Ο Γιάννης Μπαστιάς συστήνει στους νεότερους και θέτει υπό την κρίση τους τον Κωστή Μπαστιά, που ορισμένοι δεν αποκλείεται να γνωρίζουν από τα βιβλία του Μηνάς ο Ρέμπελος, Ο Παπουλάκος ή και Ο Παπαδιαμάντης, παρ’ ότι οι «επίσημες» ιστορίες νεοελληνικής λογοτεχνίας και οι ανθολογήσεις ουδόλως ή μετά βίας και συγκαταβατικά αναφέρουν. Ωστόσο τον πρωταγωνιστικό ρόλο που διαδραμάτισε ο Κωστής Μπαστιάς στο πολιτιστικό πεδίο οι νεότερες μεταπολεμικές γενιές τον αγνοούν και όσοι πρεσβύτεροι έχουν σκόρπιες αναμνήσεις μάλλον προτιμούν να διαγράψουν πρόσωπα και πράγματα. Αλλωστε ποιος γνωρίζει την ιστορία των πολιτιστικών θεσμών για να ξέρει και τη συμβολή σε αυτούς του Κωστή Μπαστιά… Τόση πληροφόρηση για όλα τα καθέκαστα του Εθνικού Θεάτρου, της Λυρικής Σκηνής ή της EPT, απευθυνόμενη σε ανιστόρητους, ιθύνοντες και ευρύτερο κοινό, πηγαίνει χαμένη. Ποιος ποτέ γιάτρεψε νοσούντα οργανισμό χωρίς καλή εποπτεία του ιστορικού του. Οι περιπέτειες του Εθνικού Θεάτρου τον Μεσοπόλεμο ή μεταπολεμικά, το άβουλο κράτος που αδυνατούσε να δώσει χείρα βοηθείας στη δεινοπαθούσα, και πάλι τότε, Λυρική Σκηνή λίγο προτού αποκτήσει τη μόνιμη στέγη της στο θέατρο Ολύμπια, αλλά και οι πολιτικοί διαπληκτισμοί, όπως πάντοτε πολλαπλασιασμένοι από τα δημοσιογραφικά κρουστά, στα χρόνια της μεταμόρφωσης του EIP σε ίδρυμα ραδιοτηλεόρασης, θα μπορούσαν να αποτελέσουν παραδείγματα διδαχής, ιδίως όταν οι καταστάσεις καρκινοβατούν.


H δράση του ήρωα


Ο Γιάννης Μπαστιάς πληροί το κενό, τουλάχιστον εν μέρει, στον βαθμό που του χρειάζεται να περιγράψει το σκηνικό, για να παρακολουθήσει στη συνέχεια μέσα σε αυτό τη δράση του ήρωά του. Σκιαγραφεί τις απαρχές αυτών των θεσμών, ενώ στη συνέχεια αναφέρεται διεξοδικά στις δόξες που γνώρισαν, χωρίς να αποσιωπά γκρίνιες και μισαλλοδοξίες. Υστερα ανασταίνει τους συμπρωταγωνιστές και τους κομπάρσους. Κάποιοι από αυτούς υπήρξαν σημαντικές μορφές που αργότερα, κυρίως, με τα κριτήρια που επικράτησαν από τη μεταπολίτευση και εδώθε, εξοβελίστηκαν ως συντηρητικοί, αποδυναμώνοντας τα ελληνικά γράμματα. Δίπλα στον Κωστή Μπαστιά βρέθηκε ο Αλέξανδρος Δελμούζος, πρώτα ως το ηρωικό πρόσωπο του δεύτερου θεατρικού του έργου Πέτρα σκανδάλου και μετά ως βασικός συνεργάτης στο περιοδικό του, τα «Ελληνικά Γράμματα». Ενα πρόδρομο περιοδικό ιδεών, όπου πρωτοστάτησαν και δύο άλλοι γερμανοσπούδαστοι, ο Γιάννης Αποστολάκης και ο Φώτος Πολίτης. Με το βιβλίο του ο Γιάννης Μπαστιάς θυμίζει τους παραγκωνισμένους του Μεσοπολέμου, που χαρακτηρίστηκαν εκ των υστέρων ελληνοκεντρικοί, καθώς έμειναν προσκολλημένοι στη γηγενή παράδοση παρά την ευρωπαϊκή τους παιδεία, επαναφέροντας λανθάνοντα ερωτήματα. Λ.χ., το 2006, καθώς συμπληρώνονται 50 χρόνια από τον θάνατο του Δελμούζου, θα μπορούσε να συζητηθεί η διαμάχη του με τον Γιάννη Κορδάτο και ο εθνισμός του, όπως τον όριζε ο Κωστής Μπαστιάς, ως «ιδανικό εσωτερικής ανασυγκρότησης» και όχι «εδαφικής κατάκτησης». Οπως επίσης, και πάλι επετειακά, 120 χρόνια από τη γέννηση του Αποστολάκη, γιατί να μην ανασύρουμε το έργο αυτού του μεθοδικού και αυστηρού κριτικού, που παραμερίστηκε χάρη στις αστοχίες του.


