Στα χριστουγεννιάτικα πεζογραφήματα, ορισμένοι συγγραφείς γεφυρώνουν ετερόκλητες διηγήσεις με κάποιον παραλληλισμό, που προβάλλει και ως κεντρική ιδέα του βιβλίου. Παρόμοιες αναγωγές συναντήσαμε στα μυθιστορήματα των Γ. Γιατρομανωλάκη και H. Μαγκλίνη, στο αφήγημα του Σ. Δημητρίου και στη συλλογή διηγημάτων του Φ. Ταμβακάκη, όπου θα μπορούσε και να απουσιάζει, αφού μια συλλογή δεν απαιτεί θεματική ενότητα, παρά μόνο ως εκδοτικό αίτημα. Πρόκειται για τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Ταμβακάκη, οκτώ χρόνια μετά το ωκεάνιο μυθιστόρημά του Οι ναυαγοί της Πασιφάης, που είχε εκδοθεί έξι έτη μετά την πρώτη συλλογή του, η οποία ωστόσο δεν θα χαρακτηριζόταν συλλογή αφού αποτελείται από μια νουβέλα την «Υστάτη» και «Τέσσερις σπουδές». Αυτή η συλλογή κυκλοφόρησε το 1991, στα εννιάχρονα της συγγραφικής του παρουσίας, έπειτα από δύο βιβλία κοσμοπολίτικου αισθητισμού. Παραδόξως, όλα από τον ίδιο εκδοτικό οίκο.


Στις επάλξεις του μοντερνισμού


H αναγωγή που επινοεί ο Ταμβακάκης και για την οποία κάνει λόγο και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του, παραβάλλει τα άδεια ξενοδοχεία με τις σκόπιμα λευκές σελίδες ενός βιβλίου. Οπως οι θαμώνες των άδειων ξενοδοχείων πηγαίνουν αντίθετα στο τουριστικό ρεύμα, ταξιδεύοντας όταν οι πολλοί εργάζονται, παρομοίως και οι μεταμοντέρνοι συγγραφείς, ζητώντας να προσελκύσουν το αναγνωστικό ενδιαφέρον, καταφεύγουν σε παιγνιώδη ευρήματα, ενάντια σε λογοτεχνικά αιτήματα ή επιταγές. Δέκα διηγήματα διαδραματιζόμενα εξ ολοκλήρου, εν μέρει ή δίκην προφάσεως, σε άδεια ξενοδοχεία και το ενδέκατο γραμμένο, το πιθανότερο, εντός του περασμένου φθινοπώρου, μια μάλλον αμήχανη σάτιρα για την περίπτωση του Σταύρου Κρητιώτη, που επαινέθηκε και συζητήθηκε. Αν και διαβάζοντας, στη βιβλιοπαρουσίαση της P. Γεωργακοπούλου, τον σχολιασμό του συγκεκριμένου διηγήματος, καταλήξαμε στο ήδη πολλάκις διαπιστωμένο, δηλαδή πως η σάτιρα εύκολα παρερμηνεύεται. Στο «Σεπτέμβριο στη Σχοινούσα», ο Ταμβακάκης, εμμένοντας στις επάλξεις του μοντερνισμού, διακωμωδεί τις ακρότητες ενός μεταμοντέρνου, που ακούει στο όνομα Κρητιώτης ή και Κωμοδρόμος και γράφει «αγραμμικά» βιβλία και άλλα, με λευκές σελίδες, «αποδομώντας» εαυτόν και κάνοντας προσκλητήριο επιφανών συγγραφέων και κριτικών.


Οσο για τα υπόλοιπα δέκα διηγήματα των Αδειων ξενοδοχείων, ποικίλλουν θεματικά και μορφικά, από τα κοινωνιολογίζοντα κλασικότροπα ως τα πειραματιζόμενα. Κατά τα άλλα, ο συγγραφέας μένει μάλλον επί τα αυτά, καθώς επανέρχεται στα γνώριμα, από τα προηγούμενα βιβλία του, σκηνικά. Παραθαλάσσια τοπία, όπου τα τροπικά μέρη εναλλάσσονται με τα ελληνικά νησιά, όχι όμως πια τα άγονα και απομακρυσμένα, σαν εκείνη την άξενη Σαπιέντζα, αλλά τα ακμάζοντα ως η Μύκονος, η Ανδρος, η Πάτμος, η Σχοινούσα και η Ζάκυνθος, όπως όμως παρουσιάζονται σε εποχές νέκρας. Οπότε κυριαρχεί και πάλι ατμόσφαιρα μόνωσης και εγκατάλειψης, μόνο που οι ήρωες δεν είναι όλοι τους θαλασσοπόροι ή ναυαγοί, παρά, ίσως, με την ευρύτερη έννοια των καραβοτσακισμένων της ζωής.


