Περσινός πρωτοεμφανιζόμενος ο H. Λ. Παπαμόσχος επανέρχεται με ένα δεύτερο βιβλίο, χορεύοντας και αυτός στους καινούργιους ρυθμούς της εκδοτικής αγοράς. Ως κύριο χαρακτηριστικό του φετινού εκδοτικού φθινοπώρου διαγράφεται η εντατικοποίηση της συγγραφικής εργασίας και η συνακόλουθη επιτάχυνση της παραγωγής. Υπάρχουν και συγγραφείς που έβγαλαν βιβλίο μόλις την άνοιξη και επανεμφανίζονται τον Σεπτέμβριο με ένα δεύτερο, σαφώς ευτελέστερο, το οποίο δείχνει γραμμένο στο πόδι.


H εντατική άντληση


Συγγραφέας που να έχει εκδώσει βιβλίο από τον 20ό αιώνα είναι σπάνιο φαινόμενο. Στον ενδελεχή κατάλογο της Μαίρης Παπαγιαννίδου εντοπίσαμε μόλις μία συγγραφέα. Παρόμοιοι ρυθμοί στον χώρο της λογοτεχνίας είναι πρωτόγνωροι, όχι όμως και στην αγορά αναγνωσμάτων. Από την άλλη, κάποιοι νεότεροι συγγραφείς, που τους είχαμε εντάξει στη λογοτεχνία, δείχνουν να τραβούν πλησίστιοι προς ασφοδελούς λειμώνες εμπορικότητας. Παραδόξως, η φούρια δεν έχει καταλάβει μόνο τους μυθιστοριογράφους, όπως θα αναμενόταν, αλλά και τους επιδιδόμενους στις συντομότερες μορφές του διηγήματος και της νουβέλας. Το ερώτημα αν η στάθμη θα μείνει σταθερή ή η εντατική άντληση ξόδεψε τα όποια αποθέματα έχουμε όλον τον καιρό να το συζητήσουμε, καθώς θα καταφθάνουν τα βιβλία, αδιαφορώντας για τους δημοσιογραφικούς θορύβους, όπου την υποδοχή, τελικά, ρυθμίζουν κριτήρια σχεδόν αμιγώς εξωλογοτεχνικά.


Δεκαέξι διηγήματα αποτελούν την πρώτη συλλογή του Παπαμόσχου, «Καλό ταξίδι, κούκλα μου…», που έτυχε θερμής υποδοχής. Ισως και δυσανάλογα θερμής, αφού ορισμένοι βιβλιοπαρουσιαστές επιμένουν να πιστεύουν στον μύθο του καλού συγγραφέα που έρχεται από την εκτός Αθηνών χώρα, όπου και περιορίζουν το μόλυσμα της αγοραίας συμπεριφοράς. Οι ιστορίες του πρώτου βιβλίου συνδέονται μεταξύ τους, δημιουργώντας την εντύπωση της συνέχειας, καθώς εμφανίζονται σαν ένα προσκλητήριο νεκρών από την πλευρά του αφηγητή, ο οποίος επιστρέφει στη γενέτειρά του, την Καστοριά. Αφηγήσεις εστιασμένες σε έναν αποθανόντα του οικογενειακού κύκλου, που το όνομά του μπαίνει και ως τίτλος του διηγήματος, με τις αφιερώσεις να κινούνται στον ιδιωτικό χώρο του συγγραφέα, αποκαλύπτοντας μαζί με τα επίλεκτα μότο σχέσεις αφοσίωσης. Μέρος της γοητείας της αφήγησης, η ατμόσφαιρα της λιμνοφυούς πολίχνης, όπως απλώνεται και στον κόσμο των διηγημάτων. Από τα δεκαέξι διηγήματα, τα δέκα είχαν πρωτοδημοσιευθεί στην εφημερίδα «Οδός» της Καστοριάς. Από τα καινούργια, και πάλι δεκαέξι διηγήματα, ίσως όμως και δεκαοκτώ, καθώς το ένα ανοίγει σε «τριλογία», μόλις τέσσερα πρόλαβαν να δημοσιευθούν στην εφημερίδα. Οσο για τις αφιερώσεις σε οικείους, αραίωσαν, αντ’ αυτών μερικά τιμής ένεκεν προς γνωστούς ομοτέχνους. Ενώ τα μότο εξέλιπαν – μπορεί και να μην υπήρχε χρονική άνεση για το θησαύρισμά τους.


