Une vie ne vaut rien mais rien ne vaut une vie


Andre Malraux, «La Condition humaine»


Ηαφηγηματική δομή της Ανοιχτής γραμμής στηρίζεται σε δύο ιστορίες που ξεδιπλώνονται παράλληλα. Στη μία κεντρικό πρόσωπο είναι η Λήδα, νεαρή τριαντάχρονη ψυχολόγος που ζει και εργάζεται σε ένα ψυχολογικό κέντρο της Αθήνας. Στην άλλη η Χίλντα, ηλικιωμένη αγγλίδα γκουβερνάντα που ζωή της είναι το μεγάλωμα ξένων παιδιών. Ο αφηγηματικός χρόνος εκτυλίσσεται ανάμεσα στο παρόν και το «άλλοτε και αλλού», την εποχή που η μικρή Λήδα ήταν μωρό και η Χίλντα επιφορτισμένη με το μεγάλωμά της. Ο χώρος εργασίας της ηρωίδας θυμίζει ένα από αυτά τα κέντρα που σαν τα μανιτάρια πλέον ξεφυτρώνουν στον τόπο μας, ακολουθώντας πιστά τις προδιαγραφές μιας ψυχο-κουλτούρας. H Λήδα μετέχει στο χτίσιμο ενός νέου θεραπευτικού κόσμου, όπου «όλα πάνε καλά» και η «έσω ομάδα» έχει τη θεία χάρη να θεραπεύει τον ψυχικό πόνο μέσα από αναλύσεις ομαδικές και ατομικές ψυχοθεραπείες ή διαγνωστικά τεστ, αλλά κυρίως μέσα από τη συνεχή ώσμωση με τη θεωρία και τον λόγο του μεγάλου απόντος Δασκάλου.


Ο θεραπευτικός εφιάλτης


Σταδιακά όμως αυτό το «όλα πάνε καλά» αρχίζει να αποδομείται και να κατολισθαίνει, καθώς το Κέντρο προβάλλει σαν ένας ερμηνευτικός θεραπευτικός εφιάλτης. Με έναυσμα μια άγνωστη φωνή που λειτουργεί όπως η γεύση της Μαντλέν στον Προυστ, η Λήδα θα ξεκινήσει ένα ταξίδι προς τα πίσω. Ο σταδιακός απο-γαλακτισμός της από το Κέντρο συνοδεύεται από μια παράλληλη κατάδυση στο παρελθόν της. Την αναμέτρηση με τα φαντάσματα ενός ξεχασμένου χρόνου όπου ξαναζεί τη σχέση της με τον ομοφυλόφιλο αδελφό, τον αρσενικό πατέρα, τη συμβατικά ρηχή μητέρα της. H μαεστρία της συγγραφέως φαίνεται στον τρόπο που χτίζει τον χαρακτήρα της στυγνής, καθωσπρέπει αγγλίδας γκουβερνάντας: σπαραχτικός στη δύναμη και στην αδυναμία του χαρακτήρα, σε κάνει να αναρωτιέσαι για το τι χάσματα κρύβονται πίσω από τις αγέρωχες φιγούρες, τι σπαραγμοί πίσω από την τάξη, τι νύχτα και αταξία πίσω από τον αυστηρό κανόνα. H Νάνα είναι εκείνη που φροντίζει να μην ξεχυθούν οι φλόγες και καταπιούν το μικρό σύμπαν της μικρής Λύντης, το οποίο συγκλονίζεται από αρχαϊκούς αβυσσαλέους τρόμους. Ομοια με εκείνους που όλοι μας ζήσαμε, κι ας τους έχουμε «σχεδόν» λησμονήσει. Είναι τα «αδιανόητα» ή «ανείπωτα άγχη» του μωρού. Με την αμεσότητα της γραφής της η Τατιάνα Αβέρωφ σε παροτρύνει να μαθαίνεις, να νιώθεις και να θυμάσαι το τι συνέβαινε τότε, στην αρχή της ζωής μας. Εν αρχή ην το χάος.


