Ούτε μυθιστόρημα ούτε νουβέλα, απλώς βιβλίο, χαρακτηρίζει ο H. Μαγκλίνης το πρώτο του συγγραφικό τόλμημα, που συνίσταται από συντομότερα και εκτενέστερα κεφάλαια, χωρίς αρίθμηση, τιτλοφορούμενα από μια λέξη ή και φράση του κειμένου, όπως γίνεται συνήθως στις εφημερίδες με τους τίτλους επιφυλλίδων ή και κριτικών. Το σύνολο 51 κεφάλαια, με επιμύθιο και «σημείωση του συγγραφέα», όπου αναφέρονται καταλεπτώς οι πηγές που χρησιμοποιήθηκαν, πέραν των ουκ ολίγων αναφορών δοκιμιακής φύσεως στο κυρίως σώμα. Ωστόσο ένα βιβλίο μυθιστορηματικής υφής, με έναν κεντρικό χαρακτήρα σε φάση μακράς ψυχολογικής ενδοσκόπησης, προωθούμενης μέσω ποικίλων αφηγήσεων, οι οποίες εκ των υστέρων προσδίδουν στο σύνολο τη συνήθη πλέον μορφή του μυθιστορήματος συρραμμένων ντοκουμέντων.


Καθόλου παραμυθατζού


Πρωταγωνιστικό πρόσωπο η Γεωργία, τύπος πρακτικός και καθόλου παραμυθατζού, σε δύο κρίσιμες περιόδους της ζωής της· στα 39 της όταν πεθαίνει ο πατέρας της από πνευμονικό οίδημα ύστερα από διαδοχικά εγκεφαλικά, και είκοσι χρόνια αργότερα, στον θάνατο από καρκίνο τής κατά τρία χρόνια μικρότερης αδελφής της. Πιστή η αφήγηση στην οπτική γωνία της Γεωργίας, περίπου στα δύο τρίτα του βιβλίου, παρακολουθεί την οδύνη της και την πάλη που δίνει για να αποδεχθεί τις απώλειες των προσφιλών της, χωρίς μέχρι τέλους να συνέλθει. Αν και φροϋδικώς ούτε ο χαρακτήρας της ούτε η οικογενειακή της κατάσταση, παντρεμένη στα 27 της με έναν στοργικό σύζυγο, δικαιολογούν την επί μακρόν ψυχολογική της κατάρρευση, πόσο μάλλον την επιρρέπειά της στο υπερφυσικό. Πάντως αναφέρεται μια τραυματική αποβολή, όταν ήταν νιόπαντρη, που απέκλεισε την τεκνοποιία, ακόμη μια αυστηρή μητέρα και ένας τρυφερός πατέρας προς τονισμό του όποιου οιδιπόδειου ή τέλος η προστατευτική, σχεδόν μητρική, σχέση με την αποθανούσα. Ετσι κι αλλιώς συμβαίνει στις μυθιστορηματικές συλλήψεις νεότερων συγγραφέων, παίζοντας κρυφτούλι, να φορτώνουν πάθη ζωής ή και εμπειρίες θανάτου σε ελάχιστα προσφυείς ήρωες.


Ωστόσο η Γεωργία, πιθανώς προσχηματική ηρωίδα του βιβλίου, χρησιμεύει ως σύνδεσμος, έστω και χαλαρός, των ειδάλλως αλλότριων ιστοριών. Θρηνώντας, στις αρχές του 1980, τον πατέρα της και μετά εικοσαετία αμφότερους τους αποθανόντες, ανακυκλώνει τις αναμνήσεις της, αποκλειστικά οικογενειακές και ποτέ, παραδόξως, ερωτικές από την πλατεία Αμερικής του ’50, το Κονγκό και την Ελβετία της εφηβείας της και άλλες, χρονικά πλησιέστερες, από την περίοδο του πένθους. Σε αυτές τις αλλεπάλληλες μνημονικές αναδρομές παρεμβάλλονται πολεμικές διηγήσεις, μια και ο πατέρας της, πέραν από τον ταραχώδη βίο του σε Ελλάδα και Αφρική, υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός στο αλβανικό μέτωπο και υπήρξε αυτόπτης μάρτυς των Δεκεμβριανών. Επιπροσθέτως ο γαμπρός της, σύζυγος της μεγαλύτερης αδελφής της, πρόλαβε μόλις απόφοιτος της Σχολής Ικάρων το ξεψύχισμα του Εμφυλίου και τους βομβαρδισμούς των ύστατων αποκομμένων ανταρτοομάδων ενώ τρία χρόνια αργότερα, ως αξιωματικός πλέον, πολέμησε στα χαρακώματα της Κορέας.


