Οταν το θέμα είναι ο φόβος του θανάτου ως καθημερινό βίωμα, αναγκαστικά η αφήγηση γίνεται αποσπασματική, χωρίς εστίαση, με πολλαπλούς πυρήνες, γύρω από τους οποίους στροβιλίζονται οι συνειρμοί πηδώντας αδιάκοπα από τα εξωτερικά ερεθίσματα στην εσωτερική πραγματικότητα μιας διάχυτης υπαρξιακής αγωνίας. Δεκαεπτά πεζά, με τον ίδιο αφηγητή – ένα διάφανο προσωπείο του συγγραφέα και ζωγράφου – και παράξενους ήρωες, όμοια με αυτόν μοναχικούς ως και απέλπιδες, όπως ο Πολύβιος Τσόγκας που ονειρεύεται ένα τρακάρισμα μήπως και διαφύγει την πλήξη ή η Ευρυδίκη Βαλασκατζή που «κεραυνοβολείται» ως άλλος Ριπ Βαν Ουίνκλ. Εντονη η αίσθηση του εγκλεισμού είτε πρόκειται για ένα δωμάτιο εργασίας είτε για το παρακείμενο καφενείο ή ακόμη για μια εξοχική κατοικία σε ωραία νήσο. Ωστόσο οι κλειστοί χώροι διαστέλλονται καθώς ο αφηγητής δημιουργεί τον χάρτη της προσωπικής του γεωγραφίας. Ξεκινώντας από τα διακοσμητικά σχεδιάσματα της ταπετσαρίας ή του τραπεζομάντιλου, ανοίγει παράθυρα στο φτεροκόπημα μιας ανήσυχης φαντασίας που φέρνει εικόνες από τη μοναδική πατρίδα των παιδικών χρόνων. Τότε αποκαθίσταται ένα πηγαινέλα μεταξύ της γενέθλιας πόλης των Ιωαννίνων και της σημερινής κατοικίας στην οδό Δεινοκράτους, με ξεστρατίσματα ποιητικής πνοής και θυμόσοφης διάθεσης, πολύ πυκνότερα από όσο μας είχε συνηθίσει ο N. Χουλιαράς στα προηγούμενα πεζά του, τα μυθιστορηματικά και τα συντομότερα.


H ρευστότητα του χρόνου


Και αυτό γιατί τα πρόσωπα κατατρύχονται από την έμμονη ιδέα της ρευστότητας του χρόνου μεταμορφώνοντας τον αλλοτινό έρωτα για τη ζωή σε τρόμο για την απώλειά της, ενώ πληθαίνουν οι φαντασιώσεις του επέκεινα. Σε άλλα πεζά συγκεκριμένες και σχεδόν αισιόδοξες, όπως στο πρώτο του βιβλίο με τα φάσματα των νεκρών να κυματίζουν στις αποχρώσεις του γαλάζιου, «χωρίς καθόλου μνήμη και δίχως πάθος». Σε άλλα πάλι συγκεκριμένες μεν αλλά εφιαλτικές, ως συνέχεια ενός άρρωστου ύπνου. Παράδειγμα το πεζό «Αυτό που πρόκειται να γίνει», με τη σιωπή να γίνεται αβάσταχτη όταν πεθαμένος πια ο αφηγητής παρακολουθεί την αγωνία αυτών που βρίσκουν το σαρκίο του. Ή, ακόμη, το «Ο πατέρας μου στην κατηφόρα», όπου η εικόνα του πατέρα με τον αρχάγγελο να έχει ακουμπισμένο το χέρι πάνω στον ώμο του αποπνέει μεν ηρεμία, αλλά ο αφηγητής τη βιώνει ως βραχνά. Αίσθηση ενύπνιου που ο Χουλιαράς κατορθώνει να δώσει παίζοντας και με τη στίξη, καθώς άνω τελείες κόβουν τις μακριές φράσεις σε μικρότερες, δημιουργώντας επίφοβες ανακοπές του λόγου, ενώ ενδιαμέσως παρεμβάλλονται σύντομες καταφατικές και ερωτηματικές προτάσεις σαν μετέωρες. Τέλος, κάποτε η φαντασίωση του επέκεινα απλώνεται σε ένα ολόκληρο διήγημα οπότε γίνεται περισσότερο αισθητή αυτή η σχεδόν μουσική διάρθρωση του λόγου, όπως στο πεζό «Το πράγμα που θα το ‘λεγαν Χειμώνα», όπου πλανάται η απορία «για τις ακριβείς διαστάσεις του τίποτα» της ζωής. Είτε χειμώνα το λένε είτε υπαρξιακό άγχος, το βέβαιο είναι πως βιώνεται σαν «ένα ρεύμα κενού που ορμάει ξάφνου απ’ τον φωταγωγό μες στο δωμάτιο και μας τσακίζει στα καλά καθούμενα».


