Σε μια κοινωνία πολύ παραδοσιακή ως προς τις σχέσεις των δύο φύλων, το ειδικό βάρος της οικογένειας και τη θέση της γυναίκας, όπως η σύγχρονη ελληνική, η φεμινιστική φιλοσοφία εξακολουθεί να ηχεί σαν κάτι εξωτικό. Στη χώρα η οποία μεταξύ των μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχει ένα από τα μικρότερα ποσοστά εργαζόμενων γυναικών και πιθανότατα το μικρότερο ποσοστό συμμετοχής γυναικών στη Βουλή και στο Υπουργικό Συμβούλιο, γιατί να διαβάσουμε τις σκέψεις της αμερικανίδας φιλοσόφου Μάρθας Νούσμπαουμ για την «αντικειμενοποίηση» του γυναικείου σώματος εξαιτίας της πορνογραφίας, τη σεξουαλική παρενόχληση ή το γάμο ομοφυλοφίλων; H απάντηση είναι σύνθετη αλλά θετική: τα θέματα της Νούσμπαουμ δεν είναι δεύτερης προτεραιότητας. H συγγραφέας μάς θυμίζει ότι οι φιλοσοφικές θεωρήσεις που υποκρύπτονται στο νόμο και στην κρατούσα ηθική μιας κοινωνίας έχουν πραγματικές προσωπικές συνέπειες. Καχύποπτη απέναντι στη θρησκεία και την παράδοση, τις οποίες θεωρεί πηγές καταπίεσης, η Νούσμπαουμ θέλει να διευρύνει τη σεξουαλική ελευθερία των γυναικών και των ομοφυλοφίλων τόσο στη Δύση όσο και στον Τρίτο Κόσμο. Και για να το κάνει αυτό, αντλεί επιχειρήματα από πολύ διαφορετικούς συγγραφείς όπως ο Αριστοτέλης, ο Σενέκας, ο Καντ, ο Μιλλ και ο Ρωλς.


Ο σεβασμός της διαφοράς


Τρεις λέξεις συνοψίζουν το ιδεολογικό στίγμα της Νούσμπαουμ: φιλελεύθερος, κοσμοπολίτικος φεμινισμός. Στο πλαίσιο αυτό, σκοπός του βιβλίου της είναι να πείσει ότι ορισμένες αρχές του κλασικού πολιτικού φιλελευθερισμού έχουν οικουμενική αξία και είναι απαραίτητες στο σύγχρονο φεμινισμό και ειδικά στη φεμινιστική αλληλεγγύη προς τις γυναίκες των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών. Πιστεύει ότι στο όνομα του «σεβασμού της διαφοράς», π.χ. της διαφορετικής παραδοσιακής θέσης της γυναίκας στην ινδική ή στην πακιστανική κοινωνία, οι σχετικιστές συγκλίνουν με τους συντηρητικούς στην περιφρόνηση τριών οικουμενικών αξιών: πρώτον, όλοι, απλώς και μόνον όντας άνθρωποι, έχουν ίση αξιοπρέπεια και αξία· δεύτερον, πρωταρχική πηγή αυτής της αξίας είναι η δύναμη ηθικής επιλογής που έχει κάθε άνθρωπος, δηλαδή η ικανότητα να σχεδιάζει τη ζωή του επιλέγοντας ανάμεσα σε προσωπικούς στόχους· τρίτον, η ηθική ισότητα των ανθρώπων τούς δίνει το δικαίωμα να αξιώνουν ορισμένη μεταχείριση από την κοινωνία και την πολιτεία (σελ. 133).


Για να πραγματωθούν αυτές οι παραδοχές, η Νούσμπαουμ καταρτίζει έναν λεπτομερή κατάλογο δέκα «θεμελιωδών ανθρώπινων λειτουργικών ικανοτήτων» (σελ. 97-100), οι οποίες εκτείνονται από το να έχει ο άνθρωπος καλή υγεία μέχρι το να μπορεί να γελά και να παίζει. H εμπνευσμένη ιδέα ενός παγκόσμιου καταλόγου ικανοτήτων προκαλεί, ωστόσο, προβληματισμό για το αν όλες αυτές οι ικανότητες θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να είναι στόχος δημόσιων πολιτικών, όπως θα το επιθυμούσε η Νούσμπαουμ. Το βιβλίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά από το Oxford University Press το 1999. Επαινέθηκε για την ευρύτητα της θεματολογίας και τη διαύγεια της γραφής, αλλά δέχθηκε και επιθέσεις. Ορισμένοι κριτικοί υποστήριξαν ότι η Νούσμπαουμ δεν διαφέρει από τις συντηρητικές φεμινίστριες που διεκδικούν απλώς την τυπική ισότητα και ότι οι γενικευτικές αξιώσεις της Νούσμπαουμ υποκρύπτουν διάθεση επιβολής δυτικών προτύπων σε ξένες κουλτούρες. Ωστόσο, η άποψη της Νούσμπαουμ διαφέρει από το συντηρητικό φεμινισμό, ο οποίος θα περιοριζόταν στη βελτίωση της θέσης των γυναικών στις δραστηριότητές τους έξω από το σπίτι. Αντίθετα η Νούσμπαουμ γράφει κυρίως για το πώς συγκεκριμένες δημόσιες πολιτικές, ρυθμιστικές της σεξουαλικής συμπεριφοράς, επηρεάζουν αυτή την κατεξοχήν ιδιωτική όψη της ανθρώπινης συμβίωσης και πως οι πολιτικές θα έπρεπε να αλλάξουν, γιατί είναι βλαπτικές για τις γυναίκες.


