Χωρίς θεματικές ή μορφικές ανησυχίες τα δύο εντός διετίας μυθιστορήματα της E. Στάμου, ωστόσο το δεύτερο περισσότερο δουλεμένο, διαφεύγει της κατηγορίας των αισθηματικών ιστοριών με τους μονόχορδους χαρακτήρες, τις στερεότυπες σχέσεις και το προβλέψιμο των καταστάσεων. Αν και παραμένει πρωτίστως ερωτικό και ως έναν βαθμό κοσμοπολίτικο, αφού προβλέπει πλείστα όσα ζεύγη συναισθηματικά ή και μόνο σεξουαλικά εμπλεκομένων με αλληλοκαλυπτόμενες σχέσεις, ενώ απλώνεται σε τρεις πόλεις και μερικές ακόμη που γεμίζουν ένθετες διηγήσεις. Εκείνο πάντως που το διαφοροποιεί είναι το σύμπλεγμα χαρακτήρων, όπου οι ψυχολογικές αποχρώσεις έτυχαν ιδιαίτερης προσοχής.


Σαν να τσακώνονται


Και πάλι ένας παραλληλισμός ή ακριβέστερα μια μεταφορά διατρέχει το βιβλίο, μόνο που στην περίπτωση της Στάμου δεν χρησιμοποιείται ως σύνδεσμος ανόμοιων μερών και ποικίλων αφηγήσεων αλλά συνιστά το κατ’ εξοχήν ψυχολογικό πρόβλημα που η μυθοπλασία πλαγιοκοπεί. Μονολεκτικά και στην ξενική το συνοψίζει ο τίτλος. Οπως για λόγους υγείας ή και απλώς υγιεινής διατροφής ορισμένοι άνθρωποι απέχουν του καφέ προσφεύγοντας στο άνευ καφεΐνης υποκατάστατό του, αντιστοίχως συνειδητά ή το συχνότερο ασύνειδα κάποιοι «ζουν ένα υποκατάστατο ζωής», που εντοπίζεται στη μονόδρομη επανάληψη κινήσεων και σκέψεων, κυρίως την προσκόλληση σε πανομοιότυπες συμπεριφορές και συναισθηματικά γνώριμες καταστάσεις ώστε να αποφεύγονται οι συνθήκες πάθους όπως οι σφοδρές επιθυμίες και οι ερωτικές συγκινήσεις. Εν συντομία δεν βιώνουν τις εμπειρίες της ζωής. Κατά κανόνα αυτή η τρόπον τινά αμυντική στάση παρατείνεται εις το διηνεκές. Μπορεί ωστόσο να ανακοπεί τουλάχιστον προσωρινά από τον θάνατο προσφιλούς ή από έναν έρωτα που συνήθως διαταράσσουν τα σταθερά σημεία αναφοράς με τα οποία και επιβιώνουμε. Σε αυτές τις περιπτώσεις η έκβαση δείχνει αβέβαιη. Κατά τη συγγραφέα είναι θέμα χαρακτήρα, όπου σημαντικό ρόλο παίζει και η τυχόν ψυχολογική υποστήριξη, μακράν πάντως της ψυχαναλυτικής διαδικασίας, μια και η Στάμου προτιμά να παραμείνει στον οικείο σε αυτήν χώρο.


Συμβουλευτική ψυχολόγος, σύμφωνα με το βιογραφικό στο «αφτάκι» του βιβλίου, με έδρα το Μάντσεστερ, όπου και διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος. Χωρισμένο σε τρία ισομήκη μέρη και 53 ανισομήκη κεφάλαια, μερικά εκτενή και ορισμένα μόλις ένα δισέλιδο, ζωντανεύει κύκλους της μεσαίας ή και της ανώτερης τάξης, κυρίως παρέες επιστημόνων διαφορετικών κλάδων. H συγγραφέας επιμένει σε δομικές διαφορές στις συμπεριφορές ανδρών και γυναικών ανοίγοντας την περιπτωσιολογία σε άνδρες με γυναικεία ψυχοσύσταση και τούμπαλιν. Μπορεί ένας καθοριστικός παράγων να είναι η οικογένεια, ωστόσο οι κοινωνικοί τρόποι συνδέονται και με τον τόπο καταγωγής. Διαφορετικές οι καιρικές συνθήκες, διαφορετικά και τα ταμπεραμέντα. Πολυεθνικό το μυθιστόρημα, διασταυρώνει Ελληνες με Αγγλους, Γάλλους, Ισπανούς, ως και Αμερικανούς, με ιδιαίτερη αδυναμία σε ανθρώπους μεικτής καταγωγής, αναδεικνύοντας τις δυσχέρειες στη συνεννόηση, πόσο μάλλον στη σύναψη σχέσεων, ενώ διασκεδάζει με τις παρεξηγήσεις που δημιουργούνται, όπως λ.χ. το τετριμμένο που θέλει τους Ελληνες να συζητούν σαν να τσακώνονται.