Μια και όλα την σήμερον γίνονται ευκαιριακά, παρεμπιπτόντως θυμίζουμε ότι το 2006 συμπίπτουν πλείστες όσες επέτειοι πιστών της δημοτικής και της χριστιανικής Ορθοδοξίας. Πέραν όμως των προσώπων, έχουμε και τις επετείους θεσμών ή και καθεστώτων. Του χρόνου συμπληρώνονται αισίως 70 χρόνια από την 4η Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος επέλεξε μεν έναν διαβόητο υφυπουργό Ασφάλειας, αλλά και έναν δαιμόνιο σύμβουλο επί των πολιτιστικών. Σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια, από τον Αύγουστο του 1937 που ανέλαβε διευθυντής Γραμμάτων και Τεχνών ως την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1941, ο Κωστής Μπαστιάς έφερε μια πολιτιστική άνοιξη. Αναμόρφωσε το τότε Βασιλικό Θέατρο, ανάστησε το Θέατρο της Επιδαύρου και πραγματοποίησε το περιοδεύον ανά την Ελλάδα Αρμα του Θέσπιδος και ως αντίλογο στα «μπουλούκια» που τότε διασκέδαζαν την επαρχία. Πέτυχε τη θεατρική, όπως και την εικαστική έξοδο στην Ευρώπη, ενώ καθιέρωσε ετήσια πανελλήνια καλλιτεχνική έκθεση. Δημιούργησε τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, την πρώτη Υπηρεσία Ραδιοφωνικών Εκπομπών και πρόλαβε να εγκαινιάσει τη Λυρική Σκηνή. Τέλος, μια και εφέτος συζητείται η αναδόμηση των Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων, να θυμίσουμε ότι ο σχετικός νόμος του 1938 οφείλεται στον Κωστή Μπαστιά, ο οποίος και εγκαινίασε τον θεσμό. Μόνο που τότε ήταν μια υπόθεση αμιγώς λογοτεχνική και ως προς τους κριτές και ως προς τα βραβεία. Τέσσερα τον αριθμό, πεζογραφίας, ποιήσεως, κριτικής και θεάτρου.


Με τον τρόπο που εργάζεται ο Γιάννης Μπαστιάς δείχνει τον δρόμο για μια ψύχραιμη επανεξέταση. Στο δίτομο Ο Κωστής Μπαστιάς στα χρόνια του Μεσοπολέμου, που εξέδωσε το 1997, συγκέντρωνε τις ψηφίδες, για να έρθει με τη βιογραφία να στρώσει το μωσαϊκό, φωτίζοντας πλήρως το πρόσωπο και όχι πλαγίως ή μερικώς, όπως κάνουν οι σκόρπιες και επί μέρους ιστορικές καταγραφές. H βιογραφία προβάλλει μια πολύπλευρη προσωπικότητα στην προοπτική του χρόνου, πιθανώς αμφιλεγόμενη, ίσως και αδικημένη, ενώ ξεδιπλώνει ολόκληρο το φάσμα του πνευματικού κλίματος στον Μεσοπόλεμο και στις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, από συμπάθειες ως φανερές ή κρυφές εμπάθειες και ρήξεις μεταξύ παλαιών και νεοτέρων. Εγχείρημα πολλαπλώς ενδιαφέρον, που μπορεί να χρησιμεύσει και ως πρότυπο σε ένα είδος χωρίς ιδιαίτερη παράδοση στα νεοελληνικά γράμματα. Λιγότερο αφηγητής και περισσότερο χρονικογράφος, ανιστορεί μεθοδικά, οικονομώντας επιθετικούς και λοιπούς προσδιορισμούς. Αντ’ αυτών, δίκην μαρτυρίας για το ποιόν των εμπλεκομένων, παραθέτει πολλά και εκτενή αποσπάσματα από δημοσιεύματα, καθώς και από θησαυρίσματα αρχείων. Συστηματικά απέχει των ερμηνειών, όπως άλλωστε αποφεύγει την ψυχογράφηση του βιογραφουμένου, παρά την καλή και από πρώτο χέρι γνώση που διαθέτει, προτιμώντας να υποβάλει τις απόψεις του μέσα από τη διεξοδική αναφορά της κριτικής υποδοχής του έργου του Κωστή Μπαστιά.


