H ιστορία τοποθετείται το 2064, σε μια πόλη που δεν κατονομάζεται, όλα όμως δείχνουν πως πρόκειται για την Αθήνα εκείνης της εποχής, ομολογουμένως πολύ λιγότερο τρομακτική από ό,τι θα την φανταζόμαστε. Μια πόλη 17 εκατομμυρίων κατοίκων, με τα τεχνητά πάρκα της και τους «αναγεννημένους» ποταμούς της, με περίκλειστες ασφαλείς περιοχές και ταχύτατα μεταφορικά μέσα, στην οποία σώζονται μέχρι μονοκατοικίες και κάπου στα προάστια ένα κάμπινγκ. Ιδιαίτερα από απόψεως περιβαλλοντικής, οι μελλοντολογικές προβολές της E. Χουρμουζιάδου δείχνουν καθησυχαστικές, ναι μεν η θάλασσα στον Κόλπο είναι μολυσμένη, αλλά το πλατάνι ως είδος διασώθηκε, καθώς και άλλα είδη χλωρίδας, μέχρι κι ένα ολόκληρο πευκοδάσος γλίτωσε. Το βασικότερο, η Ανταρκτική αντέχει ακόμη, προσφέροντας στο μυθιστόρημα καμιά εικοσαριά σελίδες με ταξιδιωτικό άρωμα.


Το κοινωνικό τοπίο


Εκείνο που σκιαγραφείται κάπως εφιαλτικό είναι το κοινωνικό τοπίο, μια και έχουν πλέον καταργηθεί το σταθερό ωράριο, οι αργίες και η κοινωνική πρόνοια. Σύμφωνα ωστόσο με τη μυθιστορηματική ουτοπία, τα γενετικώς βελτιωμένα πλάσματα δεν υποφέρουν, αφού έχουν προγραμματιστεί να εκτελούν συγκεκριμένη εργασία κατά τον αποδοτικότερο τρόπο. Οπως και στον Θαυμαστό καινούργιο κόσμο του Αλντους Χάξλεϊ, τα τέλεια πλάσματα του μυθιστορήματος, που άρχισαν να φτιάχνονται δύο-τρία χρόνια από σήμερα και ήδη το 2064 η τρίτη γενιά τους βρίσκεται στην εφηβεία, ελάχιστα περιγράφονται αυτά καθεαυτά, αφού εκείνο που ενδιαφέρει είναι η συμπεριφορά τους και τα προβλήματα που δημιουργούν σε όσους μη βελτιωμένους συγχρωτίζονται μαζί τους, κυρίως τα ηθικά διλήμματα που θέτουν στους επιστήμονες. Αυτά απασχολούσαν τον Χάξλεϊ, γνωρίζοντας τη βιοεπιστήμη του 1930. H Χουρμουζιάδου, αν όχι με τις γνώσεις, τουλάχιστον με το λεξιλόγιο των αρχών του 21ου αιώνα, όταν οι μεταλλαγμένοι αθλητές ή οι μεταμοσχεύσεις προσώπου τροφοδοτούν ήδη με ερεθιστικά δημοσιεύματα τον Τύπο, περιγράφει τα γενετικώς βελτιωμένα πλάσματα σχεδόν σαν καθυστερημένα. Μάλιστα ένα τέλειο πλάσμα φθάνει στο σημείο να λιώνει μύγες κολλώντας τες στον τοίχο με μια πετσέτα της κουζίνας. Με παρόμοιες συμβολικού βάρους σκηνές η συγγραφέας επιθυμεί να δείξει πως άλλο λεπτή ψυχή και άλλο εξευγενισμένα γονίδια. Γι’ αυτό άλλωστε αναπτύσσει και ποικίλους συλλογισμούς. Οπως, για παράδειγμα, ότι τα τέλεια πλάσματα αδυνατούν να καλλιεργήσουν συναισθηματικές σχέσεις, καθ’ όσον αυτές ενέχουν τριβές και φθορά, άρα εκ της φύσεώς τους είναι ατελείς. Ή ακόμη το ατράνταχτο επιχείρημα ενός επιστήμονα, υπέρμαχου της ευγονικής, πως ο άνθρωπος δεν είναι σαν τις κατσαρίδες που επιβιώνουν εκατοντάδες χρόνια χωρίς να αλλάζουν. Γνωστή και από άλλα μυθιστορήματα η αδυναμία των νεότερων σε αυτά τα βδελυρά έντομα.