Οι οικογενειακές αναμνήσεις του αφηγητή συνιστούν και πάλι το κυρίως σώμα του βιβλίου. Οι προσφιλείς νεκροί, ο παππούς, η γιαγιά, ιδίως ο πατέρας, επανακάμπτουν, δεν φθάνουν όμως ούτε για να γεμίσει ένα διήγημα ούτε για να συμπληρωθεί η συλλογή, καθώς η συγκίνηση της απώλειας έχει εξαντληθεί. H απέριττη αφήγηση των παλαιότερων ιστοριών αρχίζει να μπουκώνει με περιγραφές ασθενειών και γεροντικής φθοράς, ενώ απλώνεται σε ποικίλα συμβάντα και λεπτομέρειες, καταλήγοντας άνευρη. Κάποια μοτίβα, που στο πρώτο βιβλίο έμεναν κρυπτικές αναφορές τραγικών συμβάντων, όπως ο φθισικός θείος, ο Γράμμος, ο Εμφύλιος, με την επανάληψη και τις επεξηγηματικές παρεκβάσεις γέρνουν προς το ηθογραφικό, καθώς ο θάνατος από υπαινιγμός γίνεται θέμα προς εκμετάλλευση.


Μεγάλες έγνοιες


H συλλογή συμπληρώνεται με διηγήματα που εμπνέονται από τις μεγάλες έγνοιες της εποχής μας, όπως οι μετανάστες και η ζωοφιλία, ή ακόμη από τη δημοσιογραφική επικαιρότητα, με τον θείο και τη θεία, που παραθέριζαν πάντα στην Ικαρία και λόγω πολιτικών πεποιθήσεων, να τσακίζονται όταν το αεροπλάνο πέφτει πάνω σ’ ένα βουνό. Πέραν όμως της δημοσιογραφικής, υπάρχει και η λογοτεχνική επικαιρότητα, κάποιοι παλαιότεροι που κατά κόρον πιπιλάμε εσχάτως. Λόγου χάριν, ένα διήγημα που πλέκεται με εφηβικές αναμνήσεις και τις πρώτες ερωτικές ανησυχίες γειώνεται με ολίγον Παπαδιαμάντη. Ενώ ένα άλλο στήνεται ως παραλλαγή στο «Αμάρτημα της μητρός μου», μόνο που ο Βιζυηνός ποτέ δεν θα διανοούνταν ως εσωδιηγητικό, ως λέγεται, αφηγητή το θανατωμένο βρέφος. Ωστόσο βαδίζοντας στα ίχνη ορισμένων πρεσβυτέρων του συγγραφέων ο Παπαμόσχος γράφει τα καλύτερα της συλλογής. Προ δεκαεξαετίας με τους περιθωριακούς και καθυστερημένους μιας πόλης έκανε το ντεμπούτο του ο Σωτήρης Δημητρίου, οι «Λαβωμένοι» του Παπαμόσχου κινούνται στους ίδιους θεματικούς αλλά και υφολογικούς τόπους. Αν και δείχνει να αφομοιώνει καλύτερα τους τρόπους του H. X. Παπαδημητρακόπουλου, όταν επιλέγει ως θέμα διηγήματος την ποικιλία των πενθούντων που ξενυχτούν τον νεκρό ή τα ενύπνια.


Πολλοί λόγοι συντρέχουν για να καλοσυστήσουμε το καινούργιο βιβλίο του Παπαμόσχου, μεταξύ άλλων η γλωσσική ευφορία και ο ονειρικός λόγος που τείνει να εκλείψει από την πεζογραφία των νεοτέρων. Μόνο που ο πήχης των προσδοκιών, με βάση το πρώτο του βιβλίο, είχε τοποθετηθεί ψηλότερα. Πάντως αν οι διηγηματογράφοι, τεθνεώτες και ζώντες, που σήμερα τιμούμε έβγαζαν βιβλίο κάθε ένα-δύο χρόνια, μπορεί και να τα κατάφερναν πολύ χειρότερα.