Αν θεωρηθεί ότι η προσοχή που τραβάει πάνω του ένα βιβλίο έχει κάποια σημασία, τότε ο συλλογικός τόμος που επιμελήθηκε ο Νίκος Μαραντζίδης με τίτλο Οι άλλοι καπετάνιοι ευτύχησε, καθώς βιβλιοκρίθηκε προτού καν κυκλοφορήσει! Πράγματι, η δεύτερη έκδοση που έκανε σε σύντομο χρονικό διάστημα πιστοποιεί την ευρύτερη απήχησή του. Ο τίτλος έχει τον συμβολισμό του. Το 1970 ο γάλλος δημοσιογράφος Dominique Eudes δημοσίευε στο Παρίσι το γνωστό βιβλίο του Les Kapetanios, που, όπως σημειώνει ο Μαραντζίδης, αποτέλεσε ορόσημο ως προς τον τρόπο κατανόησης της Κατοχής, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση μιας «ηρωικής» αφήγησης της Αντίστασης που κυριάρχησε ως τις ημέρες μας. Τα χαρακτηριστικά της είναι λίγο-πολύ γνωστά: η Αντίσταση μετασχηματίζεται σε ένα «νέο Εικοσιένα» και ο «σταρ των καπεταναίων» Αρης Βελουχιώτης συναντά τον Θόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στο πάνθεο των προδομένων ηρώων του έθνους. Πρόκειται για μια αφήγηση που δεν αντέχει βέβαια σε σοβαρή επιστημονική εξέταση.


Το αντίπαλον δέος


Ο αναγνώστης όμως που θα πλησίαζε τους Αλλους καπετάνιους ως αντίπαλον δέος των καπετάνιων του Eudes θα απογοητευόταν, καθώς θα συναντούσε μια απομυθοποιητική έρευνα για τους αντικομμουνιστές οπλαρχηγούς. Θα διάβαζε όμως ένα βιβλίο που καλύπτει ένα μεγάλο πραγματολογικό κενό και συμβάλλει στο γενικότερο ξεπέρασμα της μυθογραφίας που συνόδεψε για μεγάλο διάστημα την ιστοριογραφία της δεκαετίας του ’40. Ενα βιβλίο, το οποίο διά μέσου μιας προσεκτικής και σε βάθος έρευνας που καλύπτει ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα, αναδεικνύει μια σύνθετη, και γι’ αυτό ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα εικόνα, εν πολλοίς άγνωστη τόσο στο ευρύτερο όσο και στο πιο ειδικευμένο κοινό. H συμβολή του βιβλίου σχετίζεται περισσότερο με τον περιγραφικό του πλούτο παρά με την έφεσή του στη «μεγάλη αφήγηση» και στις «βαθιές ερμηνείες», επιβεβλημένη επιλογή καθώς η δεκαετία του ’40 αποτελεί ένα ερευνητικό αντικείμενο όπου κυριαρχούν η ελλιπής και επιλεκτική τεκμηρίωση, η πραγματολογική ανακρίβεια και η ιδεολογική ερμηνεία. Από την άποψη αυτή, οι Αλλοι καπετάνιοι θα πρέπει να διαβαστούν ως ένα πρώτο βήμα, όχι ως μία τελική σύνθεση. Οι νέοι ερευνητές που συμμετέχουν στον τόμο (Στράτος Δορδανάς, Βάιος Καλογριάς, Θανάσης Καλλιανιώτης, Τάσος Χατζηαναστασίου και Βαγγέλης Τζούκας) διαθέτουν ο καθένας την προσωπική του προσέγγιση, από την οξεία κοινωνιολογική ματιά του Τζούκα ως την ιδιότυπη γραφή του Θανάση Καλλιανιώτη, που θυμίζει κάτι ανάμεσα σε Κωστή Παπαγιώργη και Ηλία Πετρόπουλο. Συγκλίνουν όμως όλοι στη σοβαρότητα με την οποία προσεγγίζουν το αντικείμενό τους, στην ευαισθησία τους ως προς το κοινωνικό πλαίσιο που μελετούν, στη διάθεσή τους να ξεφύγουν από την παγίδα του αναχρονισμού και στην αξιολογική τους ουδετερότητα: δεν γράφουν ούτε για να καταγγείλουν ούτε για να εξυμνήσουν – γράφουν για να συμβάλουν στην κατανόηση ενός σύνθετου φαινομένου.