Σε αντίθεση όμως με τον Χάξλεϊ, η Χουρμουζιάδου δεν στοχεύει σε μια στοχαστική ουτοπία περί ηθικής ευαισθησίας και επιστημονικής ευθύνης, όπως θα μπορούσε εκμεταλλευόμενη την επικαιρότητα της βιοηθικής. Αντ’ αυτού, αποπειράται ένα αστυνομικό σε σκηνικό που να φέρνει προς επιστημονικής φαντασίας. Στο στόχαστρο, αντί για τη γένεση του καινούργιου κόσμου, ο θάνατος του παλαιού, οπότε η δράση δεν εστιάζεται σε ένα κέντρο αναπαραγωγής σαν του Χάξλεϊ αλλά σε μια κλινική του ευρωπαϊκού φορέα ευθανασίας, με τη δηλωτική ονομασία Γκέιτγουεϊ. Το 2064 υπάρχουν νόμοι και επιτροπές που κρίνουν ποιο κομμάτι του πληθυσμού θα πρέπει να υποστεί ευθανασία. Υπάρχουν όμως και ορισμένοι γιατροί, χρηματιζόμενοι ή και διάστροφοι, που υπερβάλλουν στην τέλεση του θανατηφόρου καθήκοντος. Από εκεί και πέρα, αναμενόμενος ο φόνος ενός τέτοιου γιατρού, με πιθανότερο δράστη μια γενετικώς βελτιωμένη νοσηλεύτρια, η οποία και εξαφανίζεται. H ιστορία ξεκινά τέσσερα χρόνια μετά τον φόνο, όταν μια νεοπροσληφθείσα στην κλινική ψυχίατρος αποφασίζει να ανασκαλέψει την υπόθεση. Αδέξιο το άνοιγμα, καθώς στις περιγραφές των συμβάντων και των συναισθηματικών φορτίσεων δεν φαίνεται ο ετεροχρονισμός αλλά όλα δείχνουν σαν ο φόνος να έγινε μόλις χθες. Με την εμφάνιση όμως συνεχώς νέων προσώπων, ως είθισται στα αστυνομικά, δημιουργείται ένα κάποιο σασπένς. Συνολικά 26 σχετικά σύντομα κεφάλαια, όπου εναλλάσσονται οι αφηγήσεις της ψυχιάτρου και του φίλου της, διευθυντή στο χημικό εργαστήριο της κλινικής. Σε ένα δεύτερο μέρος ενός κεφαλαίου, δίκην επιμυθίου, ο θύτης απολογείται εμφανιζόμενος ως θύμα. Οσο για το εύρημα, θυμίζει λίγο Γιάννη Μαρή, μόνο που σε εκείνον οι αλλαγές ταυτότητας ευνοούνται από τα σκοτεινά χρόνια του Πολέμου και της Κατοχής, ενώ στο αστυνομικό της Χουρμουζιάδου από την αλματώδη πρόοδο στον χώρο των μεταμοσχεύσεων.


Ρυθμιζόμενο επανωφόρι


Οι αφηγηματικές «κοιλιές» αποφεύγονται με περιγραφές του μελλοντικού κόσμου, όπου ωστόσο τίποτα εντυπωσιακό δεν συμβαίνει. Παρά τους προσομοιωτές, που αντικατέστησαν την τηλεόραση, επικρατεί πλήξη. Μόνη σημαντική εφεύρεση, κατά τη γνώμη μας, ένα ρυθμιζόμενο επανωφόρι παντός καιρού και βεβαίως η συνεχώς επιμηκυνόμενη νεότητα, που καταλήγει κυρίως θέμα. Γιατί, πέραν της μελλοντολογικής διάστασης και της αστυνομικής ίντριγκας, υπάρχει η ερωτική ιστορία της ηρωίδας, που ζει το δράμα της «δεύτερης γυναίκας» στη ζωή ενός άντρα, ακόμη τραγικότερο των σημερινών ερωμένων, αφού στην περίπτωσή της η πρώτη τυγχάνει γενετικώς βελτιωμένη. Επί μακρόν εκθέτει η ηρωίδα τα αισθήματα που της προξενούν τα τέλεια πλάσματα, ενώ παραδόξως ελάχιστα προβληματίζεται με τα επαγγελματικά της, τουτέστιν την ψυχολογική στήριξη των έτοιμων για ευθανασία και των συγγενών τους. Κι όμως, υποτίθεται πως πρόκειται για μια γυναίκα με προσωπικότητα, γεννηθείσα το 2008, που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας της. Ο έρωτάς της μας θύμισε το ειδύλλιο της Γιαννοβιάς με τον Θεοφάνη στην πιο ενδιαφέρουσα από τις τρεις ιστορίες της μυθιστορηματικής «πλεξούδας» του Νίκου Θέμελη. Ανεξάρτητα αν η μία δεν μπορεί να κάνει παιδιά, γιατί της έχουν τελειώσει τα μηνιάτικα σημάδια καρποφορίας, ενώ η άλλη δεν τα θέλει λόγω μεταλλαγμένων και μόλυνσης. Πάντως αμφότερες αγωνιούν «για μια συντροφιά…». Στέρεα παραδοσιακά μυθιστορήματα, είτε διαδραματίζονται το 1794 είτε το 2064.