Τριτοπρόσωπη αφήγηση


Σταθερά τριτοπρόσωπη αφήγηση, με εναλλασσόμενη οπτική γωνία, δεν αφορά τόσο γεγονότα όσο διαθέσεις και συναισθήματα, όπου προς έμφαση ορισμένες σκέψεις των προσώπων παρατίθενται με πλάγια τυπογραφικά στοιχεία. Θα αναμενόταν, με ήρωες καθηγητές φιλοσοφίας και ψυχολογίας, το όλο εγχείρημα να γέρνει έστω και ελαφρώς προς ένα μυθιστόρημα ιδεών. Ωστόσο η συγγραφέας αποφεύγει τις μακρές συνομιλίες μεταξύ μελετητών του Σαρτρ ή του Χάιντεγκερ αρκούμενη σε κάποιες επιφανειακής φύσεως μονολογικές αναφορές περί χρόνου και ύπαρξης. Ισως στο επόμενο βήμα η Στάμου να αποτολμήσει κάτι πλέον φιλόδοξο. Προσώρας το δεύτερο μυθιστόρημά της, αν και ροζ, πλάθει έναν τουλάχιστον αντιπροσωπευτικό γυναικείο χαρακτήρα. Μια σχεδόν αγοραφοβική καθηγήτρια που νιώθει άβολα στις κοινωνικές συγκεντρώσεις, όπως και στις ερωτικές συνευρέσεις. Ο θάνατος της μητέρας φέρνει μεν κρίσεις άγχους αλλά δημιουργεί και ανάγκη επικοινωνίας. Προς στιγμήν φαίνεται πως θα σταθεί στα πόδια της και θα σταματήσει τα «ντεκαφεϊνέ» ροφήματα και αισθήματα. Τελικά όμως ένας άνδρας θα γίνει το καινούργιο σημείο αναφοράς διαγράφοντας στον ορίζοντα νέο συναισθηματικό εγκλωβισμό. Αν και δεν είμαστε καθόλου σίγουροι πως η συγγραφέας στοχεύει σε παρόμοιο επιμύθιο, καθώς στα τελευταία κεφάλαια εξάρει την εβραϊκή καταγωγή της ηρωίδας. Με δραματικές σκηνές περισυλλογής σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, σήμερα μουσείο, ζητεί να δείξει τη συναδέλφωσή της με το παρελθόν και τον εαυτό της.


Οσο για την υπόθεση, ένας άνδρας και δη Ελληνας ανάμεσα σε δύο γυναίκες, την προκλητική και τη μητρική. ‘H, συμμετρικά, μια γυναίκα και μάλιστα μεσογειακού ταμπεραμέντου μεταξύ δύο ανδρών, τον επιβήτορα και τον συντροφικό. Σκηνές αντιζηλίας αλλά και πλήξης στην ατμόσφαιρα των αγγλικών παμπ, με μια ιδέα μαρσεγέζικης σαγήνης και υπόνοια βρυξελλιώτικης τρυφής. Τέλος, στρωτή και φροντισμένη η γλώσσα της Στάμου, γίνεται διαχειριστική όταν εισέρχεται στο ψυχολογικό πεδίο. Δίκην παραδείγματος, δεν ερωτοτροπούμε αλλά επενδύουμε, παρομοίως δεν λησμονούμε αλλά χειριζόμαστε τη μνήμη. Οταν σκεπτόμαστε, φιλτράρουμε τα γεγονότα και όταν δεν σκεπτόμαστε μπλοκάρουμε συλλογισμούς. Επίσης δεν ηρεμούμε, δυνάμεις ανασυντάσσουμε. Θέμα γούστου, αν πρόκειται για μόλυσμα ή αβγάτισμα της γλώσσας. Προφανώς, για τη συγγραφέα δεν είναι παρά η αργκό του επαγγέλματος.