Ισως η συγγραφέας να μη δέχεται πως οτιδήποτε προσωπικό είναι και πολιτικό, δηλαδή να μην ενστερνίζεται τη ριζοσπαστική φεμινιστική άποψη για την πολιτική φύση όλων των όψεων στις σχέσεις των δύο φύλων. Είναι επίσης προφανές ότι η Νούσμπαουμ δεν παρακολουθεί τη φεμινιστική συζήτηση για την υπέρβαση της εννοιολογικής διχοτομίας «άνδρας – γυναίκα», η οποία σήμερα θεωρείται από πολλές συγγραφείς ότι βρίσκεται στη βάση των διακρίσεων κατά των γυναικών.


Για την κλειτοριδεκτομή


Αλλά αυτά δεν κάνουν τη Νούσμπαουμ συντηρητική, όπως δεν την κάνει συντηρητική η επιμονή της να καταδικάζει πρακτικές που συναντάμε σε ορισμένες αφρικανικές κουλτούρες, όπως για παράδειγμα η κλειτοριδεκτομή. Το ερώτημα δεν είναι το αν είναι κανείς απορριπτικός απέναντι σε τέτοιες πρακτικές, γιατί δεν υπάρχει άλλη στάση από την απόλυτη απόρριψη της κλειτοριδεκτομής. Το ερώτημα είναι πώς εξωτερικοί φορείς (π.χ. διεθνείς οργανισμοί) θα παρενέβαιναν για να περιορίσουν τέτοιες πρακτικές στο εσωτερικό τρίτων χωρών. Το θέμα αποκτά σύνθετο χαρακτήρα αν αναλογιστεί κανείς πρακτικές των αναπτυγμένων κοινωνιών, όπως για παράδειγμα η οπλοκατοχή. Μιλώντας υποθετικά, αν έδειχνε κάποιος με στατιστική ανάλυση ότι η οπλοκατοχή στον αμερικανικό Νότο ή πιο κοντά σε μας, στην Κρήτη, βλάπτει κυρίως τις γυναίκες, καθώς πολύ συχνότερα άνδρες πυροβολούν γυναίκες από ό,τι το αντίστροφο, μήπως τότε θα έπρεπε να υπάρξει διεθνής κινητοποίηση κατά των ΗΠΑ και της Ελλάδας;


Τα υποθετικά ερωτήματα με δεοντολογικές συνιστώσες είναι προνόμιο κατεξοχήν των φιλοσόφων και των νομικών. Στο βαθμό που δημιουργεί νέα ερωτήματα, η Νούσμπαουμ μοιράζεται μαζί μας αυτό το προνόμιο. Στο σχοινοτενές, είναι αλήθεια, έργο Φύλο και κοινωνική δικαιοσύνη, που μοιάζει περισσότερο με «κολλάζ» προσωπικών αναμετρήσεων με συντηρητικές νομικές ρυθμίσεις ή ηθικές απαιτήσεις και με φεμινιστικές παρεξηγήσεις του φιλελεύθερου στοχασμού, η συγγραφέας κατορθώνει να μετατρέψει υψιπετείς συζητήσεις σε ζητήματα που ενδιαφέρουν κάθε πολίτη. Θα μπορούσε να το κάνει με μεγαλύτερη συντομία και να αφαιρέσει κάποια από τα 15 κεφάλαια που έχουν περιφερειακή σχέση με το θέμα της. H ελληνική έκδοση ευτύχησε στη μετάφραση του N. Καλαϊτζή και στη θεώρηση του K. Παπαγεωργίου, αν και δεν θα έβλαπτε μια τελευταία τυπογραφική διόρθωση (π.χ., John Rowls αντί για John Rawls, σελ. 39). Το εύστοχο εξώφυλλο του Αλ. Ισαρη και το εκτενές ευρετήριο προστίθενται στα προτερήματα της έκδοσης. Αναρωτιέμαι μόνο τι εμπόδισε την ακριβέστερη απόδοση του τίτλου εφόσον, όπως προκύπτει από τον τίτλο του πρωτοτύπου και από το περιεχόμενο του βιβλίου, η Νούσμπαουμ δεν γράφει γενικά για την κοινωνική δικαιοσύνη σε θέματα φύλου, αλλά ειδικά για την κοινωνική δικαιοσύνη σε θέματα σεξ.


Ο κ. Δημήτρης A. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.