Αδεια ξενοδοχεία σε διηγήματα χαλαρής σύνδεσης, που μένουν ανοιχτά ως προς την έκβασή τους, μερικά και ως προς το νόημα ή τις τυχόν αλληγορικές τους προθέσεις. Περισσότερο σφιχτοδεμένο εμφανίζεται το πρώτο και εκτενέστερο. Μια ιστορία στον απόηχο του τσουνάμι, που χτύπησε τις ακτές της Ταϊλάνδης, με δράση και έναν κάποιο αισθησιασμό, εγκιβωτισμένη σε μια σκηνή με συμποσιαστές ταξιδιωτικούς πράκτορες, που διαδραματίζεται στον Γαλατά του Πόρου πάνω σε τούρκικη γολέτα, κατάλληλα διαμορφωμένη σε τουριστικό σκάφος. H τεχνική του συγγραφέα φαίνεται στο δέσιμο της αιγαιοπελαγίτικης μαγείας με αυτήν του εξωτικού τόπου. Σε ένα δεύτερο διήγημα, «Ιούνιο στη Ζάκυνθο», ο Ταμβακάκης αποπειράται να εφαρμόσει την ίδια συνταγή, αλλά το μυθοπλαστικό εύρημα αποβαίνει μοιραίο. Ενας έλληνας «κροίσος», με οικολογικές ευαισθησίες, κάπου στο Μεξικό, διατηρεί χαίνουσα την πληγή των ασελγειών ενός «παλιόγερου» που συνέβησαν προ τριακονταετίας στον άλλοτε ποτέ παρθένο Λαγανά της Ζακύνθου.


Οργια ανικανοποίητων συζύγων


Γενικότερα, τα διηγήματα κοινωνικής κριτικής δεν ευτυχούν ιδιαίτερα, παρά τις τολμηρές περιγραφές, όπως «Στα μετόπισθεν της Λάρισας» όπου ένας φαντάρος ανακαλύπτει τα όργια ανικανοποίητων συζύγων ή το «Χριστούγεννα στη Μύκονο» με την αποπλανηθείσα «μεγαλοκοπέλα» και τους οπισθοδρομικούς νησιώτες. Κριτικής διάθεσης και το διήγημα «Φλεβάρης στην Ανδρο», που παραβιάζει τον τίτλο του βιβλίου, μια και σε αυτό δεν αναφέρονται άδεια ξενοδοχεία παρά μόνο μερικά εγκαταλελειμμένα οικήματα, ωστόσο απαραίτητο, αφού δεν νοείται βιβλίο στα καθ’ ημάς χωρίς τον Αλλον, ευεργέτη των πεζογράφων μας μεγάλο. Στο εν λόγω διήγημα, ο Αλλος ή ορθότερα, οι Αλλοι είναι ένα τσούρμο λαθρομεταναστών εκ Τουρκίας. Αν εξαιρέσουμε το δραματικό κρετσέντο, που θα μπορούσε και να λείπει, η αφήγηση δεν στερείται ατμόσφαιρας και σασπένς.


Στα μορφικά προωθημένα πεζά του βιβλίου, την έλλειψη πλοκής υποκαθιστά η αιφνίδια εμφάνιση του συγγραφέα. Οπως συμβαίνει και στο πρόσφατο αφήγημα του Δημητρίου, ο Ταμβακάκης συναπαντιέται με τους φυγάδες ήρωές του, δίνοντας διέξοδο στην φαινομενικά ή όχι μυθοπλαστική αμηχανία. Φυγάδες, η ευτραφής της κούρας αδυνατίσματος στο «Methana Palace» ή η κυρία των λαθραίων συνευρέσεων του «Hotel Marina – Βραυρώνα». Τελικά, φυγάδες όλοι οι ήρωες του βιβλίου, και αυτός θα μπορούσε να είναι ένας εναλλακτικός και λιγότερο βεβιασμένος τίτλος που θα απάλλασσε ορισμένα διηγήματα από τα περιττά πάχη τους, τουτέστιν παραγράφους σαν ξεκάρφωτες. Λιποτάκτες της ζωής και οι ήρωες των τριών εντελέστερων διηγημάτων· ο άνδρας, που γλιστρά στη φαντασίωση ενός διττού βίου στο «Ξενοδοχείον Χαραυγή – Αίγινα», ο φαλλοφόρος πειρατής και ο εν τέλει άσφαιρος αφηγητής, που διασταυρώνονται στο ένα «Τριώδιο στη Μονεμβασιά». Αν και το κορίτσι στο τρίτο διήγημα, το υπαινικτικό «Ex voto», διωκόμενο προώρως από τη μοίρα του, έχει οριστικά δραπετεύσει σε ασφόδελο λειμώνα.


Ακόμη και αν μεμψιμοιρούμε με τα επί μέρους, η αφήγηση του Ταμβακάκη διαθέτει το θέλγητρο της γλώσσας. Επιλεκτική αλλά ουδόλως εξεζητημένη, χωρίς ίχνος δοκιμιακής ξηρότητας, στέκεται γενναιόδωρη σε προσδιορισμούς, αναδεικνύοντας ευρεία γκάμα αποχρώσεων.