Ηταν μόλις οκτώ χρονών και είχε αλλάξει κιόλας πέντε σχολεία. Ο μπαμπάς και η μαμά μετακόμιζαν συνέχεια, σε όλο και χειρότερα σπίτια, με συνέπεια να αλλάζει και αυτή κάθε φορά σχολείο. Και να μπαίνεις κάθε τόσο στην καινούργια τάξη με ένα σφίξιμο στην καρδιά και να σε περιεργάζονται από την κορφή ως τα νύχια η κυρία και οι νέοι συμμαθητές. Ολα φτου κι απ’ την αρχή. H μικρή Μαίρη ήταν κόρη ελλήνων μεταναστών και είχε γεννηθεί στη Νέα Υόρκη. H μητέρα της θα προτιμούσε να είχε γίνει αγόρι για να ξεχάσουν τον πρόωρο χαμό του γιου τους. Το επίσημο όνομά της: Μαρία Σοφία Αννα Καικιλία Καλογεροπούλου. H μετέπειτα θρυλική Μαρία Κάλλας. Χωρίς να το ξέρει, ήδη από κοριτσάκι ασκούνταν με τις αλλαγές σχολείου στο να περνά δημόσιες δοκιμασίες, αποκτούσε μια ρουτίνα στο να εκτίθεται σε καινούργια βλέμματα, να ασφαλίζεται εσωτερικά, να ξεπερνά απρόσμενες, αλλά επιβεβλημένες «εξετάσεις». Τη ζωή και την καριέρα της μεγάλης τραγουδίστριας της όπερας διηγείται στο βιβλίο της H φωνή μου τους αναστάτωνε, που μόλις κυκλοφόρησε, η γερμανίδα βιογράφος Γκούνα Βεντ.


Το στέριωμα στην Ιταλία


H παιδική ηλικία της Κάλλας στη Νέα Υόρκη, τα χρόνια του πολέμου στην Ελλάδα, η άκαρπη επιστροφή στην Αμερική, το στέριωμα στην Ιταλία, ο γάμος με τον Μενεγκίνι, οι θρίαμβοι στη Σκάλα του Μιλάνου, το σπάσιμο της φωνής, ο δεσμός με τον Ωνάση, τα τελευταία ξεψυχίσματα του τραγουδιού της, η σιωπή και ο θάνατος: όλα γνωστά και χιλιοειπωμένα. Μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει εκατοντάδες βιογραφίες και μελέτες για την Κάλλας σε όλες τις γλώσσες της υφηλίου, από τα αγγλικά μέχρι τα κορεατικά. Φυσικά και στα γερμανικά, ανάμεσά τους η εμπεριστατωμένη και εκτενής βιογραφία της από τον Γίργκεν Κέστινγκ. Υπάρχει άραγε κάποιο κενό στη βιβλιογραφία για την Κάλλας που θα καλούνταν να καλύψει μια νέα βιογραφία; «Υπάρχουν πολλές βιογραφίες της Κάλλας» μας είπε η Γκούνα Βεντ, «άλλες πολύ καλές και άλλες απλά κουτσομπολίστικες. Μου έκανε εντύπωση ότι υπάρχουν κάποιες εξαιρετικές από άποψη μουσικολογική, που τους λείπει όμως το προσωπικό στοιχείο. Και αντίστροφα: άλλες που εστιάζονται στην εξιστόρηση της ζωής της, αλλά τους λείπει η επιστημονική τεκμηρίωση. Αυτός ακριβώς ο συνδυασμός και των δύο μου κίνησε το ενδιαφέρον».


H αναψηλάφηση ενός μύθου έχει συνήθως νόημα, όταν προσκομίζονται νέα στοιχεία που διαφοροποιούν ή συμπληρώνουν την εικόνα που είχαμε μέχρι σήμερα. H βιογραφία της Βεντ δεν κομίζει τέτοια νέα στοιχεία. Και όμως η ανάγνωσή της αξίζει τον κόπο, επειδή η συγγραφέας συνθέτει ένα συνεκτικό πορτρέτο της σοπράνο με ψυχολογική διορατικότητα, διακριτικότητα και αφαιρετική ικανότητα. Αποφεύγει την υπερφόρτωση με λεπτομέρειες, δεν έχει ίχνος άκριτου θαυμασμού, είναι μια σεμνή πρόζα αφιερωμένη σε μια μεγάλη προσωπικότητα. Ανιχνεύει την πορεία εκείνης της μικρής χοντρομπαλούς με την ισχυρή μυωπία που την έλεγαν στην αρχή Μαίρη και μεταμορφώθηκε σιγά σιγά στην εντυπωσιακότερη ερμηνεύτρια του λυρικού θεάτρου στον εικοστό αιώνα. «Πολλοί νέοι» λέει η συγγραφέας «σκέφτονται: θέλω να γίνω το ένα ή το άλλο, να γίνω διάσημος. Στην περίπτωση της Κάλλας έχουμε ένα πρόσθετο στοιχείο: ήταν παιδί μεταναστών και κατά κάποιον τρόπο πουθενά πραγματικά ριζωμένη. Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, πρωτοπήγε στην Ελλάδα στα 13 της και έπρεπε διαρκώς να σκηνοθετεί τον εαυτό της ή να ερμηνεύει ένα ρόλο που της ανέθεταν άλλοι: στη Νέα Υόρκη ήταν η Ελληνίδα, και ας μην είχε δει ακόμα ποτέ την πατρίδα της, στην Ελλάδα η Αμερικάνα. Συνεχώς της απέδιδαν ιδιότητες, στις οποίες όφειλε να ανταποκριθεί, στις οποίες όφειλε να αντιδράσει προκειμένου να επιβιώσει. Και τελικά κατάφερε να αντιστρέψει αυτή τη διαδικασία θετικά για την ίδια, να γίνει αυτό που ήθελε η ίδια».


