Είναι ευρέως γνωστό ότι ο Καβάφης όσο ζούσε περιοριζόταν στα θρυλικά μονόφυλλα χωρίς ποτέ να παραδώσει συλλογή ποιημάτων στο εμπόριο. Είναι επίσης γνωστό ότι η πρώτη συγκεντρωτική έκδοση με τα 154 αναγνωρισμένα ποιήματα πραγματοποιήθηκε μετά τον θάνατό του, στην Αλεξάνδρεια, το 1935. Πολυτελής η έκδοση, την επιμελήθηκαν τρία πρόσωπα από το στενό του περιβάλλον· οι Αλέκος Σεγκόπουλος, Τάκης Καλμούχος και Ρίκα Αγαλιανού-Σεγκοπούλου. Δεν είναι όμως τόσο γνωστό ότι ο ζωγράφος Τάκης Καλμούχος, που έφερε την καλλιτεχνική επιμέλεια της έκδοσης, τίθεται πρώτος στη σειρά ως εικαστικός που αναμετριέται με το σώμα της καβαφικής ποίησης. H πρώτη έκδοση της Αλεξάνδρειας, η επονομαζόμενη και «έκδοση Καλμούχου», επανακυκλοφόρησε σε αναστοιχειοθετημένη μορφή πριν από ένα χρόνο την ίδια εποχή (Εστία). Στις επτά δεκαετίες που παρεμβάλλονται ενδιάμεσα «είναι αναρίθμητες οι εικαστικές δοκιμές που επιχείρησαν Ελληνες και ξένοι καλλιτέχνες, είτε ως σχόλια συγκεκριμένων ποιημάτων είτε ως προσωπογραφίες του ποιητή» επισημαίνει στο εισαγωγικό του σημείωμα ο εποπτεύων λεπτομερώς τα καβαφικά Δ. Δασκαλόπουλος.


Αυθαίρετο, αλλά αν υποθέσουμε ότι έτσι κλείνει ένας κύκλος της καβαφικής εικονογραφίας, εφέτος με τη νεοεμφανισθείσα έκδοση ανοίγει ένας καινούργιος. Εντεκα ζωγράφοι και ένας χαράκτης, διαφορετικού μεταξύ τους ιδιώματος, μπαίνουν σε εικονογραφικό «διάλογο» με ισάριθμα ποιήματα, επιβεβαιώνοντας τη συνεχή απήχηση του Αλεξανδρινού στους εικαστικούς καλλιτέχνες. Αν η επιλογή των ποιημάτων έγινε κατά βούληση ή καθ’ υπόδειξιν, δεν διευκρινίζεται. Πάντως, παραβάλλοντας τους εικαστικούς με τους αντίστοιχους τίτλους, προτιμητέα προς εικονογραφικό σχολιασμό βγαίνουν τα λιγότερο «δημοφιλή».


H «δονούσα αιτία» είναι μεν στον κάθε ζωγράφο διαφορετική, αλλά ως αποτέλεσμα κατατείνουν σε δύο κατηγορίες. H μία επεξεργάζεται ταυτότητες καβαφικών «ηρώων», ενώ η άλλη καταλήγει σε σκηνογραφικές εκδοχές της καβαφικής ατμόσφαιρας. Μία τρίτη, μεικτού χαρακτήρα, τις συνδέει. Συλλεκτική η έκδοση, ανταγωνίζεται σε πολυτέλεια την πρώτη της Αλεξάνδρειας.