Τα οπωροφόρα της Αθήνας και τα ανθοφόρα της συγγραφικής σε αναπότρεπτο συνδυασμό με τα καρποφόρα της θυμοσοφίας, τρία σε ένα, καθώς, ως φαίνεται, ελήλυθεν η ώρα της ωριμότητας για τον Σωτήρη Δημητρίου. Τα της συγγραφής ενός έργου οι λογοτέχνες συνηθίζουν να τα σημειώνουν στο ημερολόγιό τους, τουλάχιστον οι παλαιότεροι. Οσο για το πώς αντιλαμβάνονται την ουσία της λογοτεχνίας και το απόσταγμα της σοφίας τους περί των ανθρωπίνων, ορισμένοι ξανοίγονται και τα εκμυστηρεύονται σε βαθύ γήρας. Ωστόσο, στους μεταμοντέρνους καιρούς τα πάντα, συρραπτόμενα, δύνανται να αποτελέσουν αφήγημα, διασκεδάζοντας τυχόν λίμνασμα θεματολογίου.


Σε δύο εκδοχές


Οπότε, το όγδοο βιβλίο του Δημητρίου, είκοσι ακέραια έτη μετά το πρώτο του, στηρίζεται σε μια πρωτότυπη σύλληψη, υβριδικού χαρακτήρα και απροκάλυπτης αυτοαναφορικότητας. Κορμός ένα διήγημα, το 67ο από τα συναχθέντα στις τέσσερις, έως σήμερα, συλλογές του, το οποίο δίνεται σε δύο εκδοχές, μια πρώτη ως άνοιγμα και μια δεύτερη, υποτίθεται οριστική, ως κλείσιμο, ενώ ενδιαμέσως παρατάσσονται δώδεκα κομμάτια του. Σπόνδυλοι ραχοκοκαλιάς για το κυρίως σώμα το αφήγημα περί του διηγήματος, όπου ο λόγος γίνεται επεξηγηματικός με παρεκβάσεις και επαναλήψεις, απεκδυόμενος τη σωτήρια οικονομία του διηγήματος. Αλλωστε η πρόθεση του συγγραφέα να χρησιμοποιήσει το διήγημα ως λαβή σχολιασμού επηρεάζει και τη δική του συγκρότηση, ιδίως στο αλυσιδωτό τμήμα του.


Πριν ακόμη γράψει ο Δημητρίου τις πρώτες του ιστορίες, τις εμπνευσμένες από τη θητεία του στον Δήμο Αθηναίων, κυοφορούσε το εν λόγω διήγημα. Στίχοι από τους παρθενικούς του στις Ψηλαφήσεις μιλούν για τον «όμιλο γερόντων στο Ζάππειο», ενώ ήδη προ δεκαετίας σε ένα αφήγημα περιγράφονταν τα αισθήματα ενός περιπατητή στους δρόμους και στις συνοικίες της πρωτεύουσας, την ευφρόσυνη διάθεση που του προκαλούσαν τα οπωροφόρα έως τον τρόμο του από παρέες αδέσποτων σκυλιών στην παραλιακή. Με αυτές τις παλαιές εντυπώσεις, ενδυναμωμένες από μεταγενέστερες πεζοπορίες μεταξύ Αρδηττού ή Καλλιθέας και Φαλήρου, πλέκονται τώρα ερωτικά και κωμικά περιστατικά, με πρωταγωνιστή έναν από τους χαρακτηριστικούς ήρωες του Δημητρίου. Από χωριό, αδέξιος στις κοινωνικές επαφές και προβληματικός στην προσέγγιση των γυναικών, κερδίζει, όπως και όλοι οι προηγούμενοι, τη μεροληπτική συμπάθεια του συγγραφέα. Είτε πρόκειται για τους παρίες του άστεως είτε για τους μετανάστες των πρόσφατων ιστοριών, όπως το χριστουγεννιάτικο πρωτοσέλιδο στα πολιτιστικά της «Καθημερινής», ο Δημητρίου σκιαγραφεί τα απόλυτα θύματα της μοίρας. Οπτική γωνία που πιστεύουμε πως συμβάλλει στο ορατό, τουλάχιστον σε εμάς, θεματικό αδιέξοδο της διηγηματογραφίας του.