Αυτές οι ενδιαφέρουσες ιστορίες από λιγότερο ή περισσότερο γνωστές πολεμικές συρράξεις παρατίθενται ως ανεξάρτητες πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις παθιασμένων αεροπόρων. Μόνο κάποιες διηγήσεις του ανιψιού της Γεωργίας, και αυτός της Πολεμικής Αεροπορίας, από πρόσφατες αναχαιτίσεις τουρκικών αεροσκαφών ενθέτονται με πλάγια στοιχεία. Ωστόσο οι αφηγήσεις δεν αυτονομούνται αλλά σπάζουν σε κομμάτια, εναλλασσόμενες με ιστορίες για φαντάσματα και λοιπά παραψυχολογικά φαινόμενα, αντλημένες, υποτίθεται, από τις αναγνώσεις της Γεωργίας, που ζητά παρήγορο άνοιγμα στο επέκεινα. Ανιστορήσεις εν περιλήψει αμερικανικών διηγημάτων ή και τηλεοπτικών επεισοδίων, που παρατάσσονται σε αυτοτελή κεφάλαια χωρίς να χωνεύονται στην αφηγηματική ροή. Οπως μάλιστα στοιβάζονται προς το τέλος του βιβλίου, δείχνουν σαν να μπατάρουν το όλο εγχείρημα.


Ο κινητ+ήριος μοχλός


Από την άλλη το βιβλίο κερδίζει σε συνοχή χάρις σε έναν παραλληλισμό που, τρόπον τινά, συνιστά το κυρίως θέμα ή έστω τον κινητήριο μοχλό της συγγραφής. Τα τελευταία χρόνια για κάθε καρκινοπαθή που πεθαίνει επαναλαμβάνεται στερεότυπα ότι έχασε τη μάχη με την επάρατο. Αυτή τη μάχη επί της νοσοκομειακής κλίνης ο Μαγκλίνης είχε την έμπνευση να τη θέσει σε συγκριτική αντιστοίχηση με τη «σώμα με σώμα» αναμέτρηση στο πεδίο των μαχών. Μεγάλη η συγκινησιακή φόρτιση και στα δύο μέτωπα, του καρκίνου και το στρατιωτικό, και η αφήγηση συντηρεί την τεταμένη ατμόσφαιρα με μια σχεδόν σαρκοβόρα γλώσσα, ομοιόμορφα ακαλλώπιστη και παραστατική. Περιγραφές αναλυτικές και λεπτομερείς, αγγίζοντας την αποστροφή, επαναλαμβάνονται και επαυξάνονται στα όρια της εμμονής κι αυτό δείχνει σαν ένα άλλο χαρακτηριστικό του βιβλίου, που αξίζει να επισημανθεί και ως διακριτικό γνώρισμα του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα. Τις εντυπώσεις διασκεδάζουν σειρές κεφαλαίων με κοινό τίτλο, που παρουσιάζονται ως εκδραμάτιση φαντασιώσεων και επιθυμιών γύρω από τον νεκρό, σε μια απόπειρα αποδοχής του τετελεσμένου. Παρεμπιπτόντως, διαβάζοντας συστηματικά την τελευταία δεκαετία μυθιστορήματα, κυρίως νεότερων, με την κατασκευαστική της συρραφής ντοκουμέντων, στενοχωριόμαστε για τη συγγραφική δυναμική που χάνεται στην ευκολία της παραγωγικότητας.


Και μια τελευταία παρατήρηση για την τύχη του βιβλίου. Στην οικογένεια της Γεωργίας, όπου κάθε μέλος κομίζει τη δική του ιστορία, υπάρχει και ένας θείος, ο μεγαλύτερος αδελφός του πατέρα της. Από το Κατσαρού Μεσσηνίας, η πατρική οικογένεια και τον Απρίλιο του 1944, ο θείος βρέθηκε στα Τάγματα Ασφαλείας, οπότε και αφηγείται τα της μάχης του Μελιγαλά χύμα και σταράτα. Υποθέτουμε ότι και μόνο χάρις σε αυτό το κεφάλαιο το βιβλίο του Μαγκλίνη θα πάρει μια θέση, τουλάχιστον στις αμερικανικές βιβλιοθήκες, δίπλα στο Ορθοκωστά του Θ. Βαλτινού.