Το χάος αυτό η μικρή Λύντη το μοιράζεται με τη Νάνα της. Με τη Νάνα που την κρίσιμη στιγμή πάντα τρέχει να τη νανουρίσει, να την καταπραΰνει μέσα στην αγκαλιά της, να σβήσει την κραυγή της Αβύσσου. Βράχος, ουράνιο τόξο, βροχή είναι οι τρεις έννοιες που χρησιμοποιεί η συγγραφέας για να περιγράψει το μητρικό υποκατάστατο. Ο βράχος, που είναι πάντα εκεί, δυνατός, απορροφά όλους τους κραδασμούς. Ουράνιο τόξο, σημάδι ελπίδας μετά την καταιγίδα. Αλλοτε υπάρχει και άλλοτε χάνεται. Και το πιο ρευστό από όλα τα υλικά η βροχή. H βροχή, που ανακουφίζει και δροσίζει αλλά και εξαφανίζεται, η ρευστότητα, η αποδοχή της ρευστότητας ως συστατικού της ζωής. H ψυχαναλυτική έννοια της good enough mother αποκτά εδώ μια άλλη νοηματοδότηση και καθίσταται μέσω της λογοτεχνίας «αλλιώς ενεργή». Δεν νομίζω ότι η ψυχολογική γνώση βοήθησε τη συγγραφέα να αποτυπώσει τόσο παραστατικά τα βιώματα της μικρής Λύντης. H γνώση δεν αρκεί, ούτε οι καλές ιδέες. «Δεν φτιάχνονται με ωραίες ιδέες τα μυθιστορήματα» λέει ο Μποντλέρ. H γλώσσα διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο.


Γλώσσα της αμεριμνησίας


Με μια χορευτική ευλυγισία, η γλώσσα μεταπλάθεται, μεταλλάσσεται ακολουθώντας χρόνους, τόπους, κοινωνικές τάξεις, ηλικίες, εθνικότητες. Γίνεται νηπιακή, βρεφική, ενήλικη, γλώσσα της δεκαετίας του ’70, του 2004, της ειρωνείας, της αμεριμνησίας, του γέλιου. Υπάρχει άφθονη δόση χιούμορ – μια μεγάλη αρετή -, όταν μάλιστα σε κάθε στιγμή καιροφυλακτεί η συγκίνηση και το συναίσθημα, που ποτέ δεν ευτελίζεται σε στείρο και φτηνό συναισθηματισμό. Το βιβλίο θέτει σε μια σκληρή δοκιμασία την παντοδυναμία της ψυχο-γνωσίας καθώς και την εκφορά της αλήθειας ως μόνης και μοναδικής. Από την ύλη της αβεβαιότητας είναι φτιαγμένος ο κόσμος. Και όχι από θέσφατα και απόλυτες αλήθειες. Από κάθε σελίδα του βιβλίου αναβλύζει αυτή η αλήθεια. Στον ψυχικό πόνο όχι μόνο το χάπι, αλλά και ο λόγος μπορεί να λειτουργήσει σαν χάπι, μονοσήμαντα και κατασταλτικά. Φεύγοντας από το Κέντρο η ηρωίδα ξαναγεννιέται, είναι η γέννησή της ως ατόμου, ως υποκειμένου.


Ο συγγραφέας, λέει ο Μπαρτ, «είναι εκείνος που τολμά να παίξει με το σώμα της μάνας του». Με αυτό δηλαδή που δεν θα αποκτήσει ποτέ. Αυτό επιχειρεί και η συγγραφέας. Παράδοξα όμως, αυτό που «δεν θα αποκτήσουμε ποτέ» είναι και αυτό που μας κάνει πιο πλούσιους, πιο ζωντανούς. Είναι ένα από τα δώρα που η γραφή και μόνον αυτή μπορεί να προσφέρει. Να σε φέρνει σε επαφή με τον βαθύτερο εαυτό σου, αυτόν που σήμερα, περισσότερο ίσως από άλλοτε, απειλείται με λήθη και συγκάλυψη και μεταμφίεση. H Ανοιχτή γραμμή θα μπορούσε να ονομαζόταν «Οι περιπέτειες μιας γέννησης». Στη διάρκειά τους γίνεται φανερό πόσο η ζωή μας, η ύπαρξή μας θα είναι πάντα στενά συνδεδεμένη με τον θάνατο, ο έρωτας με την απώλεια, η ελευθερία με τον φόβο και το μεγάλωμα με τον αποχωρισμό.


H κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι συγγραφέας και καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Από τις εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορεί το βιβλίο της «Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά».