Πριν από πέντε χρόνια με μια νουβέλα έγινε η μεταφύτευση της B. Ηλιοπούλου από τη σεναριακή γραφή στη λογοτεχνική. Το πρωτόλειό της, H Λιούμπα και άλλα αρώματα (εκδόσεις Εστία), παρά τον ενδοοικογενειακό χαρακτήρα του και το ξετύλιγμά του εντός εσωτερικών χώρων, διαθέτει κινητικότητα, πρώτιστη αρετή μιας αφήγησης. Πρωτοπρόσωπος και μικροπερίοδος ο αφηγηματικός τρόπος που είχε τότε επιλέξει η συγγραφέας και ως περισσότερο οικείο της, προσπαθεί να συλλάβει τον λόγο μιας ενδεκάχρονης και να αποτυπώσει σε αυτόν τις ψυχολογικές της πιέσεις και ταραχές. Αφήγηση που γέρνει προς τον μονόλογο, όπως συγκεντρώνεται στο παρόν διακοπτόμενη από ζωηρούς διαλόγους, οι οποίοι και υποδαυλίζουν στο κορίτσι σκέψεις εμπάθειας, κάποτε και ξεσπάσματα συμπάθειας. Συλλογισμοί ανωριμότητας που αντικατοπτρίζουν τα τρία μέτωπα ενός εφηβικού κόσμου. Οι γονείς και οι φίλοι τους, όλοι ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων, συμβατικοί και καθωσπρέπει, ποτέ δεν εκδηλώνουν τα αισθήματά τους, ούτε καν η μητέρα. Αντ’ αυτής έρχεται η Λιούμπα, η ρωσίδα οικιακή βοηθός με τον σχεδόν πρωτόγονο αυθορμητισμό, σαν βγαλμένη από τα μόλις χθεσινά παραμύθια της μικρής, για να γειώσει τις πρώιμες ερωτικές φαντασιώσεις. Το τρίτο σκέλος είναι η απόπληκτη γιαγιά ως ένα τρομακτικό βάθος πεδίου στην καθημερινότητα των ζώντων.


Ψυχογραφικές απόπειρες




Στα ίδια τρία μέτωπα, όχι πια της μικρής Δάφνης αλλά των κοινωνιολογικών ενδιαφερόντων της Ηλιοπούλου, κινούνται και τα επτά διηγήματα της πρώτης συλλογής της. Παρ’ όλο που σε αυτά η αφήγηση πηδά στο τρίτο πρόσωπο, και πάλι παρακολουθεί την οπτική ενός και μόνο χαρακτήρα. Και σε αυτό το βιβλίο είναι τα εσωτερικά συμβάντα που προέχουν, καθώς η Ηλιοπούλου συνεχίζει τις ψυχογραφικές της απόπειρες, εστιάζοντας ξανά στον παρόντα χρόνο της αφήγησης, χωρίς τις συνήθεις σε άλλους συγγραφείς αναδρομές, μόνο σκόρπιες νύξεις για το παρελθόν των προσώπων, οι οποίες και επιτρέπουν πολλαπλές εκδοχές για τον βίο τους. Γενικότερα, ως λαγωοί διαγράφονται οι πρωταγωνιστές των διηγημάτων, που σκάβουν λαγούμια, άλλος στη φαντασίωση κι άλλος στη διαστροφή, κάποτε και στα επισφαλή για κάθε συγγραφέα πεδία της παράνοιας. Τοκ τοκ τοκ, καρδιοχτυπούν, όπως ο λαγός στο ομότιτλο της συλλογής διήγημα.


Στην «Καρδιά του λαγού» η Αναστασία, την οποία ο πατέρας της επιμένει να φωνάζει Τάσο, να παίρνει μαζί του στο κυνήγι και αντίστοιχα να τη ντύνει, αφού όσοι τους συναντούν την περνούν για αγόρι, συμπάσχει με το θήραμα μέχρι ταύτισης με το σκοτωμένο τρυγόνι ή τον χτυπημένο λαγό. Ελλειπτική η αφήγηση, παρακολουθεί τις κινήσεις της στο ορεινό χειμωνιάτικο τοπίο. Τελικά στο φαράγγι δεν θα ανακαλύψει τον κρυμμένο λαγό αλλά θα αφουγκραστεί τον ετοιμοθάνατο πατέρα της που έγινε λεία κυνηγών αγριόχοιρων. Το εντελέστερο διήγημα της συλλογής, καθώς αποφεύγει τις ακρότητες ενός κοινωνιολογίζοντα ρεαλισμού και τις καθ’ υπερβολήν δραματοποιημένες καταστάσεις. Υπάρχει ένα ακόμη διήγημα, με ήρωα ένα παιδί, αυτή τη φορά καθυστερημένο. Στο «Καρουζέλ» η ρεαλιστική περιγραφή ενός ιδρύματος, των τροφίμων και του προσωπικού του καταλήγει σε σαρκαστικό σχολιασμό για τις εφαρμοζόμενες μεθόδους νοσηλείας και τη νοοτροπία των ιθυνόντων. Ταυτόχρονα όμως η αφήγηση κατορθώνει να δημιουργήσει ατμόσφαιρα εγκλεισμού και ένα κάποιο σασπένς, καθώς η μεγάλη αδελφή προσπαθεί να φυγαδεύσει τη μικρή.


