Ακόμη μία αναφορά στις παιδουπόλεις, που στέγασαν ορφανά «συμμοριοπλήκτων» περιοχών πριν από πενήντα τόσα χρόνια, σε ένα από τα καλύτερα διηγήματα του καινούργιου βιβλίου του Γ. Καισαρίδη. Και ο ρόλος του βιβλιοπαρουσιαστή προφανώς και δεν συνίσταται στην ιδεολογική κριτική της ιστορικής εκδοχής που βολεύει μυθοπλαστικά έναν συγγραφέα, αλλά στην ανάδειξη, όσο το δυνατόν ακριβέστερα, των αφηγηματικών του τρόπων, ώστε ο αναγνώστης να διακρίνει τις ιμπρεσιονιστικές τοιχογραφίες ενός Βασίλη Μπούτου στα Δάκρυα της Βασίλισσας, να αντέξει τον σκληρό ρεαλισμό του Bella Ciao διά χειρός Θανάση Σκρουμπέλου ή και να απολαύσει την ποιητική πρόζα στην οποία συχνά επανέρχεται ο Καισαρίδης.


H κεφαλή του πατέρα τους


Στο «Ιλύς του χρόνου», «τα ομοιομόρφως ενδεδυμένα παιδιά της Παιδουπόλεως» μόλις που αναφέρονται, με αφορμή «τον θείο Γιορδάνη» που, φεύγοντας αντάρτης, άφησε οκτώ μηνών τον μικρότερο γιο του και ούτε που έμαθε πώς κατέληξε. Κάποιο «πρωινό των Θεοφανίων του 195…», ο ήρωας του διηγήματος, βυθιζόμενος στη λάσπη του χρόνου, όπως ο σταυρός που ρίχνει ο «δέσποτας» κάθε χρόνο στο ποτάμι, βλέπει τους προσφιλείς νεκρούς του και εαυτόν σε διαφορετικές ηλικίες της ζωής του. Τον θείο Γιορδάνη και τον αδελφό του Γιάννη, και αυτός αντάρτης, να κρατά στα χέρια του την κεφαλή του πατέρα τους. Τον αδελφό του τον είχαν σκοτώσει οι Πουλικοί, Αύγουστο του ’44, όπως ανιστορείται στο «Αδειανό σακάκι» του δεύτερου βιβλίου του Καισαρίδη αλλά και στο «Είμαστ’ ιδώ απ’ το Νησί, με τα ρούχα, έτσ’, ουδιέτσ’!» του παρόντος, που παρατίθεται και ως συνέχεια στο «Ιλύς του χρόνου». Χαρακτηριστικό του Καισαρίδη να επανέρχεται στον ίδιο θεματικό πυρήνα, δοκιμάζοντας διαφορετικές αφηγηματικές μορφές, ενώ στο πρόσφατο βιβλίο δημιουργεί και νοηματικές γέφυρες μεταξύ διαδοχικών διηγημάτων. Στο παλαιότερο διήγημα, τη σύλληψη και την εκτέλεση τις αφηγείται ο ίδιος ο νεκρός, ενώ στο πρόσφατο η χήρα του στη μακεδονίτικη ντοπιολαλιά, με την οποία όλο και περισσότερο ερωτοτροπεί ο συγγραφέας, πιθανώς και ως ένα επιπλέον αγκίστρωμα στον τόπο του.


Και σε αυτή τη συλλογή πιστεύουμε πως υστερούν όσα διηγήματα εκπίπτουν στην αφήγηση μιας ιστορίας, όπως συμβαίνει στα «Ρουχαλάκια της Χαράς» ή και στο «Ντομεθέν», στο οποίο ο συγγραφέας πειραματίζεται με την ωμότητα ρεαλιστικών περιγραφών μετά κοινωνικού μηνύματος, καταφεύγοντας και αυτός στην πανάκεια των βαλκάνιων μεταναστών. Ενώ, αντίθετα, ευτυχούν αυτά που παραμένουν μετέωρα στον χρόνο, χωρίς αρχή, μέση και τέλος, κουβαλώντας εντός τους, πέραν του συμβάντος, ένα ειδοποιό βάρος, στην περίπτωση του Καισαρίδη, κατά κανόνα υπερβατικό. Καλό παράδειγμα το διήγημα «Πέντι κεφαλάθ, τέθθεριθ αναπνοάθ», που διαδραματίζεται κάποιο Σάββατο του Λαζάρου, όταν φουρνίζονται μεταξύ άλλων και τα «λαζαράκια». Εδώ ο συγγραφέας εκμεταλλεύεται την πείρα του από τη δραματοποίηση μύθων και παραμυθιών, φουσκώνοντας την αφήγηση με παρεκβάσεις ποιητικής φύσεως, που ωστόσο σε άλλα πεζά του βιβλίου καταντούν επιβαρυντικές.