Μεγάλη κινητικότητα


Σε μια πρώτη ανάγνωση, οι αλλαγές πλεύσης δημιουργούν την εντύπωση μεγάλης κινητικότητας τόσο στον επαγγελματικό τομέα όσο και στα ιδεολογικά. Ωστόσο η προσεκτικότερη εντρύφηση δείχνει ότι η κινητικότητα οφείλεται μάλλον στην εποχή, με τα πολλά και βραχύβια έντυπα, καθώς και στην αναβράζουσα ιδεολογικά και πολιτικά ρευστή επικαιρότητα. Αν εξαιρέσουμε την πρώιμη περίοδο του Κωστή Μπαστιά ως «μιλιτάν της σοσιαλιστικής ιδεολογίας», στη συνέχεια οι σταθερές μάλλον υπερισχύουν των μεταβλητών. Ανήσυχος έφηβος στην Ερμούπολη, δραστήριος πρωτοετής φοιτητής της Νομικής στην Αθήνα, ευπειθής φαντάρος στην προέλαση προς τον Σαγγάριο ως τον τραυματισμό του, έως και απρόθυμος μαθητής στη νεοσυσταθείσα Σχολή Αστυνομίας Πόλεων στην Κέρκυρα, ο Κωστής Μπαστουνόπουλος δείχνει να ενθουσιάζεται εύκολα. Από τη στιγμή όμως που αποφασίζει να βιοποριστεί ως δημοσιογράφος και βαπτίζει εαυτόν Μπαστιά, κατά συγκοπή του επιθέτου του αλλά και εις ανάμνηση της συριανής καθολικής εκκλησίας Σα Μπαστιά, αρχίζει να κατασταλάζει ο δημοτικιστής και μαζί ένα θρησκευτικό αίσθημα που θεωρεί ότι κοινωνεί από τον Παπαδιαμάντη.


Δύο συνιστώσες που χαρακτηρίζουν τα γραπτά του, άρθρα, πεζά και μυθιστορίες. Μόνο που με αυτές δεν αγκυροβολεί όπως άλλοι αλλά οραματίζεται τολμηρά εγχειρήματα. Γόνιμος σε ιδέες, που γεννά ή και αφομοιώνει, ταξιδεύοντας από νωρίς στην Ευρώπη, προχωρά στην πραγμάτωσή τους. Αλλωστε διαθέτει ισχυρή προσωπικότητα, που εντυπωσιάζει και πείθει, περιζήτητος στις συναθροίσεις και δεξιοτέχνης στις επαφές, χάρη στην ευφράδεια και στο χιούμορ του. Αλλά και όταν καταλαμβάνει μια θέση αποδεικνύεται συστηματικός, οργανωτικός, κυρίως αποτελεσματικός. Αν τώρα η «καπατσοσύνη» του Μπαστιά, όπως μερικοί την αποκαλούσαν, συνδυαστεί με τις ερωτικές του περιπέτειες, που δεν εξαντλούνται στους τέσσερις γάμους και στις τρεις συζύγους του, έχουμε τον ιδανικό ήρωα μιας μυθιστορηματικής βιογραφίας. Ωστόσο ο Γιάννης Μπαστιάς δεν ενδίδει στον πειρασμό – άλλωστε η εξαντλητική αναφορά που υιοθετεί δεν συνάδει με τον αυθαίρετο χαρακτήρα μιας μυθιστοριογράφησης. Στη βιογραφία παρελαύνουν αρκετές ιστορικές προσωπικότητες του 20ού αιώνα, με γρήγορα περάσματα ή και ολόκληρες σκηνές, ανάλογα με τον βαθμό που ο δρόμος τους διασταυρώθηκε με τον Κωστή Μπαστιά. Απαραίτητη στο κάθε όνομα η συνοδευτική παρένθεση με τις δύο χρονολογίες, της αρχής και του τέλους του βίου, ενώ για τους περισσότερους προβλέπεται σκίτσο ή σχέδιο, με αναγραφή του καλλιτέχνη, κάποτε και φωτογραφία, κυρίως από συντροφιές ή παραστάσεις, με πληρέστατες λεζάντες. Ενα βιβλίο που προσφέρει σωρεία πληροφοριών για τις μελλούμενες ιστορίες Τύπου, θεάτρου, μεταπτυχιακές και άλλες εργασίες.