«Εχω την εντύπωση ότι ο σημερινός κόσμος σάς ομοιάζει και ομοιάζει και στις έννοιές σας, ότι αποδομήθηκε και έγινε ντεριντιανός» λέει η Ελιζαμπέτ Ρουντινεσκό στον Ζακ Ντεριντά στην αρχή (σ. 18) αυτού του πολύ ενδιαφέροντος βιβλίου. Σε εννέα κεφάλαια που πλαισιώνουν εννέα θέματα, μια ιστορικός της ψυχανάλυσης και ένας πολλαπλώς και ακατανόητα δυσφημημένος αλλά και πολλαπλώς αναγνωρισμένος φιλόσοφος, φίλοι από τα παλιά, συζητούν «από τι θα αποτελείται το αύριο» όπως έλεγε ο Βικτόρ Ουγκό.


Φαντάσματα του Μαρξ


Το βιβλίο βασίζεται σε έναν πυκνό διάλογο, άλλοτε με συγκλίσεις και άλλοτε με αποκλίσεις, γύρω από κεντρικά προβλήματα του σύγχρονου κόσμου που προσφέρουν τη δυνατότητα να προσεγγισθεί ξανά τόσο το έργο της ύστερης κυρίως φάσης του Ντεριντά όσο και οι ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις της Ρουντινεσκό. Στο εισαγωγικό κεφάλαιο, οι δύο συνομιλητές αναγνωρίζουν τον στρουκτουραλισμό ως αφετηριακή στιγμή μιας διανοητικής διαδρομής και «επιλέγουν κληρονομιά», όπως δηλώνει και ο τίτλος, προτείνοντας έναν ορισμό της παράδοσης ο οποίος δεν βασίζεται στην αποδοχή αλλά στην επανεκτίμηση και στη διήθηση. Τα επόμενα τέσσερα κεφάλαια προβληματοποιούν ζητήματα που απασχολούν σε κεντρικό επίπεδο τις σύγχρονες κοινωνίες, όπως ο κοινοτισμός και οι πολιτικές τής διαφοράς, οι νέες μορφές οικογένειας, η δυνατότητα της ελευθερίας, τα ανθρώπινα δικαιώματα απέναντι στα δικαιώματα των ζώων. Ο Ζακ Ντεριντά στέκεται προσεκτικά μεταξύ της έννοιας της «διαφοράς», του κοινοτισμού και της ναρκισσιστικής λατρείας του ιδιαίτερου, επισημαίνοντας τον σύνθετο χαρακτήρα των ζητημάτων. Αποσαφηνίζει τους τρόπους με τους οποίους η «πολιτική ορθότητα» ως απαξιωτικός ετεροπροσδιορισμός παρερμηνεύθηκε με πολλούς τρόπους κατά τη διαδικασία της εξαγωγής της από το αμερικανικό πλαίσιο αλλά και προβληματίζεται – δικαίως κατά τη γνώμη μου – για το γεγονός ότι η γαλλική συζήτηση περί την «ρεπουμπλικανική» οικουμενικότητα συνδέεται σχεδόν πάντα «με την πλέον ισχυρή κοινότητα» (σ. 69). H προσαρμογή σε νέες μορφές γονεϊκότητας απασχολεί τους δύο συνομιλητές μέσα στο πλαίσιο του μετασχηματισμού της σύγχρονης οικογενειακής δομής εξαιτίας κοινωνικών αλλά και τεχνο-επιστημονικών εξελίξεων. Και οι δύο επισημαίνουν ότι οι νέες τεχνολογίες αναπαραγωγής, η παρένθετη μητρότητα, οι μονογονεϊκές οικογένειες μεταβάλλουν το πεδίο των οικογενειακών σχέσεων αλλά και των έμφυλων ρόλων. Είναι σημαντικές οι επισημάνσεις της Ρουντινεσκό για την αναγκαιότητα της μελέτης της ιστορικότητας και των σημάνσεων της μητρότητας (σ. 106) καθώς και για τους μετασχηματισμούς του ψυχαναλυτικού περιβάλλοντος (σ.93), αλλά και η απόπειρα του Ντεριντά να υπερβεί το δίπολο κονστρουκτιβισμός/νατουραλισμός στην κατανόηση των οικογενειακών και έμφυλων σχέσεων (σ. 101).


