχουν τον σκοπό τους. Αλλωστε και αυτοί που τον συντρέχουν στο κυνηγητό του εγκληματία, τουτέστιν οι δύο εράστριες, η Ελληνίδα και η κρεολή, μαζί με τον σύζυγο της πρώτης, επιστρατευμένοι υποτίθεται στο γενικότερο κλίμα ολυμπιακού εθελοντισμού, το οποίο και αντιστοίχως διακωμωδείται, δείχνουν το ίδιο με αυτόν ιδιόμορφοι. Αλαφροΐσκιωτοι αποκαλούνται στο πρώτο μέρος του βιβλίου, όπου και παρουσιάζονται σε διαδοχικά κεφάλαια. Χαρακτηρισμός κάπως υπερβολικός, ωστόσο και οι τρεις έχουν ιδιαίτερες ικανότητες αντίληψης, αν όχι φαντασμάτων και ξωτικών τουλάχιστον όντων επιτηδείως συγκεκαλυμμένων.


Ιδιόρρυθμοι ήρωες


Περισσότερο από τα συμβάντα ενδιαφέρουν τη συγγραφέα οι ιδιορρυθμίες των ηρώων, τις οποίες ζητεί να δείξει όσο το δυνατόν παραστατικότερα. Ωστόσο δεν υιοθετεί πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που θα οδηγούσε σε αλλεπάλληλους μονόλογους, αλλά καταφεύγει σε μια προσφορότερη και πλέον ευέλικτη τεχνική. Αποδίδει μεν τις σκέψεις και τα αισθήματα ενός εκάστου ήρωα στο λεκτικό του ιδίωμα, διατηρεί όμως την τριτοπρόσωπη αναφορά και τον βασικό χρόνο μιας περιβάλλουσας αφήγησης, επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο και την εμπλοκή του αφηγητή. Στην προσπάθειά της όμως να τονίσει τους αποκλίνοντες χαρακτήρες, υπερβάλλει σωρεύοντας παράταιρα έως και απίθανα συμβάντα, όπως επίσης υπερβάλλει γλωσσικά προχωρώντας σε ενοχλητικούς νεολογισμούς και παραφθορές της νεοελληνικής, πέραν των αδόκιμων εκφράσεων ως «το άπατο παράπονο». Οπως και άλλοι συγγραφείς, για να καυτηριάσει το απάνθρωπο της πόλης εξαίρει τους πάσης φύσεως καθυστερημένους, μέχρι που αποπειράται να συνθέσει τη γλώσσα ενός κρετίνου ρακοσυλλέκτη. Σε αυτή τη γενικότερη έλλειψη οικονομίας, ακόμη και εύστοχα ευρήματα όπως οι επαλείψεις με αμυγδαλέλαιο της μιας ηρωίδας ώστε να καταστεί πλέον αφροδισιακή, έτσι όπως επαναλαμβάνονται κάνουν τον αναγνώστη να ανακράξει: «Ελεος, όχι άλλο αμυγδαλέλαιο».


Πάντως, σωτήριο αποβαίνει το περιπαικτικό ύφος στις περιγραφές της προολυμπιακής Αθήνας ως σκαμμένης πόλης με τα κομπρεσέρ να δουλεύουν υπερωρίες, καθώς και της ελάχιστα αποτελεσματικής Αστυνομίας, παρά τα φροντιστήρια σε ξένες υπηρεσίες και τα βοηθητικά μαθήματα στην Αντιτρομοκρατική. Και πάλι όμως γίνεται κατάχρηση σε σκηνές αντιγραμμένες από την επικαιρότητα, με τον κακοποιό να απειλεί ομήρους και τον τηλεοπτικό σταρ στον ρόλο του διαμεσολαβητή, ενώ, αντίθετα, οι επινοημένες σκηνές για τις κινήσεις των ηρώων τρενάρουν με συναισθηματικές έως και μελοδραματικές αντιδράσεις. Μένει ωστόσο το σκηνικό μιας απόκρυφης Αθήνας, όπου και θριαμβεύει η σκηνοθετική ματιά της συγγραφέως. Πέρα από τα γνωστά μέρη σε πλάγια, εκ του σύνεγγυς, γωνία λήψεως, ως κυρίως χώρος δράσης, στον οποίον παραπέμπει και ο τίτλος, στήνεται μια φανταστική, από όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, αθηναϊκή πλατεία, με το συνταίριασμα γνωστών εικόνων από γωνίες, δρόμους και πλατείες. Μια πλατεία «στην καρδιά της Αθήνας» δίπλα στο Γκάζι, με θέα τον Παρθενώνα και τον Λυκαβηττό, απόλυτα αντιπροσωπευτική της παράνοιας αυτής της πόλης, από το «λυμφατικό παρκάκι» και τον σκουπιδότοπο των άστεγων μέχρι τα ερειπωμένα νεοκλασικά με τα μαγαζιά κινέζικων που την κυκλώνουν. Παράνοια που συνεχίζεται και μεταολυμπιακώς, ανεξάρτητα αν το μυθιστόρημα έχει ένα τρόπον τινά χάπι εντ, με τους ήρωες να αναβαθμίζονται κοινωνικά και την πλατεία να ευπρεπίζεται.