Ποικίλα είναι και τα συμπεράσματα που προκύπτουν. Πρώτα πρώτα, οι αντικομμουνιστές ένοπλοι υπήρξαν ένα μαζικό φαινόμενο, όπως δείχνει και ο χάρτης που περιλαμβάνει η δεύτερη έκδοση του βιβλίου. Δεύτερον, η έκταση και ένταση των εμφύλιων συγκρούσεων κατά τη διάρκεια της Κατοχής είναι τέτοια ώστε δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση το γεγονός ότι η Κατοχή σηματοδότησε την έναρξη ενός κανονικού εμφύλιου πολέμου. Οπως επίσης δεν επιδέχεται αμφισβήτηση και το γεγονός ότι η συνεργασία με τις κατοχικές δυνάμεις υπήρξε στις περισσότερες περιπτώσεις αποτέλεσμα της εμφύλιας σύγκρουσης και όχι προϋπόθεσή της. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αντιεαμικός χώρος οδηγήθηκε στη συνεργασία εκεί ακριβώς όπου δεν άντεξε την εαμική πίεση (Δυτική και Κεντρική Μακεδονία) και όχι εκεί που την άντεξε (Ηπειρος, Ανατολική Μακεδονία και Θράκη). Τρίτον, οι Αλλοι καπετάνιοι προέρχονται από συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες όπως οι έμποροι, οι κτηνοτρόφοι και οι αγροφύλακες. Πρόκειται δηλαδή για τοπικές ή επαρχιακές ελίτ. Οι δύο ομάδες που φαίνεται ότι μειοψηφούν ή απουσιάζουν είναι οι παπάδες και οι δάσκαλοι. Τέταρτον, το αντιεαμικό κίνημα στη Βόρεια Ελλάδα, όπως άλλωστε και σε μεγάλο βαθμό το εαμικό, υπήρξε σαφέστατα κοινωνικός σχηματισμός προσφυγικής προέλευσης. Σε τοπικό επίπεδο όμως ο εθνοτικός παράγοντας έπαιξε κεντρικό ρόλο, όπως δείχνουν διαφοροποιήσεις μεταξύ, π.χ., Τουρκοφώνων και Καυκασίων. Πέμπτον, τα κίνητρα που ώθησαν τους ανθρώπους στη συγκεκριμένη δράση έχουν συχνά να κάνουν περισσότερο με δίκτυα συγγένειας και τοπικότητας και λιγότερο με ιδεολογικές προτιμήσεις.


Μέσα από την Αντίσταση


Στις περισσότερες περιπτώσεις έγιναν αντικομμουνιστές μέσα από τη δράση τους – δεν έδρασαν επειδή ήταν αντικομμουνιστές. Πρόσφατες εργασίες έχουν δείξει άλλωστε ότι μια αντίστοιχη δυναμική ισχύει και για την άλλη πλευρά: πολλοί άνθρωποι έγιναν κομμουνιστές μέσα από την Αντίσταση, δεν ξεκίνησαν ως τέτοιοι. Αλλωστε η περίοδος αυτή υπήρξε μια αβέβαιη εποχή στην οποία οι ατομικές και συλλογικές επιλογές υπήρξαν συχνά αποτέλεσμα συγκυριών: αρκετοί ήταν αυτοί που βρέθηκαν στη μία όχθη ενώ θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν βρεθεί στην απέναντι. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι οι δύο πλευρές ταυτίστηκαν ως προς τη δομή της ένοπλης οργάνωσης ή την ιδεολογική τους στοχοθέτηση. Οι αντικομμουνιστές ένοπλοι, εκπροσωπώντας ένα τοπικό και παραδοσιακό ήθος, υπερασπίστηκαν με πάθος την τοπική τους αυτονομία και τη χαλαρή τους οργάνωση, καταβάλλοντας τελικά ένα υψηλό κόστος, καθώς υστέρησαν σε σχέση με το εαμικό συγκεντρωτικό μοντέλο οργάνωσης.


Για την αξιοπιστία του βιβλίου αρκεί μια ματιά στη βιβλιογραφία του. Εκεί θα συναντήσει κανείς ένα τεράστιο εύρος πηγών: τοπικές, εθνικές και διεθνείς πηγές, προφορικά όσο και γραπτά τεκμήρια. Αναφέρω τελείως ενδεικτικά τα γερμανικά και βρετανικά στρατιωτικά αρχεία, τα βουλγαρικά αστυνομικά αρχεία, τα γενικά αρχεία του κράτους, το αρχείο του υπουργείο Εξωτερικών, του Κομμουνιστικού Κόμματος, του Γενικού Επιτελείου Στρατού και τα αρχεία πλήθους πρωτοδικείων, ειρηνοδικείων, Ειδικών Δικαστηρίων Δωσιλόγων, δημοτικών βιβλιοθηκών, ληξιαρχείων, τοπικών εφημερίδων, ακόμη και νεκροταφείων. Πρόκειται στην κυριολεξία για δουλειά μυρμηγκιού. Προσωπικά δεν γνωρίζω άλλη εργασία για την ίδια περίοδο που να βασίζεται σε αντίστοιχο εύρος και βάθος πρωτογενών πηγών. Μέσα από τους Αλλους καπετάνιους ξεπροβάλλει η σημασία της συστηματικής έρευνας στο τοπικό επίπεδο. H μελέτη του EAM αναμένει μια αντίστοιχη προσπάθεια, όπως και η επέκταση της έρευνας και στις υπόλοιπες περιοχές της χώρας. Συμπερασματικά, οι Αλλοι καπετάνιοι είναι αντίδοτο στον τύπο εκείνον της ιστοριογραφίας που με άλλοθι τις «μεγάλες αφηγήσεις» θυσιάζει την τεκμηρίωση στον βωμό προκατασκευασμένων σχημάτων τα οποία ελάχιστη σχέση έχουν με την πραγματικότητα.


Ο κ. Στάθης Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στo Πανεπιστήμιο του Yale.