Τα μεσαία κεφάλαια του βιβλίου, ιδιαίτερα «το πνεύμα της επανάστασης», παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σε έναν πυκνό και πολυεπίπεδο διάλογο, οι δύο συνομιλητές αντλούν από σημαντικές μελέτες τους όπως το βιβλίο για την Theroigne de Mericourt της Ρουντινεσκό και το συναρπαστικό δοκίμιο «Φαντάσματα του Μαρξ» του Ντεριντά. H έννοια της επανάστασης αλλά και οι νοηματοδοτήσεις του πολιτικού μετά και την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού απασχολούν τους δύο συνομιλητές μέσα στις συνθήκες της «γεωπολιτικής μελαγχολίας». Απαιτητική αλλά εμπνευσμένη, η συζήτηση στρέφεται γύρω από τις πολλές πραγματικότητες της Επανάστασης – «είναι μία, αλλά δεν είναι μία» αναφέρει ο Ντεριντά (σ. 206) – αλλά και την πολλαπλότητα της έννοιας του πολιτικού μέσα και έξω από τον τόπο, το έδαφος και το κρατικό στοιχείο σήμερα. Μια ψυχαναλυτική αύρα περιβάλλει αυτό το κεφάλαιο καθώς η προβληματική του πένθους για τον «κατεστραμμένο κομμουνισμό» – τόσο για τους συνοδοιπόρους όσο και τους αντιπάλους του που «κατατρύχονται από την απώλεια του εχθρού τους» (σ. 183) – διαπλέκεται με την προβληματική για τη σύγχρονη εικονική πραγματικότητα που υπόκειται σε μια λογική της φα(ντα)σματικότητας (σ. 191). Το κεφάλαιο προσφέρει τη δυνατότητα να κατανοηθεί πληρέστερα το δοκίμιο του Ντεριντά «Φαντάσματα του Μαρξ» και κλείνει με καίριες παρατηρήσεις για το μείζον ζήτημα της κυριαρχίας και των μετασχηματισμών της στον σύγχρονο κόσμο.


Για τη θανατική ποινή


Ανάλογο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η συζήτηση για τον «επερχόμενο αντισημιτισμό» πλαισιωμένη με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία για τον Ντεριντά, όπου η εβραϊκότητα ορίζεται ως μια εσωτερική ανυπολόγιστη πολλαπλότητα (εβραίος, «εποικούμενος μαγκρεμπίνος», «μαρράνο»). Πέραν αυτού, όμως, η επανεμφάνιση ενός υπόγειου αλλά εξαιρετικά επικίνδυνου αντισημιτισμού, κυρίως στη Γαλλία αλλά και σε άλλες κοινωνίες (συμπεριλαμβανομένης δυστυχώς της ελληνικής, αν και το βιβλίο δεν περιλαμβάνει σχετικές αναφορές), προσεγγίζεται με εξαιρετική πολιτική ευαισθησία και διεισδυτικότητα που αναδεικνύει τον λανθάνοντα αντισημιτισμό ανώδυνων κατά τα άλλα πολιτικών ερμηνειών (βλ. το «εβραϊκό λόμπι») αλλά και τις εξαιρετικά προβληματικές πτυχές της νομοθεσίας για τον «αρνητισμό» (σ. 301-314). Ο διάλογος για τη θανατική ποινή στο επόμενο κεφάλαιο αποτυπώνει τις διαφορές μεταξύ των αμερικανικών και ευρωπαϊκών προσεγγίσεων ενώ εκβάλλει σε μια ενδιαφέρουσα προβληματική για την πολιτική θεολογία της κυριαρχίας.


Το βιβλίο ολοκληρώνεται με ένα κεφάλαιο για την ψυχανάλυση, όπου αναδεικνύονται οι εκλεκτικές σχέσεις των συνομιλητών με την ψυχαναλυτική κουλτούρα ενώ ασκείται κριτική και στην περιχαράκωση της ψυχανάλυσης από τον ακαδημαϊσμό (σ. 405). Οι Συνομιλίες για το αύριο είναι ένα πραγματικά ζωντανό και πολύπλευρο βιβλίο με όλες τις χάρες μιας διαλογικής συζήτησης ανάμεσα σε δύο φίλους που μοιράζονται μια κοινή διανοητική διαδρομή αλλά και μια στενή συναισθηματική επικοινωνία. H ευρύτητα των θεμάτων και το βάθος του προβληματισμού γύρω από σημαντικά, σύγχρονα πολιτικά και κοινωνικά, ζητήματα παρέχουν τη δυνατότητα πολλαπλών εισόδων στο κείμενο. Αξίζει να σημειωθεί, τέλος, ότι το βιβλίο δίνει την ευκαιρία ακόμη και στον μη ειδικό αναγνώστη να εξοικειωθεί, έστω εν μέρει, με τη σκέψη του Ζακ Ντεριντά, ενός πολύ σημαντικού διανοητή που έφυγε πρόσφατα, έχοντας σφραγίσει την κριτική θεωρία του τέλους του 20ού αιώνα με τον ανατρεπτικό στοχασμό του.


H κυρία Εφη Γαζή είναι επίκουρος καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.