Αν στο διήγημα ο συγγραφέας τάσσεται αλληλέγγυος προς τον ήρωά του, στο μακρύ αφήγημα τη θέση του ήρωα καταλαμβάνει αυτοδικαίως η γλώσσα. H ποιητική του Δημητρίου δείχνει σαν να συνοψίζεται σε έναν ύμνο στον λόγο των νηπίων, των καθυστερημένων, των ναρκομανών, των οικοδόμων, των μανάβηδων στις λαϊκές και απώτερα στον λόγο του χωριού, μέχρι την αρχική μήτρα που είναι ο λόγος της μάνας. Αναμφιβόλως η ντοπιολαλιά και το «ψείρισμα» των λέξεων στάθηκαν για τον Δημητρίου, από μιας αρχής, η περιουσία του. Οταν όμως η γλώσσα μεταμορφώνεται σε αντικείμενο θεωρητικολογιών, και μάλιστα σε μια γλώσσα όπου πληθαίνουν οι δοκιμιακής φύσεως ουσιαστικοποιήσεις και παρεμφερείς νεοπλασίες, τότε σαν να φυραίνει ο συνήθως παραμυθητικός λόγος του συγγραφέα.


Ερωτικά επεισόδια


Γενικότερα σε αυτό το βιβλίο, στην απόπειρα να διατυπωθούν κάποιες απόψεις γύρω από τη λογοτεχνία και τη ζωή, ο συγγραφέας αναποδογυρίζει αρετές σε κουσούρια. H γλωσσική φροντίδα τείνει προς τη λεξιθηρία κατά την εκ βαθέων εξομολόγηση της συγγραφικής «κουζινικής». H χαρακτηριστική των διηγημάτων θυμόσοφη διάθεση καταλήγει σε αφελή θέσφατα ως λόγος του συγγραφέα και δη απόλυτης ισχύος. Ακόμη και οι ανέκαθεν κάπως μυστήριες απόψεις του συγγραφέα περί του γυναικείου ψυχισμού ρέπουν προς ένα συντηρητικό και αντιφεμινίζον κρεσέντο χωρίς την αμφισημία της αφήγησης. Ωστόσο, προβλέποντας ο συγγραφέας την κριτική του αναγνώστη, επικαλείται τη σοφία του λαϊκού λόγου: «Μην λυπείς άνθρωπο με την δική σου γνώμη». Και προσθέτει: «Και του καθενός μας η αλήθεια υπάρχει καλός τρόπος να ειπωθεί». Ας κάνουμε λοιπόν μια προσπάθεια, παραμερίζοντας τις απαιτήσεις που έχουμε από τον Δημητρίου.


Στο διήγημα ευτυχούν απαξάπαντα τα ερωτικά επεισόδια, ενώ μειώνουν τη «νοστιμιά» του οι κοινωνιολογίζουσες παραβολές. Οσον αφορά το τρόπον τινά προβληματικό αφήγημα, η υπεράσπιση του δημώδους λόγου, διανθισμένη με καμιά σαρανταριά παροιμίες, αρχικά πριν απλωθεί καθ’ υπερβολήν, δείχνει πειστική και συνάμα διασκεδαστική, όπως άλλωστε και ο περιπαικτικός σχολιασμός των συμβουλών που δίνουν οι θεωρητικοί για τους ενδεδειγμένους τρόπους συγγραφής διηγήματος. Και αυτό, όταν διατυπώνεται ανάλαφρα, χωρίς διανοητικές περικοκλάδες. Μόνο που οι συγγραφείς τελευταία δείχνουν ιδιαίτερη αδυναμία στις μεγαλεπήβολες μεταφορές. Ο Δημητρίου γεφυρώνει τα ανθρώπινα με τα της λογοτεχνίας. Λ.χ., από τη βραχύλογη περιγραφή ενοχικών αγκαλιασμάτων στα ενδότερα του Ζαππείου, με τη μυρωδιά σπέρματος και χαρουπιών να αιωρείται, κάνει αναγωγή στη λογοτεχνική εκμετάλλευση του θέματος. Θάλλουν στη λογοτεχνία «οι δυσώδεις μορφές του έρωτα», ο αναλυτικός ωστόσο λόγος τους προσδίδει μια απροσδιόριστη δυσοσμία. Πιθανώς τα συγκεκριμένα θεματικά άλματα να απέβησαν ζημιογόνα για τους συγγραφείς που τα αποτόλμησαν. Πάντως ο Δημητρίου με το αφήγημά του ανανεώνεται θεματικά και μορφικά συγχρονιζόμενος με τη μεταμοντέρνα αβάν γκαρντ.