Εκ πρώτης όψεως, το ημερολόγιο μιας αρχιτεκτόνισσας δεν υπόσχεται συγκινήσεις αισθητικής φύσεως. Ακόμη κι αν αυτή δεν ειδικεύεται στη σχεδίαση των κυβόσχημων πολυεπίπεδων περιστερώνων πρωτευούσης και μόνο η λέξη μετατροπή στον τίτλο παραπέμπει σε κουφάρια νεοκλασικών με συντηρημένες προσόψεις και αναφυόμενα από τις στέγες γυάλινα τερατάκια. Ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε αναπαλαιωμένα κτίρια, που ποικίλοι σύλλογοι και πάσης φύσεως ομάδες καταλαμβάνουν ως σκηνικά του μηδέποτε διαδραματιζόμενου έργου τους. Βεβαίως, στον τίτλο, η λέξη μετατροπή συνοδεύεται από τις λέξεις αντλιοστάσιο και Γιάλοβα, όχι της μακρινής Νικομήδειας αλλά της εγγύτερης Πυλίας, οπότε και γεννώνται ελπίδες για σημειώσεις εργασίας και οικολογικού ενδιαφέροντος. Από την άλλη, η παρεμβατική τάση της αρχιτεκτονικής, τόσο της μόδας εσχάτως, παραμένει απωθητική και στους εκτός Αθηνών άθλους της. Και πάλι, ανενεργές εστίες, που διακηρύσσουν μεν πολιτιστικούς ή και περιβαλλοντικούς στόχους, εν τέλει, όμως, μόνο τους δημοτικούς άρχοντες ζητούν να λαμπρύνουν, τους πρώην και τους επόμενους.


Συνοδευτικός διάκοσμος


Ενας τίτλος, λοιπόν, που δημιουργεί δυσθυμία, σε αντίθεση με την ποιητική αύρα των τίτλων, που η I. Καρυωτάκη είχε επιλέξει για τα προηγούμενα βιβλία της. Στο σκοτάδι και στο φως λάμνει η ψυχή μου και Το νησί, αυτό το δεύτερο αφιερωμένο στη μνήμη Κώστα Καρυωτάκη. Υβριδικά βιβλία, με αφήγηση και εικόνες, χωρίς εστίαση, όπου υπερισχύει το εικονιστικό στοιχείο, με τη σειρά του ερμαφρόδιτο, αρχιτεκτονικά σχεδιάσματα ζωγραφικά απογειωμένα. Ωστόσο, το παλαιό αντλιοστάσιο, κατασκευή της δεκαετίας του ’50 για την αξιοποίηση του έλους της Γιάλοβας, πρόσφερε, όπως φαίνεται, στην Καρυωτάκη το κέντρο που αναζητούσε, προς ανάπτυξη των συγγραφικών της ικανοτήτων. Οπότε, στο τρίτο εγχείρημά της, η αφήγηση παίρνει την πρωτοκαθεδρία, με τις «φωτογραφίες, ζωγραφιές και σχέδια» ως συνοδευτικό διάκοσμο.


«Ποιον, αλήθεια, μπορεί να ενδιαφέρουν τα έργα και οι ημέρες ενός παλαιού Αντλιοστασίου;» είναι το ρητορικό ερώτημα της συγγραφέως για τη σύνδεση της ιστορίας της με άλλες παλαιότερες διηγήσεις, που θα μπορούσε να διατυπωθεί και γενικότερα από όσους ξιφουλκούν εναντίον των κριτικών, πως, τάχατες, παραμελούν τα φαλαινοειδή για τα οψαρίδια. Την σήμερον, όμως, για το χύμα μυθιστόρημα υπάρχουν μέχρι σεμινάρια του EKEBI. Οσο για το αποτέλεσμα, μίμηση ατελής πραγματικότητας, καθημερινής ή και ιστορικής, είναι απευθείας εμπορεύσιμο και διαμεσολαβητών ουκ έχει χρείαν. Ενώ τα έργα και οι ημέρες ενός παλαιού Αντλιοστασίου, όπως όλες οι απέριττες αφηγήσεις αβρού ύφους, μπορεί και να διαφύγουν της προσοχής όσων ακόμη ενδιαφέρονται για τη σταυροβελονιά του λόγου.