Δεύτερο μέτωπο κοινωνικής κριτικής οι μετανάστες· ένας Αλβανός και πάλι, μια Ρωσίδα, που σώζει μερικά από τα σουσούμια της Λιούμπα. H Ηλιοπούλου δεν συνηθίζει να προσδιορίζει στις ιστορίες της τον τόπο και τον χρόνο, αφήνοντας να εννοηθεί πως διαδραματίζονται εδώ και τώρα. Ωστόσο το διήγημα «Σαββατιάτικες δουλειές» λαμβάνει χώρα σε μονοκατοικία με κήπο σε μία από τις πολλές οδούς Ηρώων Πολυτεχνείου, τις σπαρμένες σε συνοικίες της πρωτεύουσας, σηματοδοτώντας μαζί με το ασημί Νισάν, που πλένει ο κύριος του σπιτιού, ένας συνταξιούχος οδοντίατρος, το μεσαίο στρώμα των κατοίκων της πόλης. Κλαδευτής ο Αλβανός και αρκεί η φιγούρα του κραδαίνοντας πριόνι για να τρομοκρατήσει το ζεύγος, που ανακαλώντας τηλεοπτικά ρεπορτάζ, αρχίζει να πιστεύει πως πρωταγωνιστεί σε ένα από αυτά.


Δηκτικές παρομοιώσεις


Παρομοίως, η Ρωσίδα του μπαρ και ο υπάλληλος του Δήμου στις «Καμπανίτσες της Βαλεντίνας» τείνουν στον μελοδραματισμό, όπως η Ηλιοπούλου χρησιμοποιεί εν εκτάσει διεξοδικές περιγραφές και δηκτικές παρομοιώσεις, ενώ πολύ περισσότερο τελεσφορούν οι παρομοιώσεις που λανθάνουν, χωρίς εκείνο το εμφατικό μόριο σαν. Οπως κι αν έχει, η αφήγηση αναδεικνύει τη Ρωσίδα σε νέα Αντιγόνη, ενώ οι σαδιστικές ορμές του άντρα εξεικονίζουν τον εχθρικό περίγυρο της χώρας υποδοχής. Εδώ, επανέρχεται ως βάθος πεδίου ένας ετοιμοθάνατος γέροντας, δίνοντας στο διήγημα μια σκληρή χροιά. Αυτό το διήγημα, ίσως και ολόκληρη η συλλογή, δείχνουν πως η Ηλιοπούλου, θητεύοντας στον κινηματογράφο, διάβασε και διδάχτηκε από τη νεότερη ελληνική διηγηματογραφία, παντρεύοντας τα όποια δάνεια με τη δική της σκηνοθετική ματιά.


Στα τρία εναπομείναντα διηγήματα η υπαρξιακή αγωνία γίνεται το κυρίως θέμα. Στη «Γάτα πάνω στο κάγκελο», ένας μεσήλικας τραπεζικός υπάλληλος, που μόνο ο ασφαλιστής του θυμάται τα γενέθλιά του, κινείται ανάμεσα στο γραφείο του και τον καναπέ της τηλεόρασης, όταν μια λευκή γάτα στο μπαλκόνι, μέσα στις ζοφερές και ενοχικές σκέψεις του, αποκτά διαστάσεις θηλυκής ύπαρξης, ως διαφυγή από το βασανιστικό αίσθημα της ερήμωσης. H αφήγηση της Ηλιοπούλου δεν γίνεται ποτέ εγκεφαλική, ούτε χρονοτριβεί σε αναλύσεις, μόνο παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς εστιάζοντας. Στο φιλόδοξο «Μια καλή πράξη» η συγγραφέας επιχειρεί να προσεγγίσει τον ταραγμένο κόσμο μιας ψυχωτικής. Εκμεταλλευόμενη τις ψυχαναλυτικές μεθόδους σε αυτήν την επισφαλή περιοχή της ψυχιατρικής, πλάθει μια τρομακτική ιστορία στον χώρο του παραλόγου. Τέλος, στο καταληκτικό διήγημα, το «Χώμα», νοούμενο ως γαία αλλά και ως τάφος, δοκιμάζει τις αναγνωστικές αντοχές με την ανατριχιαστικά παραστατική περιγραφή μιας εκταφής. Ωστόσο ο τρόπος που στήνεται το διήγημα ως συνομιλία της συζύγου με το φάσμα του αποθανόντος, παρεμβάλλοντας γραφειοκρατικούς διαλόγους με δημοτικούς υπαλλήλους, διασκεδάζει το αποτρόπαιο της μοίρας του σώματος. Πάντως, εκείνη η σκηνή με τον ευτραφή σκώληκα ως διασάφηση μάλλον υπερβάλλει. Με το ένα πόδι ακόμη στην κινηματογραφική γραφή, θα χρειαστούν κι άλλες προσπάθειες για να κολυμπήσει στη μετωνυμική γλώσσα της λογοτεχνικής αφήγησης, χωρίς αυτό να σημαίνει πως το βιβλίο της Ηλιοπούλου δεν είναι από τα πιο ενδιαφέροντα του εφετινού φθινοπώρου.