Αγχη της παιδικής ηλικίας


Για την ακρίβεια μάλιστα το κοριτσάκι δεν μεταμορφώθηκε στην υψίφωνο, η στενάχωρη Μαρία ζούσε μάλλον παράλληλα με την Κάλλας, η μια κουβαλούσε τα άγχη και τα συμπλέγματα της παιδικής ηλικίας και της δύσκολης οικογένειας και η άλλη σήκωνε στους ώμους της τα βάρη και τις συγκινήσεις της τέχνης. Στο αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας της Κάλλας, στα μέσα της δεκαετίας του ’50, υπήρχαν κάθε τόσο στιγμές που η Μαρία και η Κάλλας ταυτίζονταν: ήταν οι συναρπαστικές στιγμές επί σκηνής, ήταν η αφομοίωσή της με τη Νόρμα, την Τόσκα, τη Βιολέτα, την Εστιάδα. Οι ηρωίδες αυτές ταλανίζονται από τη διάσταση του καθήκοντος από τη μια και του έρωτα από την άλλη, αυτό ήταν το δραματικό υλικό που ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία της Κάλλας, που την έκανε να ανακαλύψει και να εμψυχώσει πάλι τις ξεχασμένες αυτές όπερες του Μπελίνι, του Πουτσίνι, του Βέρντι, του Σποντίνι. Οι άριστες στιγμές της συνταύτισης με τον ρόλο και της άρσης κάθε αυτοσκηνοθεσίας, της συνταύτισης δηλαδή και της Μαρίας με την Κάλλας, ήταν η μεγάλη προσφορά της στην όπερα αλλά και στον εαυτό της: η έκρηξη της καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας και η, έστω και προσωρινή, προσωπική τελείωση.


H Γκούνα Βεντ μάς προσφέρει αυτά τα ψυχολογικά κλειδιά για την ερμηνεία του φαινομένου Κάλλας. Κατά τα άλλα υιοθετεί χαμηλούς τόνους στην εξιστόρηση μιας εξαιρετικής ζωής και μιας ανεπανάληπτης καριέρας. Ούτε εκθειάζει, ούτε καταδικάζει. Αφήνει μόνο κάθε τόσο ορισμένα αποσιωπητικά, όπως για παράδειγμα όταν αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο η Μαρία Κάλλας υποτίμησε την προσφορά της πρώτης δασκάλας της στο Εθνικό Ωδείο, της Μαρίας Τριβέλλα, για να υπερτονίσει τον ρόλο της δεύτερης και διασημότερης, της Ελβίρα ντε Ιντάλγκο στο Ωδείο Αθηνών. Και βέβαια θα ήταν μάταιο να περιμένει κανείς από τη Βεντ ένα οριστικό και αμετάκλητο συμπέρασμα για την Κάλλας, καμιά ζωή και κατά συνέπεια καμιά βιογραφία δεν μπορούν να συρρικνωθούν σε μια τελεσίδικη ρήση. «Για μένα» μας είπε η συγγραφέας «ισχύει η αρχή να θέτω ερωτήματα στη μορφή με την οποία καταπιάνομαι, στην οποία αφιερώνομαι. Σε ορισμένα από αυτά παίρνω απαντήσεις, σε άλλα συνειδητοποιώ ότι μπορώ να προχωρήσω μόνο μέχρι ενός σημείου. Πιστεύω ότι αυτή η δυναμική διαδικασία, η διαλεκτική αντιπαράθεση με τον βιογραφούμενο είναι αναγκαία. Δεν ανήκω στην κατηγορία των παντογνωστών βιογράφων που νομίζουν ότι ξέρουν τα πάντα για το βιογραφούμενο πρόσωπο. Σε μερικά σημεία το προσεγγίζω, σε άλλα όχι». Ισως, τέλος, δεν πρέπει να μας διαφεύγει και ένας ακόμη ρόλος των νέων βιογραφιών γνωστών προσωπικοτήτων: φέρνουν κάθε φορά ένα καινούργιο κοινό σε επαφή με το δραματικό υλικό, με συνειδησιακές συγκρούσεις και λύσεις που έδωσαν σε αυτές σημαντικοί άνθρωποι, σε μια εποχή σαν τη σημερινή, όπου τα εσωτερικά διλήμματα και τα δραματικά αδιέξοδα σπανίζουν όλο και περισσότερο. Σε μια εποχή όπου η αισθηματική αγωγή του ανθρώπου εξαντλείται συχνά στην τακτοποίηση παράλληλων προτιμήσεων και δεν περνά μέσα από τον συγκερασμό αντικρουόμενων υποχρεώσεων.


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.