Ενα αφήγημα με το Αντλιοστάσιο να μεταμορφώνεται σε «στοιχειό της λίμνης». Ο κακός δράκος της αποξήρανσης, που χάνει εν τέλει τη μάχη με το νερό και απομένει άδειο κέλυφος. Τότε, έρχεται ο μελετητής με τα σύνεργα του επιστήμονα αλλά την τακτική της αλεπούς, σαν εκείνης στον Μικρό Πρίγκιπα του Σεντ-Εξυπερί, ζητώντας να προσεγγίσει το αντικείμενό του και να το μετατρέψει σε ζώντα λιμναίο οργανισμό. H Καρυωτάκη παντρεύει τεχνολογικούς όρους της μηχανολογίας και οικοδομικής με λέξεις παραμυθητικής προέλευσης και ποιητικής, ως επί το πλείστον, χρήσης. Δεν αναζητά τις σπανίζουσες γλωσσικών ιδιωμάτων, αλλά, με τις οικείες, υφαίνει έναν παρά προσδοκία ηδυσμένο λόγο που λες και αναφύεται μέσα από μπετόν αρμέ πατήματα και καλούπια λαμαρίνας.


Τα ταξίδια στο Ναυαρίνο


Κρατώντας σημειώσεις από τα ταξίδια στο Ναυαρίνο και την παρακείμενη λιμνοθάλασσα, τις επιτόπιες μετρήσεις και τα Αθήνησι σχεδιάσματα, διαφεύγει σε προγενέστερες περιπλανήσεις, κι αυτές σε παρόχθιες και παράκτιες περιοχές, όπου επιπλέουν μνημονικές παραστάσεις των παιδικών χρόνων και της εφηβείας. Αποσπασματική η αφήγηση, προσωποποιεί τα στοιχεία της φύσης, αποφεύγοντας να πλάσει ήρωες, μόνο σκιές, όπως ο Σίμος της λιμνοθάλασσας ή οι σφουγγαράδες, με ορατό το υφάδι της νοσταλγίας στα συνειρμικά περάσματα. Ο αφηγηματικός τρόπος της Καρυωτάκη είναι ο συμφυρμός ανόμοιων εμπειριών και παραστάσεων, από μυθολογικές και ιστορικές διηγήσεις, ζωγραφικούς πίνακες, άσματα και ταινίες, ώστε η μία εικόνα να εισχωρεί εντός της άλλης και η παλαιότερη εντύπωση να επικάθηται της επομένης. Δάνειες εκφράσεις από ξένα βιβλία, έντεχνα συγχωνευμένες, όπως τα θραύσματα παλαιότερων κτισμάτων, που ο μάστορας ενσωματώνει στο καινούργιο οικοδόμημα, είτε γιατί τα βρήκε πρόσφορα είτε γιατί τα θεώρησε στολίδια, χωρίς το ένα να αποκλείει το άλλο.


Ωστόσο, πέραν της αφήγησης για την αφήγηση, υπάρχει και ο απολογισμός ενός επαγγελματία χωροτάκτη-αρχιτέκτονα, με τις στοχαστικές του παρεκβάσεις. Ενδιαφέρουσα η σεβαστική οπτική, που αναπτύσσει η Καρυωτάκη, μόνο που η ρομαντική προδιάθεση στομώνει την κριτική ματιά, εξωραΐζοντας την ισχύ του, χειρουργούντος σήμερα πλέον, παρατηρητή επί του περιβάλλοντος. Οπως και να έχει, τα λογοτεχνικά φτερουγίσματα της Καρυωτάκη αφήνουν προσώρας την εντύπωση του φευγαλέου, σαν την παρουσία της δίπλα στον Στέλιο Αναστασιάδη σε εκείνη την πεισιθάνατη ταινία του Σταύρου Τορνέ πριν από είκοσι τόσα χρόνια.