Υπάρχουν και πεζά με κουρδισμένη τη χορδή της ειρωνείας, ανάλαφρης έως σαρκαστικής. Κατά προτίμηση όσα ζωγραφίζουν την Αθήνα από την πλατεία Συντάγματος ως τηλεοπτικό σκηνικό για χριστουγεννιάτικα δρώμενα μέχρι τη γειτονιά του αφηγητή, όπου συγκεντρώνονται πλείστα όσα σπουδαία κτίρια, νοσοκομείο, πρεσβείες, μέγαρα. Μόνο που η αφήγηση εστιάζεται σε μια καφετέρια, η οποία, όπως οι περισσότερες της πρωτευούσης, επεκτείνεται με πρόχειρες κατασκευές καταλαμβάνοντας τον γύρωθε ανοικτό χώρο. Κατ’ ευφημισμό μία «προβλήτα του χειμώνα», στην πραγματικότητα μια άκρως αντιαισθητική προέκταση από υλικά παραλλαγής. Ακριβώς στα πεζά το απάνθρωπο της πόλης σηματοδοτείται με την απομίμηση και τη μεταμφίεση πραγμάτων και ανθρώπων· απατηλή εμφάνιση, παραπλανητικά ονόματα, σικέ αισθήματα.


Στη γενέθλια πόλη


Αντίθετα, όσα πεζά ή και περικοπές πεζών ανατρέχουν στη γενέθλια πόλη παίζουν στους τόνους της νοσταλγίας με ασαφή τα περιγράμματα των συμβάντων να αλληλοκαλύπτονται συγχεόμενα, όπως γίνεται στις ονειρικές αφηγήσεις. Παρεμπιπτόντως, όπως έχουμε ήδη σημειώσει με αφορμή άλλα πρόσφατα βιβλία, συχνά οι συγγραφείς ξεκινούν μια ανάδρομη χρονικά διήγηση από κάποια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Πιστεύουμε πως το σύντομο πεζό του Χουλιαρά «Βρέχει στους δρόμους της Καραβατίας», εντασσόμενο σε αυτή την τάξη αφηγήσεων, συνιστά μία από τις πιο εμπνευσμένες παραβιάσεις ενός παρελθόντος χώρου. Πεζά με συνάφεια μεταξύ τους, όπου ορισμένα αποκτούν την αυτοτέλεια διηγήματος, ως το δοξαστικό νεανικού ειδυλλίου «Απομεσήμερο του Αυγούστου με θερμό αέρα». Τα περισσότερα αναπτύσσονται ως συνομιλίες μεθ’ εαυτού ή και εκ βαθέων ψυχοαφηγήσεις για «αβάσταχτες μέρες» στη γειτονιά της μουσικής και των εκσκαφέων, που ξεκινούν με «νερό στο πρόσωπο» και συνεχίζουν με το όλως ιδιαίτερο σπαρτάρισμα του συγγραφέα για δημιουργία. Ο αφηγητής ποθεί να ξαναβρεθεί πάση θυσία «στο αληθινό του σπίτι», που είναι «το άσπρο του χαρτιού». Ας ζωγραφίσει και πάλι διαδρομές και κωμικές ή καταχθόνιες φιγούρες, ας νιώσει για ακόμη μια φορά τη «βροχούλα από λέξεις» στα δάχτυλά του και ας γίνει παρανάλωμα του πυρός ή, ακριβέστερα, του απαγορευμένου καπνού ενός ή και τεσσάρων πακέτων σιγαρέτων και ας πνιγεί σε θάλασσες νοσογόνου καφεΐνης. Πεζά προπόνησης για ένα επόμενο μυθιστόρημα όταν εκδιωχθεί η πεισιθάνατη νεύρωση ως οχληρός συγκάτοικος. Συνοδευόμενα από κυνηγημένα ανθρωπάκια, και αυτά κουρδισμένα στη χορδή του πανικού με λεζάντες θρύμματα φράσεων. Εσαεί εικονογράφος των κειμένων του ο Χουλιαράς, ζωγραφίζει σπιτάκια και φιγούρες, ανθρώπων, αγριμιών ή και επαμφοτερίζουσες, συμπληρώνοντας μια προσωπική βιβλιοθήκη με όμορφες εκδόσεις.