Πόλη πανταχού παρούσα


Συνολικά από την πρώτη εμφάνιση του Καισαρίδη, Ιούνιο 1997, 31 διηγήματα, συγκεντρωμένα σε τρεις συλλογές, όπου και στις τρεις υπάρχει ένα εκτενέστερο πεζό που απλώνεται στην έκταση της νουβέλας. Πεζά διαφορετικών προθέσεων και φόρμας ωστόσο, και στα τρία πρωτοστατούν οι ήρωες της πόλης του Καισαρίδη, της Βέροιας, η οποία χωρίς ποτέ να κατονομάζεται είναι πανταχού παρούσα. H πρώτη νουβέλα στο πρώτο βιβλίο Χρονικό μιας πρεμιέρας (Εκδόσεις Εξάντας) τιτλοφορείται «Δρόμος με κεραμίδια». Με εμφανείς τις πεντζίκειες καταβολές και οδοδείκτες τις βυζαντινές εκκλησίες, παρακολουθεί τις διαδρομές των απόβλητων ηρώων της πόλης, της γηραιάς Μαντζίκαινας της καντηλανάφτισσας και της εγγονής της, του φούρναρη και της συμβίας του, της Ευμορφούλας της αρχόντισσας και του ρακοσυλλέκτη του Κοντού. Ερχόμενος από τον χώρο του θεάτρου, ο Καισαρίδης στήνει σκηνές με τσακωμούς και φονικά, χαλαρά συνδεδεμένες. Στην τρίτη ωστόσο νουβέλα, την ομότιτλη της πρόσφατης συλλογής, ο συγγραφέας ενδίδει ολοσχερώς στις θεατρικές καταβολές του, γράφοντας μια θεατρόμορφη ιστορία, όπου οι στιχομυθίες εναλλάσσονται με τις σκηνικές και σκηνοθετικές οδηγίες.


Ως θέατρο του παραλόγου, χωρίς να κρύβει τις οφειλές του στο θέατρο του Μπέκετ, ο Καισαρίδης αποπειράται να συνθέσει μια φιλόδοξη αλληγορία του παρελθόντος 20ού αιώνα. Στα τέλη του αιώνα, το αρχοντικό της Ευμορφούλας, μεταθανάτια δωρεά στον δήμο, αναπαλαιώνεται και τα βυζαντινά κεραμίδια του βρίσκονται σωριασμένα στον δρόμο. H πλατεία μπροστά στο καστρόσπιτο, οι ήρωες και οι συμβολικές τους προεκτάσεις μάς θύμισαν το τελευταίο μυθιστόρημα του Παύλου Μάτεσι, Μύρτος. Οπως και αν έχει, ως χρονικό σημείο έναρξης ο Καισαρίδης επιλέγει την ταινία των αδελφών Λυμιέρ «Αφιξη του τρένου στο σταθμό Λα Σιοτά». Και αυτός, όπως εκείνοι οι πρώτοι κινηματογραφιστές, εστιάζει υπό λοξή γωνία, ώστε να αναδειχθούν όλες οι πλευρές των φονικών του αιώνα, είτε έγιναν σε εμπόλεμες είτε σε ειρηνικές περιόδους. Μεταξύ άλλων, το πλιατσικολόγημα των τιμαλφών της πόλης από τα στρατεύματα της Αντάντ, και αυτό, όπως όλες οι αλώσεις, υπό τον μανδύα των φιλικών προθέσεων. H καινούργια νουβέλα χάνει σε εμβέλεια όταν υπερισχύει η αγανάκτηση του συγγραφέα για όσα συμβαίνουν στην πόλη του, όπως σε εκείνη τη σκηνή υποδοχής του 21ου αιώνα, με τους γελοίους δημοτικούς υπαλλήλους, τους ανεγκέφαλους δημοσιογράφους και τους δυστυχείς πρόσφυγες, που ως σατιρικό δρώμενο δείχνει μάλλον κοινότοπη.


Ειδικά με τον Καισαρίδη μπορούμε να είμαστε ιδιαίτερα απαιτητικοί, αν μη τι άλλο, γιατί είμαστε οι πρώτοι που τον παρουσιάσαμε στον αθηναϊκό Τύπο. Παρεμπιπτόντως, κατά τη γνώμη μας, τα καλά διηγήματα, όχι προφανώς οι ιστορίες και τα χρονογραφικά, σταλάζουν σαν το αγίασμα και το ερώτημα είναι αν σημερινοί συγγραφείς έχουν την υπομονή να φτιάξουν με αυτά και μόνο βιβλίο. Τέτοια διηγήματα υπάρχουν και στις τρεις συλλογές του Καισαρίδη, ενώ αντίθετα στα βιβλία πλείστων όσων τα ψάχνεις με το φανάρι.